//
you're reading...
Αναλύσεις

Η μελαγχολική επανάσταση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας

Pošta_vo_Skopje,_Macedonia

Το κεντρικό ταχυδρομείο των Σκοπίων, το επονομαζόμενο και ως «ο ανθός του Λωτού». Είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα φουτουριστικής σοσιαλιστικής Γιουγκοσλάβικης αρχιτεκτονικής τα οποία η τωρινή κυβέρνηση θέλει να κατεδαφίσει.

Η προσέγγιση του πολιτικού και κοινωνικού συγκείμενου μιας διαφορετικής αστικής κοινωνίας είναι πάντα κάτι δύσκολο. Όταν τα ζητήματα αυτά αφορούν όμως μια χώρα όπως τη δημοκρατία της Μακεδονίας τότε δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο, καθώς η εν λόγω χώρα είναι αντικείμενο και ταυτόχρονα υποκείμενο πλήθους δημόσιων λόγων στην Ελλάδα. Η σύγχρονη Μακεδονία είναι υποκειμενοποιημένη στη βάση μιας συγκεκριμένης αντιπαράθεσης με την ελληνική εθνική αφήγηση ενώ έχει και πλήθος εσωτερικών αντιφάσεων, τόσο στον λόγο, όσο και στην διάρθρωση της παραγωγής της με την στενά οικονομική έννοια. Εδώ θα αποπειραθούμε μια συνολική ανάλυση για την Μακεδονία, στη βάση των τελευταίων γεγονότων, όσων μεταδίδουν τα ΜΜΕ και όσων είδαμε εκεί.

1.Η Δημοκρατία της Μακεδονίας και η Ελλάδα ως υποκείμενα και αντικείμενα των εθνικών λόγων.

Η Μακεδονία και η Ελλάδα, ως κρατικοί σχηματισμοί και ως ιδεολογίες έχουν παράξει η μία την άλλη στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ιστορίας τους. Οι εθνικές αφηγήσεις ως ηγεμονικές πρακτικές ενσωμάτωσης και οργάνωσης των ετερόκλητων αστικών σχέσεων συγκροτούνται ως ανταγωνιστικοί ετεροκαθορισμοί γύρω από αφηρημένες έννοιες και άξονες. Τέτοιες έννοιες υπήρξαν επί μακρόν ο «μακεδονισμός», ο «ευρωπαϊσμός» και η «ανάπτυξη». Γύρω από αυτούς του άξονες τα δύο κράτη οργάνωσαν τις καπιταλιστικές πρακτικές τους, τους θεσμούς τους, τους μηχανισμούς τους. Η αφηρημένη έννοια του μακεδονισμού έγινε το κεντρικό πεδίο αντιπαράθεσης σε επίπεδο δημόσιου λόγου και ταυότητας. Η Ελλάδα προσπαθεί να σηματοδοτήσει και να προσδέσει τον όρο στην ελληνική κρατική πραγματικότητα, καθώς αποτελεί κεντρικό κομμάτι της αφήγησης περί «ιστορικής συνέχειας του έθνους», και μιας a priori «ουσίας» που ενέχει η κοινότητα. Αυτό το στοιχείο αποτελεί μια από τις κεντρικότερες συνιστώσες οργάνωσης της αστικής κοινωνίας ως κάτι ενιαίο, η οποία παίζει κεντρικό ρόλο στην πρόσδεση της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο και το κράτος. τόσο «ιδεολογικά» όσο και σε επίπεδο πρακτικής παραγωγής καθημερινών σχέσεων. Η ίδια συνιστώσα υπάρχει προφανώς και στον Μακεδονικό λόγο, μόνο που διχάζεται ως προς το περιεχόμενο της. Από τη μία υπάρχει η αφήγηση του ξεκάθαρα «σλάβικου μακεδονισμού» ο οποίος συγγενεύει και με την ιδέα του Γιουκοσλαβισμού ως μιας ευρύτερης κρατικής ιδέας που εγκολπώνει τα πάντα, και κυρίως δείνχει τους δεσμούς με τους Σέρβους(δες [5]) . Εδώ το έθνος ως ιστορική συνέχεια εμφανίζει μια σλάβικη αφήγηση. Η «Μακεδονία είναι (και) σλαβική και κανείς δεν μπορεί να μας το αρνηθεί» λέει αυτή η αφήγηση. Ύστερα υπάρχει και η αφήγηση του «Μ. Αλεξάνδρου» ως προγόνου και «μυθικού ήρωα» της «κοινότητας των μακεδόνων». Εδώ ο σλαβισμός και κυρίως ο Γιουκοσλαβισμός υποχωρούν, και ο μακεδονισμός γυρνάει πολλά χρόνια πίσω στο χρόνο. Πλέον ο ετεροκαθορισμός γίνεται άμεσα όχι πάνω στον όρο «Μακεδονία» αλλά συνολικά στο περιεχόμενο του. Αυτή είναι η αφήγηση που έχει το σημερινό κόμμα του ΒΜΡΟ. Η μακεδονική εθνική ιδέα είναι ετερόκλητη και αντιφατική.

Τέλος οι δύο αφηγήσεις αλληλοπαράγουν η μία την άλλη και στο επίπεδο ενός «αποικιακού και ορενταλιστικού λόγου» εξίσου αφηρημένου. Αυτός ο λόγος αναπαράγει, αντικατοπτρίζει  και συγκροτεί όχι μόνο στην εθνική ενότητα αλλά και τις συνολικές υλικές πολιτικές των εν λόγω κρατών. Η Ελλάδα στον μακεδονικό λόγο(από την αριστερά μέχρι την δεξιά) εμφανίζεται συνολικά ως ένα «ιμπεριαλιστικό κέντρο» που εμποδίζει την Μακεδονία να αναπτυχθεί, είναι η «ανώτερη χώρα» η οποία αποτελεί εχθρό και ταυτόχρονα πρότυπο. Στον Ελληνικό δημόσιο λόγο η Μακεδονία είναι μια «κατώτερη χώρα». Δεν είναι καν άξιοι να μας αντιπαρατεθούν, να συγκριθούν, ο ελληνικός εθνικισμός «έχει νικήσει ήδη». Αυτή είναι η αποικιακή αφήγηση που διαπερνά το «ελληνικό» κοινωνικό σώμα.

Είναι εμφανές ότι οι διηγήσεις αυτές οργανώνουν τις αντιθέσεις των αστικών κοινωνιών της Μακεδονίας και της Ελλάδας με τρόπο που να προσδένουν στο κράτος (ως γενικότερη μορφή) να αποδιοργανώνουν και να καναλιζάρουν τις ταξικές αντιθέσεις καθώς και να πειθαρχούν την εργατική τάξη επαναδιοργανώνοντας τη πραγματικότητα της. Παρόλα αυτά δεν θα πρέπει να γίνονται κατανοητές ως «προπαγάνδες» οι οποίες μέσα από μια πολιτική διαχείριση μπορούν να αντιστραφούν. Αντίθετα είναι οι μορφές υποκειμενοποίησης που παίρνουν όντως οι υλικές αντιθέσεις και σχέσεις μεταξύ και εντός των συγκεκριμένων κρατών. Είναι η καθημερινότητα των παραγωγικών και εξουσιαστικών σχέσεων ως σχέσεων ετεροκαθορισμού και αποκλεισμού γύρω από αφηρημένες και προνομιακές έννοιες. Ο ετεροκαθορισμός όμως με έναν άλλο εθνικισμό είναι καταστατικός του κάθε εθνικισμού(της κάθε ταυτότητας γενικά) από την άλλη όμως ανοίγει το πεδίο δυνατότητας ρήξεων στην εθνική αφήγηση. Είναι «δίκοπο μαχαίρι», μια εσωτερική αντίφαση το πεδίο του λόγου κάθε κράτους . Ο τελικός κερδισμένος από αυτή την ιστορία είναι φράξιες του ελληνικού και μακεδονικού κεφαλαίου, και συνολικά η αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης. Όμως καμιά αντίθεση δεν επιλύεται ολοκληρωτικά και αποτελεσματικά, και αυτές οι αδυναμίες επίλυσης παρατείνουν τις αντιθέσεις εσωτερικά των χωρών. Δεν υπάρχει καλός και καλύτερος εθνικισμός, δεν υπάρχει καν ξεχωριστός εθνικισμός(και συνεπώς έθνος) από έναν άλλο .

2.Η σπειροειδής πτώση της εργατικής ταυτότητας της μακεδονικής εργατικής τάξης

Πριν περάσουμε στα γεγονότα οφείλουμε να δούμε τη κατάσταση της εργατικής τάξης για να ερμηνεύσουμε την απουσία της. Μετά τη διάλυση της ενωμένης Γιουκοσλαβίας, η Μακεδονία ήταν η χώρα που αυτονομήθηκε αναίμακτα. Παρόλα αυτά η πορεία της δεν υπήρξε λαμπρή. Η άμεση ανάγκη της χώρας τότε για διεθνές συνάλλαγμα, αλλά και η χαμηλή παραγωγικότητα των εργοστασιακών της μονάδων οδήγησαν σε βίαιες και μαζικές ιδιωτικοποιήσεις που προκάλεσαν μαζική ανεργία και σκληρό σοκ στη μακεδονική κοινωνία. Οι μακεδόνες εργάτες άρχισαν να εργάζονται ως υπέρ-υποτιμημένοι εργάτες και εργάτριες σε τρίτες χώρες κυρίως στην Ελλάδα και την κεντρική Ευρώπη. Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε η χώρα σε διεθνές επίπεδο, τόσο σε πολιτικό όσο και οικονομικά, έκανε τους μακεδόνες και τις μακεδόνισσες  να αποτελούν ένα ευέλικτο εργατικό δυναμικό, ικανό να δουλέψει για ψίχουλα και το οποίο έδινε περιουσίες ολόκληρες για να περάσει τα σύνορα. Έτσι η εργατική τάξη βρέθηκε πολυδιασπασμένη  και εξατομικευμένη, να εργάζεται σε «shitty jobs» στο εξωτερικό, με ακραία επισφάλεια, συνήθως προσωρινά χωρίς να μπορεί να μπορεί να σχηματίσει δεσμούς με τις τοπικές τάξεις, είτε λόγω προσωρινότητας είτε λόγω του ότι τους έβλεπαν ανταγωνιστικά. Παρά τις ιδιωτικοποιήσεις, οι επενδύσεις δεν έμειναν ούτε το κεφάλαιο εκσυγχρονίστηκε γρήγορα. Η οικονομία έμεινε κυρίως αγροτική, τα εργοστάσια έκλειναν λόγω χαμηλότατης ανταγωνιστικότητας, απουσίας αγορών της Γιουκοσλαβίας αλλά και λόγω των διπλωματικών συγκρούσεων, όπως τα εμπορικά εμπάργκο στην μακεδονική οικονομία από τον ΟΗΕ και κυρίως την Ελλάδα. Μέχρι το 1996 η μακεδονική οικονομία, ήδη αργή και καθυστερημένη τεχνολογικά , είχε χτυπηθεί σκληρά από τη «μετάβαση» . Οι επενδύσεις από το εξωτερικό  έμειναν χαμηλές καθώς η χώρα-όπως ήταν λογικό- στράφηκε στον προστατευτισμό. Η χαμηλή παραγωγικότητα, ο προστατευτισμός και το χαμηλό συνάλλαγμα σε συνδυασμό με τον διαλυμένο κοινωνικό ιστό στο εσωτερικό, απέδωσαν ένα χαμηλό ποσοστό κέδρους. Η μακεδονική οικονομία κρατιόταν στη ζωή από τους ντόπιους αγρότες και τους μετανάστες στο εξωτερικό που με εμβάσματα κάλυπταν και εξακολουθούν να καλύπτουν μέχρι και το 2014 τα «οικονομικά κενά» (στο ύψος του 19-21% του ΑΕΠ).

Ταυτόχρονα η χώρα αδυνατούσε να ομογενοποιηθεί. Οι εθνικιστικές αναταράξεις στο Κόσοβο, επηρέασαν τη Μακεδονία, που εκείνη την εποχή είχε μια μειονότητα της τάξης του 35% Αλβανών. Το 2001 ο μακεδονικός κλάδος του UCK εξαπέλυσε ευρεία επίθεση στα βόρεια της χώρας. Η κρίση, που έμεινε γνωστή ως «κρίση του 2001» αποσταθεροποίησε τη χώρα περισσότερο. Η ανεργία στα πλαίσια του παραπάνω πλαισίου έμεινε σταθερά στο δυσθεώρητο ύψος του 36% για πάνω από 15 χρόνια. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της χώρας για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990 ήταν αρνητικοί ενώ από το 2003 εμφανίζει μια  ανάκαμψη μέσου όρου του 3%. Από το 2003 και μετά η Μακεδονία ανοίγει την οικονομία της σταδιακά αλλά σταθερά, κυρίως στην αγορά της ΕΕ (89%) μέσω συμφωνιών εμπορίου οι οποίες έχουν σαν σκοπό να προσδέσουν την Μακεδονική οικονομία στην ΕΕ. Οι συμφωνίες αυτές προέβλεπαν άμεση μείωση των δασμών εξαγωγών στην ΕΕ ενώ ταυτόχρονα η Μακεδονία διατηρούσε το δικαίωμα δασμών και περιορισμών στις εισαγωγές για τη προστασία της εσωτερικής αγοράς. Ταυτόχρονα προσπαθεί να επενδύσει σε εκσυγχρονισμό κάποιων βιομηχανιών οι οποίες άρχισαν να επαναλειτουργούν. Αναδιοργάνωσε την παραγωγή, επένδυσε σχετικά αξιόλογα ποσά στον τεχνολογικό εκσυχρονισμό. Αυτό βελτίωσε ελαφρώς την οικονομική της θέση τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, η οποία όμως παραμένει χαμηλή. Παρόλα αυτά περαιτέρω άνοιγμα της οικονομίας δεν ήταν δυνατό, καθώς ήταν αμφίβολο το τι αλλαγές και θα προκαλούνταν από την αύξηση του ανταγωνισμού και των διαρθρωτικών αλλαγών. Ποιοι θα γίνονταν άνεργοι και ποιοι θα παρέμεναν εργαζόμενοι(;). Η ενσωμάτωση κομματιού της εργατικής τάξης στο δημόσιο τομέα σε επίπεδο 25%(15 κρατικές επιχειρήσεις) με μεγάλες μισθολογικές διαφορές σε σχέση με τον ιδιωτικό, οι αλλαγές που προέβλεπε το «Ευρωπαϊκό σύμφωνο σταθερότητας» στο τομέα της νομοθεσίας, της ελευθερίας των ΜΜΕ και της «αντιδιαφθοράς», της αλλαγής των «κανονισμών καπιταλιστικού ανταγωνισμού στη χώρα» θα προκαλούσε σημαντικές ανακατατάξεις στη διάρθρωση του εθνικού κεφαλαίου και συνεπώς στην διάρθρωση της εργατικής τάξης και των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων. Η εύρεση εργασίας στη Μακεδονία γίνεται εκτενώς μέσω προσωπικών διασυνδέσεων. Η αναδιοργάνωση της παραγωγής μεταξύ 2004-2010 ενώ μείωσε το γενικό ποσοστό ανεργίας κατά 3%, μεγάλωσε το ποσοστό των μόνιμα άνεργων(άνεργοι πάνω από 4 χρόνια). Επίσης η Μακεδονία διατήρησε- παρά τη πάροδο σχεδόν 10 χρόνων από την υπογραφή της συμφωνίας- σημαντικούς νομικούς περιορισμούς στην διεθνή κίνηση κεφαλαίου. Παρά τις αλλαγές οι Μακεδονία δεν είχε «φιλελευθεροποιηθεί» εντελώς και η συσσώρευση ήταν χαμηλή. Πολλές από τις συμφωνίες έμειναν στα χαρτιά. Η δυνατότητα νομισματικής πολιτικής για επέκταση της συσσώρευσης είναι περιορισμένη λόγο του ήδη χαμηλού ποσοστού κέρδους της οικονομίας. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις της περιοχής ασφυκτιούν. Όλα τα παραπάνω δίχασαν τη κοινωνία σε ευρύτατα και ετερόκλητα στρατόπεδα.

Όλες αυτές οι σχέσεις έπαιξαν κομβικό ρόλο στη διάρθρωση της εργατικής τάξης. Οι εργάτες, ήδη ενσωματωμένοι σε μια καπιταλιστική οικονομία με υψηλή επισφάλεια, ανεργία και διαρκή σκαπανεβάσματα στην οικονομία, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008 όπου μείωσε τις εξαγωγές και έριξε την οικονομία πάλι σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης για 2 χρόνια (-0,2%), ενσωματώθηκαν και ταυτίστηκαν με τους φορείς του κεφαλαίου ακόμα περισσότερο. Η ταξική πάλη στη Μακεδονία, καναλιζαρισμένη μέσα από τα κεντρικά κόμματα και τα ελεγχόμενα συνδικάτα, δεν ήθελε να χάσει περαιτέρω έδαφος,να πεταχτεί εκτός εργασίας. Η διαδικασία «φιλελευθεροποίησης » προς την ΕΕ αν και συνεχίζεται θεωρητικά, ουσιαστικά πάγωσε. Η εθνικιστική κυβέρνηση του BMPO στράφηκε μακριά από την ΕΕ. Αυτό διέσπασε τη «κοινή γνώμη». Μικροεπιχειρηματίες, χρόνια άνεργοι, νέοι φοιτητές, μετανάστες και μετανάστριες που εργάζονται στο κάτεργο του ελληνικού τουρισμού για να επιβιώσουν, θεωρούσαν ότι ο δρόμος προς την ΕΕ ήταν ένας δρόμος ανάπτυξης τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο  σε επίπεδο «αντιδιαφθοράς» αστικής ισότητας, ανταγωνισμού κτλ. Επίσης η επί χρόνια καταπιεσμένη LGBT κοινότητα της χώρας, μαζί με την μουσουλμανική(τουρκική) και αλβανική μειονότητα, λόγω της χρόνιας σύγκρουσης τους με τον μακεδονικό εθνικισμό, και αυτοί-με έναν παράδοξο τρόπο- υπέθεταν ότι η ένταξη στην ΕΕ και οι επιβεβλημένες από αυτήν αλλαγές θα έφερναν σημαντικές αλλαγές στη καθημερινότητα τους. Από την άλλη, κομμάτι της εργατικής τάξης που βρήκε δουλειά στις νέες επιχειρήσεις που άνοιξαν και στο κράτος, που βρήκε δουλειά στο εθνικιστικό πρόγραμμα ανοικοδόμησης μνημείων «Σκόπια 2014», δεν θέλει να προχωρήσει η φιλελευθεροποίηση παραπάνω και παραμένουν πιστοί στο κυβερνών εθνικιστικό κόμμα του Νικολά Γκρούεφσκι και του ΒΜΡΟ, φοβούμενοι την περαιτέρω αναδιάρθρωση.

Έτσι στη Μακεδονία η εργατική τάξη έχει ρευστοποιηθεί πλήρως ως επαναστατικό/πολιτικό υποκείμενο. Έχει ανοίξει έτσι το δρόμο στην ανάδειξη νέων συλλογικών ταυτοτήτων που μετακυλούν και διαμεσολαβούν το βάρος της σύγκρουσης σε άλλο έδαφος και σε άλλο πεδίο κοινωνικών σχέσεων. Αυτό έχει να κάνει τόσο με την αδυναμία αντιπαράθεσης στους εργασιακούς χώρους, την ενσωμάτωση της τάξης στο κεφάλαιο αλλά και την κοινή αντίληψη ότι την ευθύνη για την ευρεία αδυναμία της αναπαραγωγής σε πολλά επίπεδα τη φέρει η «κυβέρνηση και οι χειρισμοί της». Αυτή η αντίληψη έχει να κάνει με το γεγονός ότι στο σύγχρονο καπιταλισμό με τη μεγάλη ελευθερία κίνησης κεφαλαίου και ταυτόχρονα το «ασταθές χρήμα» βασικός παράγοντας για την οργάνωση ή μη της κοινωνίας στα πρότυπα της νεο-φιλελευθερης πολιτικής, «ανάπτυξης» κτλ είναι  το κράτος. Αυτό παίζει το βασικό ρόλο στη δημιουργία διατήρησης και διαμόρφωσης αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης εντός της «χώρας» στα διεθνή πρότυπα. Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες διαρθρωτικές αλλαγές από το κράτος οι οποίες θα αυξήσουν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και τη κίνηση του, προκαλώντας όμως διασπάσεις και αντιδράσεις από τις κοινωνικές ομάδες. Ο ανταγωνισμός πλέον δεν γίνεται μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας σε επίπεδο υποκειμένων αλλά αντίθετα αποκτά τη μορφή του «ποιο κομμάτι της τάξης-και του κεφαλαίου- θα αναπαραχθεί και ποιο θα χάσει σε αυτή τη κατάσταση και θα ενταχθεί στον «μόνιμο υπερπληθυσμό των αποκλεισμένων». Αυτή η διαδικασία έχει να κάνει ουσιαστικά με θεμελιώδεις αλλαγές στη λειτουργία του χρήματος σε παγκόσμιο επίπεδο, την αύξηση της παγκόσμιας παραγωγικότητας, και στην επακόλουθη αναπόφευκτη φιλελευθεροποίηση της καπιταλιστικής μηχανής η οποία πλέον διαπερνά και επικαθορίζει τις εθνικές πολιτικές, πάντα όμως μέσω του εθνικού κράτους. Φυσικά η διαδικασία αυτή εντείνεται στη περίοδο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης όπου μεμονωμένα κεφάλαια, κομμάτια της εργατικής τάξης και τελικά ολόκληροι κρατικοί σχηματισμοί προσπαθούν να ισορροπήσουν τις εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις και ανακατατάξεις, να ανασυγκροτηθούν τα ίδια αποτελεσματικά(παραγωγικά και ανταγωνιστικά). Στην αναδιάρθρωση η στροφή προς το κράτος είναι ακόμα μεγαλύτερη καθώς οι κοινωνικές ομάδες και τα κομμάτια της τάξης που ανταγωνίζονται, αναγνωρίζουν ότι μόνο μέσω του ρυθμιστικού χαρακτήρα του κράτους μπορούν να χειραφετηθούν και να ενταχθούν στη συσσώρευση αποτελεσματικά. Πλέον το κεφάλαιο δείχνει σε παγκόσμιο επίπεδο όχι μόνο ότι δεν υπάρχει κοινός δρόμος μεταξύ εργατικής τάξης-κεφαλαίου αλλά δεν υπάρχει τέτοιος δρόμος και «εσωτερικά» για όλη την εργατική τάξη. Είναι πάλη αναπαραγωγής των τάξεων και όχι πόλωσης. Η τάξη έρχεται σε κρίση με τον εαυτό της, και γιαυτό διαρκώς συμπράττει με εξίσου ανταγωνιστικά μεταξύ τους κομμάτια του κεφαλαίου .

3.Η Μακεδονική άνοιξη «Македонска пролет».

Εμφανίζεται εδώ ένα ενδιαφέρον και περίπλοκο μοτίβο. Από τη μία η τάξη ως τέτοια, εγκλωβισμένη στην αναπαραγωγή της και στην επισφάλεια, βρίσκεται μαγκωμένη στη κρατική και κυβερνητική ενσωμάτωση .Από την άλλη οι «αντικυβερνητικές» διαδηλώσεις είναι ένα ετερόκλητο μείγμα ανέργων, φοιτητών, μειονοτικών ανέργων, (μεταξύ αυτών και πολλών εθνικιστών) καθώς και επιχειρηματιών που προσδοκούν σε περαιτέρω αύξηση του εμπορίου και του «οικονομικού ανοίγματος»,σε οικονομική βοήθεια από την ΕΕ, ή σε αύξηση των αστικών δικαιωμάτων τους. Όλοι αυτοί έχουν έρθει μαζί σε μια άμεσο(αστικό)δημοκρατική  κοινωνική συμμαχία, μια «συνάντηση» ενάντια στον Γκρούεφσκι. Είναι όσοι στη παρούσα διάρθρωση της μακεδονικής αστικής κοινωνίας μένουν χρόνια αποκλεισμένοι και θέλουν να χειραφετηθούν. Αντιλαμβάνονται την έλλειψη ευκαιριών, τη διαφθορά και την αδυναμία αναπαραγωγής τους ως «κακοδιαχείριση» του κράτους και «‘έλλειμμα δημοκρατίας»(δεν είναι τυχαίο ότι ο κόσμος αναφέρεται στον Γκρόυεφσκι ως «ο δικτάτορας» αν και είναι κανονικότατα εκλεγμένος) Σκοπός τους είναι η αξιοποίηση ως «ατομικά κεφάλαια»[1] . Οι μειονοτικοί Αλβανοί, όσοι από αυτούς κατεβαίνουν στο δρόμο με αυτή την ταυτότητα, κατεβαίνουν στα πλαίσια της αντιπαράθεσης της εθνικιστικής τους ταυτότητας με τον κυρίαρχο μακεδονικό εθνικισμό του Γκρούεφσκι. Θεωρούν ότι η χρόνια ανεργία και ο αποκλεισμός που τους πλήττει έχει να κάνει με την «εθνικιστική ένταση» και τα δικαιώματα τους. Έτσι κατεβαίνουν από κοινού με τα υπόλοιπα κομμάτια της αστικής κοινωνίας, αλλά ως «Αλβανοί» καθώς θεωρούν ότι έτσι θα χειραφετηθούν ως «εθνική μειονότητα»[2] Η βασική ρητορική αυτών των διαδηλώσεων είναι «να φύγει ο Γκρούεφσκι»(χαρακτηριστικό το μόνο κοινό σύνθημα όλων «збогум Никола»-αντίο Νικόλα). Καμία άλλα κοινή σχέση δεν υπάρχει μεταξύ τους, ούτε κάποια άλλη σύνδεση. Σε γενικότερο πλαίσιο οι διάφορες ετερόκλητες ταυτότητες συγκροτούνται στο δρόμο ως «πολίτες». Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι ανεξαιρέτως θεωρούν αυτόν το αγώνα ως αγώνα «πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων γιατί είναι για χρόνια αποκλεισμένοι και έχουν δικαίωμα στη «ζωή». Η αφετηρία αλλά και το τέλος του αγώνα τους ήταν οι ήδη υπάρχουσες υποκειμενικές τους θέσεις. Καμία ρήξη με αυτές δεν παρατηρούταν, αντίθετα η όλη διαδικασία ήταν μια αναδιανομή και μια συνάντηση κάτω από την «αντικρούεφσκι» ρητορική. Έτσι βλέπουμε ότι η σύγκρουση πάλι, ενώ έχει ταξικές και υλικές αφετηρίες, διαμεσολαβείται από ένα σύνολο ταυτοτήτων, κοινωνικών και υποκειμενικών θέσεων και θεσμοποιήσεων που δίνει στο κίνημα αστικό-δημοκρατικό χαρακτήρα. Αυτές οι διαμεσολαβήσεις δεν είναι απλά πολιτικές αλλά έχουν να κάνουν με την ίδια τη σύνθεση κεφαλαίου. Οι φιλοκυβερνητικοί διαδηλωτές και η κυβέρνηση, ενσωματωμένοι στο κράτος και στη παρούσα σύνθεση κεφαλαίου βλέπουν τους διαδηλωτές ως «αντι-δημοκρατικούς- που παραβιάζουν την αστική δημοκρατία. Η δημοκρατία έτσι στο δημόσιο λόγο γίνεται αντικείμενο λογικής και υλικής πάλης, αλλά η ίδια χάνει το σταθερό της περιεχόμενο αν ιδωθεί από τις διαφορετικές πλευρές των αντικρουόμενων υποκειμένων.

Αυτός είναι και ο λόγος που το κίνημα αυτό, αφού ξεκινά από μια αναπαραγωγή των αστικών ρόλων και ταυτοτήτων, είτε της εργατικής ταυτότητας είτε των αστικών δικαιωμάτων, έχει σα βασικό προσανατολισμό του το κράτος και τη συμπύκνωση των σχέσεων και πρακτικών εξουσίας σε αυτό. Λίγοι, αλλά ενδιαφέροντες ερωτηθέντες μάλιστα έλεγαν ότι «στις προηγούμενες εκλογές, που το BMPO ήταν φιλο-ΕΕ το ψηφίσαμε, αλλά τώρα αλλάξαμε και στηρίζουμε τους σοσιαλιστές, γιατί αυτοί είναι υπέρ της ανάπτυξης«[3]. Άλλοι πάλι διαδηλωτές δεν είναι υπέρ κανενός από τα μεγάλα κόμματα.. Όταν καλείς κάποιον όμως να παραιτηθεί, ταυτόχρονα καλείς-θες δεν θες- κάποιον άλλο να αναλάβει. Γιαυτό και το Σ.Κ.Μ  κεφαλαιοποιεί έτσι τις αντικυβερνητικές πορείες. Είναι αναμενόμενο και λογικό επακόλουθο της σύνθεσης των κοινωνικών σχέσεων του κινήματος. Παρόλα αυτά, είναι ένα αδιέξοδο που έχει επαναληφθεί πολλές φορές με εμφανέστατα παραδείγματα την Αίγυπτο και την Ουκρανία, όπως επίσης και την Ελλάδα. Τέλος οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι διαδηλωτές έχουν επίγνωση της ιστορικής συνέχειας που τους ορίζει σε σχέση με ανάλογα κινήματα καθώς οι ίδιοι αποκαλούν το κίνημα τους, την «μακεδονική άνοιξη»-Македонска пролет«.

4.Οι πορείες και ο χαρακτήρας τους. Μια ενδοσκόπηση.

Οι πορείες ξεκίνησαν στις 5 Μαΐου ως αντί-κυβερνητικές και κυρίως ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα, ύστερα από δημοσίευση ντοκουμέντων από την αντιπολίτευση ότι κρατικοί αξιωματούχοι προσπάθησαν να συγκαλύψουν τη δολοφονία νεαρού πριν 3 χρόνια. Οι πορείες πέρα από τις δύο πρώτες μέρες με συγκρούσεις με την αστυνομία, γρήγορα πολιτικοποιήθηκαν και αποτέλεσαν όχημα αρχικά για την αντιπολίτευση αλλά και γενικά για όλα τα κομμάτια της κοινωνίας που θέλουν-για κάποιο δικό τους λόγο- την ανατροπή του Γκρούεφκσι. Σύντομα οι πορείες έγιναν ογκώδεις. Στο βαθμό που οι πορείες πολιτικοποιούνταν και γίνονταν αντικυβερνητικές, τόσο προσπαθούσαν σε επίπεδο ρητορικής να αντιπαλέψουν τη κρατική προπαγάνδα αλλά στο ίδιο έδαφος. Έτσι άρχισαν οι διαδηλωτές και κυρίως οι πολιτικές οργανώσεις(και οι αριστερές) να καλούν σε «ειρηνικές πορείες» και σε απομόνωση των «ταραχοποιών» οι οποίοι συκοφαντούν τις πορείες. Αυτού του είδους  η «αντιπολιτευόμενη συνομοσιολογία» ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη[4]. Αυτό απέκλεισε πιο ριζοσπαστικά ή απομονωμένα στοιχεία μέσα στις πορείες από τις επόμενες μέρες, ενώ οι αριστερές οργανώσεις εντάχτηκαν κατ’ αυτό το τρόπο πλήρως στο αστικό πλαίσιο .

Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι πορείες που ξεκίνησαν το Μάιο δεν ήταν μια ξαφνική κοινωνική έκρηξη αλλά αντίθετα αποκορύφωμα συνεχών αγώνων από τις γυναίκες, τους μαθητές και τους φοιτητές τα τελευταία χρόνια. Οι αγώνες αυτοί έγιναν στη βάση αντίστασης σε πολιτικές λιτότητας, διαφθοράς ή εσωτερικές φιλελεύθερες διαρθρωτικές αλλαγές προωθούμενες από το καθεστώς του Γκρούεφκσι. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στις πορείες της 17 Μαΐου όταν πέρα από την οργανωμένη αντιπολίτευση(που καλούσε σε πορεία) συνολικά το αντιπολιτευόμενο κομμάτι της κοινωνίας βγήκε στο δρόμο. Κοινότητες Αλβανών, Τούρκων, Ρομά,, πρωτοβουλίες LGBT, Βουλγάρικες αντιπολιτευόμενες πρωτοβουλίες, όλοι βγήκαν στο δρόμο. Τα μπλοκ που είχαν όμως το περισσότερο οργανωμένο κόσμο ήταν οι ενωμένες συνελεύσεις φοιτητών και μαθητών (studenski plenum-студенски пленум) που σχηματίστηκαν ως συλλογικά όργανα των μαθητών και των φοιτητών κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων κινητοποιήσεων των προηγούμενων μηνών. Από τα 35.000 άτομα που μάζεψε η κεντρική συγκέντρωση της 17 Μάη μόνο το μπλόκ αυτό είχε τα 5000 άτομα. Ήταν εμφανές ότι μέσα στο «αντιπολιτευόμενο» κοινωνικό μπλόκ αυτές οι δύο κοινωνικές ομάδες φαίνεται να έχαιραν μεγάλης εκτίμησης από μεγάλη μερίδα του κόσμου καθώς θεωρούταν ότι αυτοί «ξεκίνησαν τη πτώση του Γκρούεφκι». Όταν περνούσε το μαζικότατο  μπλόκ τους, ο κόσμος έκανε χώρο και χειροκροτούσε. Το κεντρικό τους πανό ήταν γραμμένο στα μακεδονικά και στα αλβανικά και κεντρικό σύνθημα όλων ήταν πάντα μόνο ένα: παραίτηση(ostavka-оставка).

Ο αντιφατικός εθνικιστικός «αντιρατσισμός» των πορειών και κυρίως της μεγάλης πορείας της 17 Μαΐου .

Πραγματικά το πλήθος των ενωμένων αλβανικών και μακεδονικών σημαιών ήταν πολύ μεγάλο. Πολλής κόσμος, σχολιάζοντας αυτό το γεγονός έλεγε ότι «είναι η πρώτη φορά που αλβανοί και μακεδόνες βγαίνουν μαζι στο δρόμο και δεν σφάζονται». Σε μια χώρα με δεδομένη την εθνοτική ένταση και με τεράστιο παρελθόν εθνοτικής βίας, βγαλμένο από το μοτίβο της «γιουγκοσλάβικης παράδοσης» το να βλέπει κάποιος από κοινού κινητοποιήσεις αλβανών, ρομά, τούρκων και μακεδόνων είναι εμφανώς -τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως- κάτι θετικό. Αλλά θα πρέπει να είμαστε κριτικοί. Καμία πρόθεση να καταργηθούν οι διαχωρισμοί των ταυτοτήτων δεν υπάρχει, αντίθετα η χρόνια αδυναμία πλήρωσης τους τις έβγαλε από κοινού στο δρόμο.  Εθνοτικές, ταξικές, έμφυλες κατηγορίες όλες ήταν εκεί, από κοινού, αλλά ως διαχωρισμένες. Οι κοινωνικές σχέσεις  ήταν σχέσεις διαφορετικών και συγκρουσιακών υποκειμένων που συναντιούνταν προσωρινά υπό την «ηγεμονία» μιας «αντι-Γκρούεφκσι» ρητορικής και προτάγματος καθώς σε αυτόν(και την πολιτική του) καταλογίζονται το σύνολο των αντινομιών και των συγκρούσεων μεταξύ τους. Αυτό έτσι γέννησε μια πολύ ιδιαίτερη κοινωνική συμμαχία και έναν  εθνικιστικό «αντιρασισμό» που είναι μετέωρος, δεν είναι ούτε κλασσικός εθνικισμός ούτε αντιρατσισμός. Αντιθέτως είναι και αυτός μια «συνάντηση» ετερόκλητων υποκειμένων που αν δεν πάνε ένα βήμα παραπέρα ως προς την κατάργηση του διαχωρισμού τους, θα γίνει εμφανές ότι το «αίτημα για παραίτηση» και αλλαγή κυβέρνησης δεν θα είναι αρκετό να τους κρατήσει ενωμένους. Όπως έγινε και στην Βουλγαρία, στην Ουκρανία και στην Ελλάδα, το «μέτωπο» θα σπάσει σε μεταξύ τους ανταγωνιστικές ομάδες που θέλουν να ενταχθούν στο κράτος και στη συσσώρευση. Η διαιρετική βάση πάνω στην οποία θα προκύψουν αυτοί οι ανταγωνισμοί είναι αδύνατο να προβλεφθεί. Η διαδικασία αφενός δεν έχει ολοκληρωθεί, αφετέρου η εθνικιστική ένταση-ακόμα και με τον αντιφατικό τρόπο που εξηγήσαμε- παραμένει χαμηλή.

Μπορεί οι αλβανοί με τους μακεδόνες να μην συγκρούονταν [5] όμως το έντονο πατριωτικό αίσθημα της «ανάστασης της χώρας» ήταν κυρίαρχο. Οι μακεδονικές σημαίες κυμάτιζαν περήφανα, μαζί με τις αλβανικές. Άνθρωποι τυλιγμένοι σε εθνικές σημαίες πηγαινοέρχονταν παντού, φορούσαν μπλούζες ή μεταγιόν με τις σημαίες τους. Η πορεία τραγουδούσε σύσσωμη τον εθνικό ύμνο-με μερικές εξαιρέσεις από την αριστερά-ενώ οι αλβανοί φαίνονταν αδιάφοροι για όλα αυτά, τυλιγμένοι στην αλβανική σημαία. Να τονιστεί εδώ ότι οι αλβανικές και μακεδονικές σημαίες που ήταν ενωμένες ήταν όντως πολλές αλλά βρίσκονταν κυρίως στα μπροστά της πορείας μεταξύ των φοιτητών και της «νεολαίας» που έτσι-όπως ισχυρίζονταν οι ίδιοι- ήθελαν να δείξουν οτι σε αυτόν τον αγώνα για πολιτικά δικαιώματα «είμαστε όλοι ενωμένοι». Έτσι δημιουργήθηκε μια «γεωγραφία των υποκειμένων» μέσα στην πλατεία βάσει της εγγύτητας των ετερόκλητων σχέσεων που όριζαν τον καθένα και βάσει της άνεσης που ένοιωθε για αυτό. Στο μπροστινό μέρος ήταν κυρίως μακεδόνες μέλη της αξιωματικής αντιπολίτευσης μαζί με την πιο «κοσμοπολίτικη» νεολαία(αλβανών και μακεδόνων) των συνελεύσεων φοιτητών και μαθητών. Δίπλα τους είχαν μαζευτεί πρωτοβουλίες LGBT και Ρομά. Όσο κανείς προχωρούσε προς τα πίσω το εθνικό και συντηρητικό συναίσθημα ανέβαινε αισθητά τόσο στους μακεδόνες όσο και στους αλβανούς. Η κύρια υποκειμενοποίηση προς τα πίσω ήταν η εθνική, με σημαίες, μπλούζες κτλ. Ακόμα και οι ομάδες έπαυαν να είναι μικτές αλλά αποκτούσαν «καθαρό» χαρακτήρα. Ήταν εμφανές ότι όσοι βρίσκονταν εκεί είχαν έρθει «ενάντια στο Γκρούεφκσι» και μόνο σε αυτό, και δεν είχαν καμία όρεξη-σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- να συνυπάρξουν με «γύφτους κι τους γκέι»πέρα από τον άμεσο πολιτικό στόχο. Κυρίως μεταξύ των Αλβανών ήταν άτομα εμφανώς εθνικιστές ή τουλάχιστον «υπερπατριώτες». Ο καθένας είχε έρθει για να πάρει το δικό του κομμάτι από την αστική δημοκρατία. Σε όλα αυτά ενδιαφέρουσα είναι η θέση της αριστεράς που θα εξεταστεί συνοπτικά παρακάτω.

18 Μαΐου, οι φιλοκυβερνητικές πορείες.

Η συντριπτική πλειοψηφία των φιλοκυβερνητικών πορειών ήταν εργάτες από τα περίχωρα των Σκοπίων, από την Μακεδονική επαρχία και από το δημόσιο τομέα. Οι πορείες προς υποστήριξη της κυβέρνησης συγκέντρωσαν εξίσου μεγάλο πλήθος (περί τα 30000 άτομα). Εδώ ο εθνικιστικός μακεδονικός τόνος ήταν πιο ξεκάθαρος. Η σύμπλευση με το κράτος δεδομένη και εμφανής. Οι επικλήσεις στη Μακεδονία, στο ένδοξο παρελθόν, στην «καθαρότητα των μακεδόνων που είναι οι πρώτοι άνθρωποι στη γη, στην ορθοδοξία» κτλ ήταν κυρίαρχες. Οι «εχθροί» του έθνους- αντιπολίτευση- είναι  προδότες που θέλουν να «πουλήσουν την χώρα στην Ελλάδα, τους Βούλγαρους και την ΕΕ». Στη συγκεκριμένη πορεία, που διοργανώθηκε μπροστά από την Βουλή(μπροστά από κτήριο της κυβέρνησης παραμένουν αντι-κυβερνητικοί διαδηλωτές). H κεντρική ομιλία του Γκρούεφσκι στη συγκέντρωση είχε πολεμικό χαρακτήρα: «Καμία υποχώρηση στους εχθρούς της πατρίδας, Μακεδονία ενωμένη, Μακεδονία δυνατή, ο ήλιος της Μακεδονίας θα λάμψει!». Η ομιλία του, όπως και υπόλοιπων ομιλητών ήταν σε αυτά τα πλαίσια. Από κάτω οι σημαίες ήταν αυστηρά μακεδονικές, σημαίες της Βεργίνας και κυρίως άπειρες σημαίες σημαίες της εθνικιστικής οργάνωσης ВМРО(από την οποία υποτίθεται αντλεί τη παράδοση του και το σημερινό κυβερνών κόμμα), που πρωτοστάτησε στη συγκρότηση του σύγχρονου Βουλγαρικού και Μακεδονικού έθνους κράτους. Η οργάνωση αυτή συνεργάστηκε στη Μακεδονία με τους Κροάτες εθνικιστές στα χρόνια του ΒΠΠ για να «αντισταθεί στους Σέρβους». Πέρα από αυτό, σταυροί, σημαίες του Βυζαντίου. Στις πορείες αυτές εμφανίστηκε μια έντονη θετική διάθεση προς τη Ρωσία, η οποία δεν έχει να κάνει τόσο με υλικές σχέσεις αλλά με την έντονη «αντι-ΕΕ» ρητορική και θέση των οπαδών του κυβερνώντος κόμματος, και στο γεγονός ότι η Ρωσία δήλωσε ότι στηρίζει τη κυβέρνηση και τα αναπτυξιακά προγράμματα που έχουν υπογράψει. Εδώ αρθρώθηκε ένας ιδιαίτερος και ετερόκλητος εθνικός λόγος. Η επικλήσεις ενότητας με τη Ρωσία έγιναν στη βάση της «αγάπης για την ορθοδοξία» και γενικά προς το θρησκευτικό αίσθημα, ενώ ταυτόχρονα η κυρίαρχη  εθνική εκδοχή μεταξύ των διαδηλωτών ήταν όχι ο πανσλαβισμός-τουλάχιστον στην καθαρή του μορφή- αλλά η καταγωγή από τον Μ. Αλέξανδρο. Από την άλλη, στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, όσοι προσανατολίζονταν πιο εθνικά ή πατριωτικά, είχαν μια ξεκάθαρη σλαβική εθνική αφήγηση της Μακεδονίας και το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν σαφώς χαμηλότερο τόσο από τους μουσουλμάνους όσο και από τους χριστιανούς.

Οι αντικυβερνητικές και οι φιλοκυβερνητικές πορείες συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με μικρότερη ένταση. 3 υπουργοί και ο αρχηγός της μυστικής αστυνομίας, παραιτήθηκαν. Οι περισσότεροι αντικυβερνητικοί διαδηλωτές ελπίζουν σε μια μεταβατική κυβέρνηση που θα κηρύξει εκλογές.

5. Συμβολισμοί, εθνικισμοί και αριστερά.

Όπως σε όλα τα κινήματα τέτοιου τύπου, κάποιος δεν μπορεί να αφήσει ασχολίαστη τη σημειολογία των κινημάτων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε κίνημα-κυρίως τα ετερόκλητα κινήματα τέτοιου τύπου- διαμορφώνεται ως ετεροκαθορισμός προς ένα καθορισμένο κράτος και τους ιδεολογικούς του χρωματισμούς και μηχανισμούς. Ως προς συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Η χρόνια παραμονή του ακραία εθνικιστικού BMPO στην εξουσία, έδωσε στο κίνημα στη Μακεδονία-τουλάχιστον σε ένα κομμάτι του- «αριστερά και κοσμοπολίτικα» ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η μορφή από το περιεχόμενο των αγώνων διαχωρίζεται έντονα. Παρά τα αριστερά λάβαρα, και την έντονη συμμετοχή αριστερών οργανώσεων-οι οποίες παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις κινητοποιήσεις- το περιεχόμενο των κινητοποιήσεων παραμένει βαθιά αστικό και φιλελεύθερο, και στοχεύει κυρίως σε εκείνο το κομμάτι νομικής ανάδειξης στων αστικών δικαιωμάτων από τον φιλελευθερισμό. Παρόλα αυτά αυτό το περιεχόμενο, εδώ παίρνει τη μορφή «διεκδίκησης στη δημοκρατίας» και των δικαιωμάτων ενάντια στους «εθνικιστές και τους συντηρητικούς του ΒΜΡΟ». Αυτός είναι και ο λόγος που η ηγεμονική αντιγκρούεφσκι ρητορική συνένωσε ένα αντιφατικό πλήθος. Αλβανοί με σημαίες της Αλβανίας, μακεδονικές σημαίες «ανάτασης του έθνους» κτλ. Πέρα από αυτές όμως, τα σφυροδρέπανα, οι σημαίες της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας και τα πορτρέτα του Τσε Γκεβάρα δεν έλειπαν. Οι ίδιοι οι διαδηλωτές φαίνεται να έδιναν σε αυτά ένα αντιφατικό νόημα: σήκωναν αυτές τις σημαίες γιατί ήταν σημαίες που συμβόλιζαν όσους «αγωνίστηκαν για δικαιοσύνη» (ο Τσέ) ή ότι «επί Γιουγκοσλαβίας ήμασταν όλοι ενωμένοι, ο Γκρούεφσκι μας χωρίζει» ή ότι “δεν είμαστε από τον Μ. Αλέξανδρο, είμαστε γιουγκοσλάβοι, ή ότι “ο Γκρούεφκσι είναι φασίστας , οι παρτιζάνοι θα τον σκότωναν”. Ενώ οι αντιφάσεις που υποβόσκουν είναι παρόμοιες, η χρόνια παρουσία μακεδόνων εθνικιστών στην κυβέρνηση της Μακεδονίας μορφοποίησε διαφορετικά το δημόσιο λόγο.

Η στάση της αριστεράς υπήρξε και εδώ, όπως σε όλες τις πλατείες διχασμένη. Οι αναρχικοί τον Σκοπίων δεν θέλησαν να εμπλακούν στη διαδικασία θεωρώντας τη μορφή εθνικής ενότητας και βλέποντας σε αυτή μόνο αστικά αιτήματα. Από την άλλη η αριστερά σχηματίζοντας το μετωπικό σχήμα του «protestirame»(протестираме-διαδηλώνουμε) ουσιαστικά σήκωσε στη πλάτη της το άλλο μισό των πορειών, πέρα από το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. ‘Εχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρόλα αυτά, και όπως ήταν αναμενόμενο προσέκρουσε στον «εσωτερικό τοίχο» κάθε πλατείας, τις αφηρημένες σχέσεις μεταξύ των εκεί υποκειμένων. Έτσι σε μεγάλο βαθμό η αριστερά μεταχειρίζεται τον ίδιο αστικό λόγο με τους υπόλοιπους διαδηλωτές. Αυτό έχει να κάνει με το ότι αφενώς-σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- τους απασχολούν ζητήματα που επιδέχονται παρόμοιες/αστικές λύσεις, από την άλλη θεωρητικές αδυναμίες και πολιτικές αφετηρίες που θέλουν να συγκροτήσουν μέρος του protestirame σε κόμμα, σε «τρίτη δύναμη» οδηγούν την αριστερά σε εισοδισμό εντός των πορειών και τελικά σε μια κριτική προς το ΣΚΜ που διεξάγεται στην ίδια αστική πλατφόρμα. Τέλος οφείλουμε να επαναλάβουμε ότι εδώ σε επίπεδο πολικών ταυτοτήτων, όπως σε όλες τις πλατείες η αριστερά συνυπάρχει με τον εθνικιστικό παράγοντα στις πλατείες, μόνο που αυτός δεν είναι εμφανώς πολιτικά οργανωμένος και είναι περιορισμένος σε κάποιο κομμάτι των αλβανών και τον μακεδόνων διαδηλωτών.

6. Η γεωπολιτική ως σημείο αφαίρεσης από τις πραγματικές αντιφάσεις.

Η Μακεδονία, όπως και όλες οι πλατείες δίνουν σταθερά λαβή για την ανάπτυξη και μόνο γεωπολιτικών αναλύσεων. Ενώ η γεωπολιτική έχει πάντα έναν αδιαμφισβήτητο ρόλο, καθώς αποτελεί σταθερή συνιστώσα του ανταγωνισμού μεταξύ καπιταλιστικών σχηματισμών, δεν αποτελεί σημείο αφετηρίας ούτε απασχολεί κεντρικά το παρόν κείμενο. Η γεωπολιτική αποτελεί την εκδήλωση ταξικών αντιφάσεων και ανταγωνισμών μεταξύ και εντός τον καπιταλιστικών κρατών, που έχουν να κάνουν με την ευρύτερη εξέλιξη της δυναμικής του κεφαλαίου. Η γεωπολιτική από μόνη της είναι ένα πολιτικό και γλωσσικό εργαλείο το οποίο συγκαλύπτει τις πραγματικές αντιθέσεις γιατί δεν ξεδιπλώνει το σύνολο των κοινωνικών και πρακτικών διαδικασιών/κατηγοριών που ως επιμέρους αφαιρέσεις καθορίζουν τελικά (και την) γεωπολιτική ως έκφραση, ως μορφή μιας κάποιας διαλεκτικής ολότητας. Το να μιλάμε για την πολιτική χωρίς να μιλάμε για την αλληλοδιαμόρφωση της ταξικής πάλης δεν οδηγεί πουθενά.

Οι “πλατείες” ως κινήματα αποτελούν κεντρικό μοτίβο και έχουν και οι ίδιες γεωπολιτικό προσανατολισμό. Τα ζητήματα της σύνθεσης κεφαλαίου, της ένωσης των κρατών σε οικονομικές και νομισματικές ενώσεις, με ρητό ή άρρητο τρόπο είναι κεντρικής σημασίας για την αναπαραγωγή του κράτους και μέσω αυτού των αστικών υποκειμένων. Το πρόβλημα είναι το εξής. Όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, η κρίση και η αναδιάρθρωση είναι κοινωνικές διαδικασίες που φέρνουν τα αστικά υποκείμενα σε κρίση με τον εαυτό τους και πυροδοτούν διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα. Οι συμβολισμοί συνεπώς, χάνουν την παλιά τους σημασία και επανανοηματοδοτούνται σε νέα πλαίσια, φέροντας κάτι από τον παλιό τους εαυτό, χωρίς όμως να είναι ο “παλιός τους εαυτός”. Παρόλα αυτά το περιεχόμενο(ως λογική διαπλοκή των αστικών κατηγοριών) των κινημάτων παραμένει το ίδιο αστικό περιεχόμενο της αναδιάρθρωσης όπως παντού. Αυτό το περιεχόμενο δίνει το πραγματικό νόημα στους συμβολισμούς (όπως και σε κατηγορίες όπως  «γεωπολιτική»). Χωρίς αυτή την αφετηρία καμία κατανόηση των διαδικασιών δεν είναι δυνατή. Χωρίς τα εργαλεία της αναδιάρθρωσης, των αντιφάσεων και τη σχετική διάκριση μορφής-περιεχομένου των διαδικασιών, τς ρευστότητας των συμβόλων κτλ δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική κατανόηση. Αλλιώς θα πρέπει πχ σε γεωπολιτικό επίπεδο να πούμε ότι η ΕΕ στηρίζει στη Μακεδονία τους αριστερούς, τους σοσιαλιστές και τους μειονοτικούς αλβανούς εναντίων των εθνικιστών που στηρίζονται από τη Ρωσία σε αντίθεση πχ με την Ουκρανία που υποτίθεται συμβαίνει το “αντίθετο” από τα αντίστοιχα στρατόπεδα. Ουσιαστικά οι ιδεολογικές κατευθύνσεις και οι σημειολογία των κινημάτων είναι αδύνατο να κατανοηθούν σε επίπεδο γεωπολιτικών αφηγήσεων και σχηματισμών που υποτίθεται ότι έχουν σταθερές a priori ιδεολογικές κατευθύνσεις (φασιστική ΕΕ-αντιφιλελεύθερη Ρωσία). Οι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί δεν έχουν ιδεολογία πέρα από τη καπιταλιστική αξιοποίηση, στο επίπεδο της γεωπολιτικής. Αντίθετα παρά τη σταθερή τους λογική, μορφοποιούνται “στο έδαφος” από τις εκεί αντιφάσεις και αντιθέσεις. Συνεπώς αυτό το οποίο έχουμε είναι συνεχείς επανακωδικοποιήσεις και επανανοηματοδοτήσεις των ίδιων αστικών σχέσεων, των ίδιων λογικών κάτω από άλλες σημαίες κάθε φορά. Γιαυτό και πρέπει να στρέψουμε τα βλέμματα μας μακριά από τη γεωπολιτική ως αυτόνομη σφαίρα, η τους απριορισμούς των σημαιών. Πρέπει να δούμε ποιες είναι οι θεμελιακές κατηγορίες του κεφαλαίου και της αξίας και σε πιο σημείο δημιουργούνται ρήξεις με αυτές τις κατηγορίες μέσα στις αντιφάσεις ή στο περιθώριο των κινημάτων των πλατειών. Το κίνημα της Μακεδονίας, ενώ έχει όντως κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά κυρίως ως προς το ζήτημα της εθνοτικής βίας, ουσιαστικά φέρει όλες αυτές τις αντιφάσεις που το κρατούν αστικό, φιλελεύθερο και δημοκρατικό και προς το παρόν δεν παρατηρείται κάποια διαφυγή-έστω και μοριακά- από αυτό.

Υποσημειώσεις.

[1] Αυτό καθίσταται ιδιαίτερα εμφανές στα κινήματα των φοιτητών και των μαθητών των προηγούμεων μηνών. Από τη μια είχαν αιτήματα αναπαραγωγής, όπως τη μη εντατικοποίηση των σπουδών, τη μη επιβολή διδάκτρων. Όμως είχαν και σαν αίτημα τη “σύνδεση του πανεπιστημίου” με την αγορά σε επίπεδο αντικειμένου ή αναγνώρισης πτυχίων. Ισχυρίζονταν ότι “το πανεπιστήμιο δεν τους δίνει τα σωστά εφόδια για την εργασία”. Είναι δεδομένο ότι ο Γκρούεφσκι προωθούσε μια μορφή φιλελευθεροποίησης της κοινωνίας και εντατικοποίησης της ζωής με στόχο συγκεκριμένες ομάδες. Όμως αυτό γινόταν με συγκεκριμένο ρυθμό και προς όφελος μιας συγκεκριμένης μερίδας της αστικής κοινωνίας γενικά(κεφαλαίου και εργατών μαζί δηλαδή). Ο υπόλοιπος πληθυσμός μέσω αυτής της διαδικασίας γινόταν υπερπληθυσμός “πίεσης” ή μετανάστευε στο εξωτερικό ή υπερεντατικοποιούταν. Ουσιαστικά στη Μακεδονία από καμία πλευρά δεν έχουμε μια κριτική του φιλελευθέρου μοντέλου αλλά μια απαίτηση για αντιστροφή της πολικότητας του εντός της κοινωνίας.

[2] Το νομικό καθεστώς των Αλβανών στη Μακεδονία είναι ιδιαίτερο πολύπλοκο. Θεωρητικά είναι αναγνωρισμένη μειονότητα, όμως πλήθος νόμων, διαταγμάτων, κανονισμών και διαχειρίσεων τους καθιστούν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι στις νεαρές ηλικίες των μητροπολιτικών αλβανών, το ποσοστό που απορρίπτει την ένταξη στο Κοσοβο ή την Αλβανία είναι πολύ μεγάλο. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με το γεγονός ότι αυτές οι λύσεις φαίνονται-για μια σειρά από λόγους- εντελώς αποτυχημένες, η ζωή στο Κόσοβο ή την Αλβανία είναι σαφώς χειρότερη από τη Μακεδονία. Ρόλο παίζει επίσης ότι ζουν στο κέντρο των Σκοπίων και όχι σε κάποιο χωριό κοντά στα σύνορα. Τα αιτήματα για “ αλβανική αυτονομία” αν και έχουν πέσει αισθητά, είναι κυρίως δημοφιλέστερα στις μεγαλύτερες ηλικίες. Παρόλα αυτά -ίσως με εξαίρεση κάποιους φοιτητές, δεν έρχονται σε ρήξη με την εθνική ταυτότητα-θέλουν ως αλβανοί να χειραφετηθούν μέσα στη Μακεδονία. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με τον γενικότερο ετεροκαθορισμό και τη μεταχείρηση τους από το Μακεδονικό κράτος .Αυτό τους προσδίδει έναν πολύ αντιφατικό ρόλο στο κίνημα .

[3] Ο κύριος λόγος που το ΒΜΡΟ άλλαξε γεωπολιτικό προσανατολισμό είναι ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει στους διοικητικούς/θεσμικούς μετασχηματισμούς που προβλέπει το ευρωπαϊκό καθεστώς συσσώρευσης χωρίς να χάσει το μεγαλύτερο κομμάτι της βάσης του. Αντίθετα η Ρωσία δεν προέβλεπε καμία διαρθρωτική πολιτική για την ενεργειακή συνεργασία.

[4] Αυτό έγινε ακόμα πιο εμφανές με το περιστατικό στο Κουμάνοβο, όπου οπλισμένα άτομα, από το Κόσοβο ως αποδείχθηκε μετά- εισέβαλαν στη περιοχή και ενεπλάκησαν με τον Μακεδονικό στρατό και την αστυνομία. Ενώ είναι αναμφίβολο ότι ο Γκρούεφκσι χρησιμοποίησε το γεγονός για να αποπροσανατολίσει τα γεγονότα ανεβάζοντας την εθνικιστική ένταση, η δημόσια “αντιπολιτευόμενη, και “αντιρατσιστική” συνομοσιολογία έλεγε ότι ο Γκρούρφκσι ο ίδιος τους πλήρωσε να εισβάλουν και τους έδωσε όπλα, για να “χωρίσει τον κόσμο, όμως πια κανείς δεν πιστεύει τίποτα”. Ο Γκρούεβσκι σίγουρα είδε το γεγονός σαν ευκαιρία και μάλλον εσκεμμένα έστειλε ανεκπαίδευτους αστυνομικούς να αναμετρηθούν μαζί τους για να υπάρξουν θύματα. Παρόλα αυτά είναι αμφίβολο ότι κάτι οργανώθηκε από τον Γκρούεφσκι, ότι δηλαδή πλήρωσε 14 πρακτικά μελλοθάνατους να εισβάλουν στη χώρα του. Μάλλον-αν δούμε και ποιοι ήταν τα θύματα- πρόκειται για ευκαιρία εθνικιστικών κύκλων από το Κόσοβο, με την υποστήριξη ή όχι τρίτων μερών- που είδαν την αποδυνάμωση της χώρας σαν ευκαιρία για επαναφορά της σύρραξης του 2001. Παρόλα αυτά κανένας δεν αντέδρασε στο γεγονός “κλασικά” εθνικιστικά.

[5] Οι ομιλίες της πορείας και της συγκέντρωσης ήταν στα Μακεδονίτικα, στα Αλβανικά και στα Τούρκικα. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δύο συγκεντρώσεις είχαν έντονο εθνικό χαρακτήρα. Η αντιπολιτευτική ήταν πατριωτική, και αναπαρήγαγε-προσεκτικά πάντα σε συνδυασμό με εκκλήσεις για ενότητα- την σλαβική εθνική ιδέα και τον Γιουγκοσλαβισμό(ως την εθνική-κρατική ιδέα που τα εγκολπώνει όλα). Αντίθετα οι κυβερνητικές είχαν πιο φονταμενταλιστικό χαρακτήρα που κυρίως απευθυνόταν στον “μακεδονισμό” του Μ.Αλεξάνδρου και στη χριστιανοσύνη ως εθνικές αφηγήσεις. Εδώ να τονίζουμε ότι η έννοια του “γιουγκοσλαβισμού”(δηλαδή της ενότητας των “νότιων σλάβων) προϋπήρχε κατά πολύ της ενωμένης σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, μέσα στους βαλκανικούς εθνικισμούς. Σήμερα το σημαίνον της γιουκοσλαβίας είναι φορτισμένο με ένα σύνολο αντιφατικών διηγήσεων. Ανά περιόδους απέκτησε ανατρεπτικό περιεχόμενο και νοηματοδοτήθηκε αντι-εθνικιστικά, ενώ σε άλλες περιόδους υπήρξε μια ιδιαίτερη μορφή,αλλά πολύ σταθερή του εθνικισμού του Γιουκοσλάβικού κράτους. Αυτός ο εθνικισμός δεν ήταν ένας εθνικισμός όπως ο σύγχρονος μακεδονικός αλλά αυτός που πρότασσε την ενσωμάτωση όλων των αναγνωρισμένων(από ποιόν άραγε;) εθνοτήτων κάτω από την ηγεμονία ενός κράτους. Γιαυτό και η χρήση του είναι αμφίλογη .

macedonia-protests

Από τις πορείες του εθνικιστικού κυβερνώντος κόμματος στις 18 Μάη. Οι μαυροκόκκινες είναι οι παραδοσιακές σημαίες του βουλγάρικου και μακεδονικού εθνικισμούA38CC98A-2915-4697-B646-B200EBB29150_mw1024_s_nmkd-181306CFUTN5kWAAAaDiv_resized-1050x600AFP

11125388_10153299570184637_509432024_n

Από τις αντικυβερνητικές πορείες της 17 Μαΐουakademik-251IMG_8660-870x580IMG_7903-870x580IMG_85301-870x580maxresdefaultmkd-192537

CFT_GQBW0AEOcv_

Το βράδυ οι αντικυβερνητικοί διαδηλωτές κατασκήνωσαν έξω από το κτήριο της κυβέρνησης. Μεταξύ αυτών και βουλευτές του ΣΚΜ

    

Συζήτηση

3 σκέψεις σχετικά με το “Η μελαγχολική επανάσταση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας

  1. Η μελαγχολικη αντεπανασταση του τροπου, που (δεν) αντιλαμβανεσαι τι γινεται γυρω σου (στην ζωη την ιδια), ειναι πραγματικα θλιβερη. Σου ευχομαι καλη τυχη. Θα την χρειαστεις πολυ, στην ευχομαι ειλικρινα, αν και δεν πιστευω πως οι πιθανοτητες ειναι μαζι σου.

    Posted by Γιαλαμας Ισαακ | 4 Δεκεμβρίου, 2015, 15:58
    • σχόλια σα τα δικα σου, γεμάτα αφέλεια, έπαρση αλλά και με μηδενικό περιεχόμενο επί της ουσίας είναι η μεγαλύτερη κολακεία που μπορεί κάποιος/α να μου κάνει, γιατί δείχνουν οτι αν και δν εχεις τιποτα να πεις, μπήκες στο κόπο να εκφράσεις(έμμεσα) το πόσο πολύ ταράχτηκε η άγνοια σου. Να σε καλά. Φιλιά.

      Posted by zeolas | 5 Δεκεμβρίου, 2015, 16:22

Trackbacks/Pingbacks

  1. Παράθεμα: Η μελαγχολική επανάσταση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας | grassrootreuter - 16 Ιουνίου, 2015

Σχολιάστε

Αρχείο