//
you're reading...
σχολιασμοί

Ο φλεγόμενος πύργος της Ελευσίνας

Ι. Το διυλιστήριο

Πρόσφατα, γυρίζοντας στην Αθήνα οριστικά, πέρασα μετά από πολλά χρόνια από τα διυλιστήρια της Ελευσίνας βράδυ. Είχα ξεχάσει πόσο με μάγευε η εικόνα των διυλιστηρίων το βράδυ όταν ήμουν μικρός. Και απέμεινα, μέσα από το αμάξι που με γύριζε πίσω να κοιτώ την εικόνα τους.

Φυσικά, πέρα από την ίδια την παιδική ανάμνηση που σου ξυπνά η επανάληψη μιας εικόνας, και την απόλαυση αυτής της εικόνας, πρέπει να τεθεί το ερώτημα: τι μπορεί να είναι τόσο σαγηνευτικό σε μια εικόνα διυλιστηρίων; Η ερώτηση γίνεται επιτακτικότερη δεδομένης της γνώσης που έχουμε σήμερα: είναι παντού γνωστό το τι κάνουν τα διυλιστήρια, ποια είναι η επίπτωση των πετροχημικών στο περιβάλλον. Μια βόλτα πέριξ της Ελευσίνας, ή έστω μια βαθιά ανάσα αρκεί για επιβεβαιώσει την θανατερή υπόθεση. Αυτό που ονομάζεται Ανθρωπόκαινο ή ο καιρός της βαθιάς περιπλοκής του καπιταλισμού με το περιβάλλον δεν αφήνει αμφιβολίες. Οι φωτιές, τα χιλιάδες ψόφια ψάρια που ξεβράστηκαν στις ακτές του κορινθιακού, η εξαφάνιση ειδών, είναι όλα συνδεδεμένα φαινόμενα, σχετιζόμενα σε κάποιο βαθμό και με τα διυλιστήρια.

Παρόλα αυτά, κοιτούσα μαγεμένος τους φλεγόμενους πύργους των διυλιστηρίων. Οι πύργοι αυτοί, που τους έχουν όλα τα διυλιστήρια είναι από πρακτικής πλευράς αναγκαίοι. Καίνε διαρκώς εύφλεκτα αέρια υποπροϊόντα της διύλισης και σε περίπτωση υπερβολικής αύξησης της πίεσης των εσωτερικών αερίων στο διυλιστήριο καίνε μεγάλες ποσότητες αερίου για να μην ελευθερωθεί στην ατμόσφαιρα καθώς τα αέρια είναι ιδιαίτερα τοξικά. Έτσι η πρακτική πλευρά της φλόγας αρχικά συμβολίζει μια ήττα: τη λογική του μικρότερου από δύο κακά, το οποίο όμως ως καθ’ αυτό παραμένει κακό.

Και όμως κανένα μάτι δεν γίνεται να μη στραφεί προς τα διυλιστήρια καθώς περνά από κοντά τους, ειδικά το βράδυ. Αρχικά σε αυτό βοηθά το τοπίο. Κατεβαίνοντας τον λόφο του Λουτρακίου ερχόμενος προς Αθήνα, βλέπει κανείς τα διυλιστήρια από ψηλά να ξεπροβάλλον ξαφνικά, καθώς αυτά είναι τοποθετημένα σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας. Ο νέος κόσμος που αναδύεται ξαφνικά σοκάρει τη σκέψη και τη σταματά. Χιλιάδες λαμπιόνια μέσα σε ένα σκοτάδι σε παρασέρνουν σε μια ακαθόριστη, ανοίκεια αίσθηση. Τα σχήματα από τα λαμπιόνια θυμίζουν κάτι μεταξύ τεράστιου χριστουγεννιάτικου δέντρου και πόλης. Και όμως η παράλυση της σκέψης ορίζεται από την παραδοχή πως εδώ δεν γιορτάζεται τίποτα ούτε μένει κανείς. Κατασκευές, μια ατέλειωτη μηχανόσφαιρα, μια θυμωμένη ακατοίκητη πόλη.

Τα διυλιστήρια ανήκουν σε εταιρίες και φέρουν τις σημαίες τους, όπως και τη σημαία της χώρας. Το διυλιστήριο όμως συμβολίζει κατι από την “παλιά καλή ομορφιά” του καπιταλισμού που είναι τόσο διεθνοποιημένος που ξεπερνά το κράτος αλλά και την μεμονωμένη εταιρία, την έννοια του τόπου. Στα διυλιστήρια κανείς δεν κοιτά τις σημαίες, μικροσκοπικές καθώς φαντάζουν μπροστά στη μηχανόσφαιρα. Η εικόνα του διυλιστηρίου αν αποσυνδεθεί από τις άμεσες αρνητικές συνδηλώσεις της για λίγο (μόνο για λίγο όμως γιατί μετά έχουμε την υποχρέωση να ξαναγυρίσουμε σε αυτές, αν θέλουμε να ασκήσουμε κριτική) έχει κάτι μέσα από την ιερή ύβρη του μοντερνισμού: το μεγαλειώδες θηρίο του ανθρώπου που αναδύεται από τη θάλασσα, αποδρά από την καταδίκη του να ζεις δέσμιος της φύσης και των φυσικών κύκλων. Οι βαριές και ασήκωτες εγκαταστάσεις έχουν κάτι το ιπτάμενο μέσα τους, δείχνουν το πώς ένας πολιτισμός έφτασε να αψηφά τα πάντα σε σημείο που να κινδυνεύει να χαθεί μέσα στην καταιγίδα που προκάλεσε. Τα διυλιστήρια ως πόλεις θυμωμένες είναι η επιτομή της αθεϊας, πόλεις που αψηφούν τους θεούς. Έτσι και αλλιώς υπήρξαν και τεχνικά η υποδομή και προϋπόθεση για το πέταγμά μας στους ουρανούς. Τα διυλιστήρια δείχνουν το πόσες λογικές και υλικές δυνάμεις μπορεί να κινητοποιήσει η βούληση και η επιθυμία, το να θες να φτάσεις κάπου αλλού.

ΙΙ. Ο φλεγόμενος πύργος

Όλος αυτός ο ειρμός της σκέψης εξατμίζεται γρήγορα όμως. Τα φρικιαστικά αποτελέσματα της τεχνόσφαιρας του διυλιστηρόυ έτσι και αλλιώς αρκούν για να διώξουν τη ρομαντικότητα ακόμα και από τα πιο μελαγχολικά μυαλά που ψάχνουν από κάτι να κρατηθούν. Οι κρίσεις, η μόλυνση, οι πόλεμοι, οι εξορύξεις. Είναι όλα αυτά επίσης μέρος του κόσμου του, της μηχανής του.

Και τότε το μάτι, βράδυ καθώς είναι, κινείται ψηλά. Μια άλλη εικόνα το συνεπαίρνει εκ νέου. Ακόμα και ο αυστηρότερος νους για λίγο επιτρέπει στον εαυτό του την παραίτηση από τη σκέψη μπροστά στην ελπίδα, ακόμα και αν είναι πρόσκαιρη. Ψηλά, πάνω από όλους τους εξοπλισμούς και τους μηχανισμούς του διυλιστηρίου στέκει ο πύργος, και στην κορυφή του η φλόγα. Η φλόγα, που ποτέ δεν είναι μία, και στην περίπτωση της Ελευσίνας είναι τρεις, είναι η πραγματική σημαία του διυλιστηρίου. Η φλόγα αν και συνεχής δεν είναι σταθερή. Επηρεασμένη από την κίνηση του ανέμου και τις μεταβολές της εσωτερικής πίεσης των αερίων που καίει έχει μια διαρκή, συνεχή αυξομείωση, σαν αέριος παφλασμός. Δάδες πανύψηλες που καίνε μα δεν φωτίζουν, μοιάζουν μέσα στο σκοτάδι καθώς ο πύργος δεν φαίνεται, σαν ιπτάμενες φλόγες. Η ενσάρκωση του πραγματικού πνεύματος της εποχής, κάτι που πετάει, καίει, δεν μπορεί να πιαστεί κάτι που είναι φως μα δεν φωτίζει τη νύχτα μας. Η φλόγα του διυλιστηρίου, ο φλεγόμενος πύργος που εποπτεύει από ψηλά είναι η επαναφορά του θεϊκού μέσα στα καυτά και ψυχρά σπλάχνα της μηχανόσφαιρας. Ο παφλασμός της μοιάζει να αναπνέει. Και όμως αυτός δεν είναι ένας προσωπικός θεός από τον οποίο ζητάς κάτι. Είναι το πνεύμα ενός σημείου, ενσαρκώνει μια λογική. Έχει κάτι από τα μυστήρια του ίδιου τόπου μερικές χιλιετίες πριν: το διυλιστήριο είναι κάτι το μυστήριο, κάτι που ακόμα και σε όσους δουλεύουν εκεί δεν γίνεται πλήρως κατανοητό, κανένας δεν έχει τη συνολική του εικόνα. Μια νέα γονιμότητα δοξάζεται εδώ, αυτή της βαθιάς γης του πετρελαίου που κινεί συνολικά τη μηχανόσφαιρα. Κοίτα η φλόγα πώς καίει το βράδυ, ένα μικρό, δύσοσμο άστρο κάτω στη γη. Το ιερό δικαίωμα που δοξάζεται εδώ είναι αυτό της ύβρεως, κάθε τεχνολογία, είναι μια ύβρις, μια απεδαφικοποίηση, ένα πέταγμα. Κάθε πέταγμα είναι μια άρνηση να μείνουμε σε ό,τι μας πνίγει: ένας λαός που μετακινείται από τον πόλεμο σε μια χώρα, μια γυναίκα που φεύγει από τον πόλεμο σε ένα σπίτι. Η τεχνολογία ήταν η μεγάλη αποδημία, η φυγή από το φόβο της φύσης.

Η φλόγα του διυλιστηρίου έχει κάτι από ένα όραμα σαν του Προμηθέα. Είναι καταστροφή και ελπίδα. Είναι η αφετηρία ενός όπλου αλλά και ενός ζεστού πιάτου. Η φλόγα είναι η ενθύμιση της σύγχρονης ανθρώπινης κατάστασης εν γένει: μια διαρκής τιμωρία και μια διαρκής σωτηρία. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο όλη η αγάπη και το μένος του σύγχρονου κόσμου, η καταστροφή και η δημιουργία του χωράνε. Το διυλιστήριο είναι η προϋπόθεση της μηχανής, του αεροπλάνου που βομβαρδίζει, του πύραυλου. Είναι και η μετακίνηση, η εκδρομή, το μαγείρεμα, ένα ζεστό σπίτι, τα χιλιάδες υλικά που χρησιμοποιούμε. Η φλόγα που καίει δείχνει τον ασταμάτητο χαρακτήρα της μηχανόσφαιρας: Τραίνα, αεροπλάνα, εργοστάσια, αυτοκίνητα, φορτηγά, η άσφαλτος στους δρόμους, το Voyager 2 κάπου μακριά από τον Ήλιο μας, οργισμένοι διαδηλωτές, πλοία, κρουαζιέρες και φαλαινοθηρικά, τανκς, τρακτέρ που οργώνουν: όλα έχουν μέσα τους λίγη απ’ τη ζωή του διυλιστηρίου, όλα έχουν περάσει μέσα από τη φλόγα.

Το διυλιστήριο στέκει εκεί χωρίς να γίνεται πλήρως κατανοητό. Αυτή η κατάσταση είναι που σπρώχνει (πάντα δεν το έκανε;) το μυαλό στη μαγεία. Το αμάξι το προσπερνά. Όσο περνούν τα χρόνια διασκεδάζω όλο και περισσότερο να κοιτώ από τα παράθυρα. Το να κινείσαι σημαίνει να μην είσαι πουθενά, το να μην είσαι. Με τα χρόνια το πάθος της εκμηδένισης γίνεται η κύρια ασχολία του ανθρώπου. Όταν φτάσαμε στην Αθήνα άρχισα να ασχολούμαι πυρετωδώς με τις υποχρεώσεις μου, όλα αυτά ξεχάστηκαν μέχρι την επόμενη ενθύμισή τους. Όλη η πρακτική, καθημερινή ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από διαλείμματα αδιαφορίας ανάμεσα σε ενθυμίσεις.

Συζήτηση

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Σχολιάστε

Αρχείο