//
you're reading...
Αναλύσεις

Diren Gezi, Diren Sofya

Από την Σόφια στην Κωνσταντινούπολη.

Το κείμενο αυτό γράφεται όσο στην Τουρκία οι συγκρούσεις μαίνονται ακόμα. Είναι κάποιες πρώτες σκέψεις από τα γειτονικά Βαλκάνια. Είναι η απόδειξη ότι τα σύνορα δεν κρατούν για πολύ τις εξεγέρσεις και πως ακόμα και όταν αυτές σβήνουν, ο απόηχος τους περνά τα σύρματα και τις φρουρές και έστω  με διαφορά φάσης, οι εξεγέρσεις είναι μία συνεχής κίνηση. Ο χώρος τα νοτιοανατολικά Βαλκάνια. Ο χρόνος από το χειμώνα του 2013 στο καλοκαίρι του ίδιου έτους και ποίος ξέρει πόσο ακόμα;

Ο λόγος φυσικά για τις δύο μεγάλες εξεγέρσεις του 2013 στο βαλκανικό χώρο οι οποίες αν και εκ πρώτης όψεως δεν έχουν κάτι κοινό μια πιο προσεκτική ματιά μπορεί να δείξει άλλες πτυχές. Μια στη Σόφια και μετά σε όλη την Βουλγαρία και μετά η εξέγερση της Τουρκίας. Η εξέγερση στη Σόφια φαινομενικά έγινε με αφορμή τις επικείμενες αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος και της ιδιωτικοποίησης της κρατικής εταιρίας ηλεκτρισμού. Αντίστοιχα στην Τουρκία η εξέγερση ξεκινά με αφορμή την πρόθεση μετατροπής ενός από τους ελάχιστους χώρους πρασίνου μιας υπερκορεσμένης πόλης σε εμπορικό κέντρο. Οι κοινωνίες και τα γεγονότα  διαφορετικά τόσο στην ιδιαίτερη ιστορική τους εξέλιξη όσο και στις αφορμές.

Οι προτάσεις και η ερμηνείες του φαινομένου από αρθρογράφους και δημοσιογράφους πολλές.

Οι κοινωνικές αντιθέσεις και στις δύο χώρες είχαν οξυνθεί σε τέτοιο βαθμό που το ξέσπασμα ήταν αναπόφευκτο. Μία ρεαλιστική παρατήρηση που όμως δεν οδηγεί πουθενά. Μια παρατήρηση που δεν μας δείχνει τίποτα ούτε για το μέλλον ούτε για το παρόν. Ή και όχι. Φυσικά είναι η απάντηση. Αυτές οι «κοινωνικές αντιθέσεις» πέρα από τον αντιθετικό τους χαρακτήρα αν χαρακτηρίζονται απλά ως κοινωνικές δεν φανερώνουν τίποτα για την φύση τους. Δηλαδή γιατί αυτές οι τάσεις είναι αντίθετες;  Ποιο είναι το διακύβευμα για το οποίο συγκρούονται; Ο χαρακτηρισμός τους ως αντίθετες κοινωνικές τάσεις απλά, κάνει το ζήτημα να φαίνεται απλά ως πρόβλημα κακής διαχείρισης των φυσικών/αυτονόητων κοινωνικών σχέσεων. Συνεπώς οι αφορμές των γεγονότων προβάλλονται ως περιεχόμενα τους(πχ αίτημα των διαδηλωτών στην Τουρκία είναι οι ελεύθεροι χώροι). Έτσι φαντάζει στον ορίζοντα πιο κοντινή η ικανοποίηση ενός αιτήματος και η παύση των «εχθροπραξιών» (πραγματικά για το κράτος το να μην κάνει εμπορικό κέντρο μια πλατεία δεν είναι και τόσο μεγάλη θυσία μπροστά σε ένα τέτοιο κύμα αντιδράσεων, αν πραγματικό περιεχόμενο του αγώνα ήταν όντως οι ελεύθεροι χώροι). Επίσης το ζήτημα γενικά μετακυλίεται στο πεδίο της ποιότητας των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων(αν έχουμε πολύ ή λίγη διαφθορά, τι οικονομικά συμφέροντα έχει ο τάδε ή ο δείνα) και όχι στην ίδια την φύση των σχέσεων αυτών, δηλαδή πώς αυτές οι σχέσεις ως διαδικασίες συγκροτούν υποκείμενα και τα βάζουν σε αντίθετες/ανταγωνιστικές θέσεις. Δεν φανερώνει τίποτα δηλαδή για τους αιτιακούς νόμους ύπαρξης αυτών των σχέσεων και την συγκρότηση τους σε ένα «όλον» σε ένα σύνολο αντινομιών και όχι απλά σε ένα άθροισμα αντινομιών.

Η δεύτερη δημοφιλέστατη κριτική είναι αυτή της ιστορικής πορείας των δύο κοινωνιών. Οι αναλύσεις για την ιστορία του ρεπουμπλικανικού κόμματος στην Τουρκία, ή τις επιπτώσεις του σκληρού σοβιετισμού στην Βουλγαρία δίνουν και παίρνουν προσπαθώντας να ερμηνεύσουν το «γιατί» των γεγονότων. Καθόλου άδικες, πιθανότατα  μιλούν με σκληρά ιστορικά δεδομένα, αδιαπραγμάτευτα. Απλά όπως κάθε ιστορικίστικη προσέγγιση είναι μια ατέρμονη παράθεση γεγονότων που αδυνατεί να πει το οτιδήποτε για τις αιτίες των προθέσεων των υποκειμένων μέσα στην ιστορία. Θεωρεί τα ιστορικά υποκείμενα ως αποτέλεσμα προηγούμενων συνεχόμενων ιστορικών γεγονότων και αδυνατεί να δει τη σημασία των κοινωνικών σχέσεων ως αιτιών και αποτελεσμάτων των ιστορικών γεγονότων. Μας λένε πολλά για το πώς φτάσαμε ως εδώ αλλά τίποτα για το γιατί φτάσαμε εδώ και όχι κάπου αλλού. Οι ιστορικίστικες προσεγγίσεις απαντούν σε αυτό το έλλειμμα απλώς ταυτίζοντας το πώς με το γιατί . Συνεπώς πάντα βρίσκεται μπροστά σε ένα αδιέξοδο- την «συμμετρία» των γεγονότων σε κοινωνίες που έχουν πολύ διαφορετική πορεία στα σκληρά ιστορικά γεγονότα. Αυτό το αδιέξοδο ή το κοιτούν ατέρμονα ή καταλήγουν σε συνομοσιολογίες.

Συνεπώς τόσο η κριτική των κοινωνικών αντιθέσεων(που είναι και η κυρίαρχη στα «ψαγμένα» ΜΜΕ) όσο και η ιστορικίστικη κριτική είναι κριτικές ιδεαλιστικές στο βαθμό που φυσικοποιούν τις μορφές των κοινωνικών σχέσεων, ορίζοντας τες ως a priori περιεχόμενα των υποκειμένων. Η μία το κάνει στο τώρα η άλλη σε βάθος χρόνου αναδρομικά.

Το ερώτημα λοιπόν παραμένει. Τι έγινε στη Σόφια και τι γίνεται στην Τουρκία. Οι δύο περιπτώσεις έχουν ομοιότητες και διαφορές.

Στην Βουλγαρία η κατάσταση είναι περίεργη. Η ανάπτυξη έρχεται, αλλά έρχεται με όρους τόσο δυσμενείς που κανένας δεν την υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Οι «επενδύσεις» στην Βουλγαρία σημαίνουν ότι ο μέσος βούλγαρος εργάτης θα ζει σε συνθήκες εξίσου άσχημες με αυτές της ανεργίας. Η ημέρα του θα χωριστεί σε έναν κουτσουρεμένο ελεύθερο χρόνο και έναν ατέλειωτο εργάσιμο χρόνο στον οποίο η εργασιακή δύναμη αμείβεται ψίχουλα. Αυτό συμβαίνει καθώς η Βουλγαρία ως χώρα δεν είναι ούτε μια πλήρως υποκεφαλαιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία,(ώστε να βιώσει αρχικά τον πυρετό της ανάπτυξης) ούτε όμως το κεφάλαιο της βρίσκεται στην αιχμή του δόρατος, στις καινοτομίες και στους τρόπους παραγωγής που θα την βοηθούσαν να γίνει ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο και να «πάρει τα πάνω της η οικονομία». Συνεπώς η κατάσταση στη Βουλγαρία παρέμενε διαρκώς σε κάτι που έμοιαζε με «διαρκή οικονομική κρίση» δηλαδή μια αργή οικονομία που παρήγαγε υπεραξία με απόλυτο τρόπο ενώ η αξία της εργασιακής δύναμης παρέμενε χαμηλή και υποτιμώταν ακόμα περισσότερο με νομικές και κατασταλτικές μεθόδους. Στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να ξεχνούμε και ένα κράτος σχεδόν εξόφθαλμα στελεχωμένο από άτομα της μαφίας που κάθε άλλο παρά βοηθούσε το τοπικό κεφάλαιο αλλά μάλλον ζούσε σε βάρος του. Η σωστή καπιταλιστική οικονομία προϋποθέτει ο υπόκοσμος και ο «κόσμος» να κάνει ο καθένας τη δουλειά του εκεί που πρέπει και όχι το αντίστροφο. Στις κινητοποιήσεις της Βουλγαρίας κύριο ρόλο θα παίξει μια εν δυνάμει μεσαία τάξη και α ακολουθήσουν-χωρίς να συναντηθούν ουσιαστικά- οι εργάτες και κυρίως οι εργαζόμενοι στα ΜΜΜ.

Αυτή η κατάσταση είχε δημιουργήσει για τον μέσο βούλγαρο από τη μία ένα όνειρο νεοπλουτισμού(κάτι πολύ έντονο στην Βουλγαρία) από την άλλη είχε οδηγήσει τους βούλγαρους στο να χάσουν κάθε εμπιστοσύνη/ προσδοκία για κοινωνική αναπαραγωγή με ανθρώπινους όρους μέσω της εργασίας. Η πλειοψηφία των βούλγαρων ήταν κάτι ενδιάμεσο μεταξύ κοινωνικά αποκλεισμένων και μεσαίων στρωμάτων.Στον ορίζοντα της εργασίας δεν φαίνεται τίποτα. Παλαιότερα όσο και τώρα οι εργατικές διεκδικήσεις στη Βουλγαρία αν και υπαρκτές, δεν ήταν ποτέ στην πρώτη γραμμή. Η εξέγερση στην Βουλγαρία ήταν ένα κίνημα ταξικό, το οποίο δεν κατάφερε να γίνει επαναστατικό. Ήταν όμως όπως και όλα τα κινήματα της εποχής-Ισπανία, Ελλάδα, Σουηδία-κυρίως κινήματα αναπαραγωγής. Βασικό αίτημα τους είναι η κοινωνική αναπαραγωγή πέρα από την εργασία. Οι διάφορες ομάδες(διαφορετικές στην Σουηδία, την Βουλγαρία και την Ελλάδα) αρχικά αναπόφευκτα αναθέτουν ως αίτημα αυτή την αναπαραγωγή στο κράτος.(εξαίρεση αποτελεί η Σουηδία, εκεί έχουμε εξέγερση των αποκλεισμένων, οι οποίοι ως αποκλεισμένοι ξέρουν ότι κανένα αίτημα δεν μπορεί αν διατυπωθεί εξ αρχής). Όμως οι ίδιες οι μορφές αγώνα μέσα στα όρια τους τα οποία αναπόφευκτα θα είναι αρχικά οι οριοθετήσεις των υποκειμένων της ακμαίας καπιταλιστικής εποχής, οι ίδιοι οι αγώνες δημιουργούν τις προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα αυτών των οριοθετήσεων. Οι ίδιοι οι αγώνες ως συνάντηση ανθρώπων πέρα από την εργασία ή την κατανάλωση-και συνεπώς και πέρα από το κράτος- ως συνάντηση ανθρώπων με όρους μη πραγμοποιημένους είναι ξεπέρασμα αυτών των οριοθετήσεων και σχέσεων. Αυτό βέβαια δεν σημάνει τίποτα από μόνο του πέρα από μία «καλή αρχή» . Ο βαθμός στον οποίο τα κινήματα αυτά θα καταφέρουν υπερβούν τις προηγούμενες οριοθετήσεις τους και τις υλικές τους βάσεις και μέσα στην διαδικασία του αγώνα θα δημιουργήσουν νέες υλικότητες, και συλλογικά υποκείμενα θα δώσει νέα κατεύθυνση. Στη Βουλγαρία αυτό δεν έγινε. Γιατί ενώ ήταν ένα πραγματικά πολύ δυναμικό κίνημα, με βασική αφετηρία την τιμή του ηλεκτρικού, δηλαδή ένα ζήτημα αναπαραγωγής αυτά τα νέα υποκείμενα δεν δημιουργήθηκαν. Η βάση του κινήματος έμεινε εθνική-λόγω της ηγεμονίας της εθνικής ιδεολογίας στην Βουλγαρία- και μέσα στο κίνημα κανένας άλλος ρόλος δεν αμφισβητήθηκε και με την πτώση της βουλγάρικης κυβέρνησης λόγω διαδηλώσεων, το κίνημα ενσωματώθηκε στο κράτος, η μάχη μετακυλίεται στο επίπεδο τον εκλογών και το ζήτημα φεύγει από τα χέρια της πραγματικής κοινωνικής κίνησης. Η εθνική ιδεολογία έκανε εύκολη την ικανοποίηση ή την μετακύλιση του ζητήματος στο «όργανο του έθνους, το κοινοβούλιο, καθώς οι βούλγαροι θεωρούσαν ότι αυτός ο θεσμός ακόμα οφείλει να τους εκπροσωπεί. Έτσι η κριτική και η ρήξη με τις παλιές οριοθετήσεις δεν έγινε καθώς το ζήτημα πολιτικόποιήθηκε και η κοινωνική κίνηση μαράζωσε. Η εθνική ιδεολογία μη επιτρέποντας την διάρρηξη των προηγούμενων σχέσεων και ρόλων κράτησε τα ταξικά υποκείμενα στις θέσεις τους. Όλοι διαμαρτύρονταν για την αδυναμία της κοινωνικής τους αναπαραγωγής αλλά στο βαθμό και στο επίπεδο του κοινωνικού στρώματος που ανήκαν πριν.  Επίσης οι εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις που ηγεμόνευσαν στις κινητοποιήσεις( το νεοναζιστικό ΑΤΑΚΑ, η ΒΜΡΟ και το Σοσιαλιστικό κόμμα) μετακύλησαν το ζήτημα στο επίπεδο ότι η εταιρία που θα αγόραζε την κρατική επιχείρηση ρεύματος και θα ανέβαζε τα τιμολόγια ήταν γερμανική. Συνεπώς ενώ το κίνημα ήταν δυνατό, δεν κατάφερε να διατυπώσει τίποτα πέρα από ένα ειδικό αίτημα αναπαραγωγής, και δεν αμφισβήτησε κανέναν από τους προϋπάρχοντες διαχωρισμούς και ρόλους.   Έτσι η προέκταση αυτών των ίδιων των υπαρχόντων σχέσεων-το Κράτος- ήταν εύκολο να το ενσωματώσει.

Στην Τουρκία η κατάσταση είναι διαφορετική. Και εκεί έχουμε ένα κίνημα κοινωνικής αναπαραγωγής. Ξεκινά με αφορμή μία πλατεία, έναν ελεύθερο χώρο σε μια υπερπυκονοκατοικημένη μεγαλούπολη και στη πορεία φανερώνει ότι είναι ένα κίνημα το οποίο έχει στην καρδιά του μία εν δυνάμει μεσαία τάξη(όπως και στην Βουλγαρία) που βλέπει το όνειρο της «μεσαίας τάξης» να απομακρύνεται όλο και περισσότερο καθώς η ανάγκη του κεφαλαίου για αναπαραγωγή απαιτεί την υποτίμηση της. Στην Τουρκία όμως οι αδυναμίες της Βουλγαρίας φαίνεται να μην υπάρχουν. Το κίνημα στην Τουρκία φαίνεται να είναι κάτι νέο, για τα τουρκικά δεδομένα. Αυτή η εν δυνάμει μεσαία τάξη φαίνεται να συναντάται με άλλους μέχρι πριν αποκλεισμένους ,( πχ με Κούρδους) από τον πολιτικό της εκπρόσωπο(το Ρεπουμπλικανικό κόμμα) και στην βάση αυτής της συνάντησης φαίνεται ότι νέα υποκείμενα δημιουργούνται, καθώς οι κεμαλικοί αν και προσπάθησαν έχασαν τους συσχετισμούς μέσα στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις και πλέον δεν παίζουν σημαντικό ρόλο κυρίως στην Ιστάνμπούλ.

Ο τρόπος με τον οποίο αυτή η συνάντηση θα συνεχιστεί θα είναι καθοριστικός. Οι περιβόητοι εκπρόσωποι της πλατείας δεν έγιναν δεκτοί από τους διαδηλωτές ως ουσιαστικοί εκπρόσωποι τους. Τα αιτήματα μπορεί να είναι «η δημοκρατία» αλλά αυτό είναι για τους διαδηλωτές στην Τουρκία ένα κενό σημαίνον. Η ίδια η μορφή του αγώνα τους-κατάληψη,οι συγκρούσεις, αλλά και οι συλλογικές αναγνώσεις, οι βιβλιοθήκες της πλατείας κτλ- δείχνουν ότι  μπορεί να ξεπεράσει την δημοκρατία. Όμως δεν την έχει ξεπεράσει. Μέχρι οι μορφές που δημιουργούνται μέσα στην πλατεία(συλλογική ζωή, αντιπραγματισμός ,κοινή χρησικτησία κτλ) να γίνουν αναπόσπαστα περιεχόμενα του αγώνα τους, της ίδιας της συγκρότησης τους ως υποκείμενα δηλαδή, μέχρι τότε η δημοκρατία-αν και κενό σημαίνον- θα κουβαλάει κάτι από τον παλιό της εαυτό ως λέξη, και κυρίως όχι το αίτημα του «όλοι μαζί» (αυτό έχει χαθεί ήδη), αλλά κυρίως το ότι το ζήτημα είναι πολιτικό, είναι ζήτημα διαχείρισης , ζήτημα πολιτικών δικαιωμάτων κτλ. Όσο το ζήτημα παραμένει εκεί τόσο αυτές οι μορφές που δημιουργούνται μεταξύ των  αγωνιζομένων θα παραμένουν στο περιθώριο, σαν μια εφήμερη  μορφή/τρόπος δράσης στις «μέρες του αγώνα» και τίποτα παραπάνω. Το αίτημα για δημοκρατία είναι από τη ρίζα του τέτοιας φύσης(δηλαδή συσκοτιστικό και πολιτικό) αφού ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που δίνουν οι διαδηλωτές στον όρο(σίγουρα είναι διαφορετικό από του Ερντογάν ή του Μπόρισοφ) είναι το αίτημα της εν δυνάμει μέσης τάξης που βλέπει το όνειρο να απομακρύνεται και το κράτος να μην την μεταχειρίζεται ως τέτοια, μεταφράζοντας το ζήτημα σε όρους πολιτικής και δικαιωμάτων ενώ είναι ζήτημα αναγκαιότητας της παραγωγής. Είναι αίτημα της τάξης για έλεγχο επί του εαυτού της ως τέτοιας, να μην γίνεται έρμαιο κανενός.

Το νέο στοιχείο αυτών των κινημάτων είναι ότι δεν αποτελούν εργατικά κινήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η εργασία δεν τους αφορά. Διατυπώνουν διάφορα εργατικά αιτήματα-πολλά από αυτά προβληματικά, όπως η αυτοδιαχείριση- αλλά το κάνουν στο πλαίσιο του ζητήματος αναπαραγωγής τους και όχι σε μια βάση ότι το ζήτημα είναι η εργασία. Αντικείμενο διαπάλης δεν γίνεται το εργασιακό, ή το αίτημα για ενσωμάτωση στην εργασία αλλά η κοινωνική αναπαραγωγή και απλά η εργασία είναι ένας ακόμα τρόπος .Αυτό τους δίνει μια άλλη δυναμική, καθώς δημιουργεί έστω και εμβρυακά τις προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της εργασίας  και ακριβώς εκεί φαίνεται και η «συμμετρία» αυτών των κινημάτων σε τόσο διαφορετικές κοινωνίες.

Από την Σόφια, στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στην Σουηδία, την Ισπανία και παντού, με τις αντιφάσεις μας και τα προβλήματα μας, είμαστε και θα είμαστε παντού.

Συζήτηση

Trackbacks/Pingbacks

  1. Παράθεμα: Διαδηλώσεις, διδαχές και προτάσεις | A ruthless critique against everything existing - 28 Ιουλίου, 2013

Σχολιάστε

Αρχείο