//
you're reading...
Αναλύσεις

Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους.

jump-screen-new

Danijel Zezelj- the bird

Το κείμενο γράφτηκε τα Χριστούγεννα του 2014, και παρέμεινε αδημοσίευτο λόγω δέσμευσης του στο νέο τεύχος των σημειώσεων της στέπας#4. Δημοσιοποιείται τώρα ελαφρώς επικαιροποιημένο ως μια επισκόπηση των γεγονότων και θέσεων 1,5 χρόνο μετά.

Η Ουκρανία εξελίσσεται σε ένα μεγάλο ζήτημα, με πολλές πολιτικές προεκτάσεις για την αριστερά, τον αντιφασισμό, αλλά και τη διεθνή πολιτική σκηνή. Όπως είπαμε πολλές φορές, το ουκρανικό ζήτημα έθεσε επί τάπητος πολλά ζητήματα. Τα ζητήματα αυτά ξεκινούν από θεωρητικά ζητήματα, επεκτείνονται σε «πολιτικά» και προφανώς σε τελική ανάλυση αποτελούν ζητήματα θέσεων μέσα στα ιστορικά γεγονότα. Πάμε όμως να τα πιάσουμε από την αρχή

Περιεχόμενα

Η ρευστοποίηση της εργατικής ταυτότητας, κράτος και το background της κρίσης

Το ζήτημα της σύνθεσης των κινημάτων και των κοινωνικών συμβολισμών. Μια σύντομη επισκόπηση

Είναι οι Λαϊκές δημοκρατίες «φασιστικές»; Μια κριτική στη ρωσική αριστερά και ένα σχόλιο για τα «gender politics»

Ταραχές. Τι δείχνει η Ουκρανία

Η ταξική πάλη ως αυθόρμητος αντιμιλιταρισμός: πέρα από το δίπολο «αντιφασισμού-φασισμού».

1.Η ρευστοποίηση της εργατικής ταυτότητας, κράτος και το background της κρίσης.

Η δημοκρατική εθνική (εθνικιστική προφανώς) εξέγερση της Ουκρανίας τον περασμένο Δεκέμβριο έθεσε ζητήματα θεωρίας του κράτους, ιμπεριαλισμού/αντιιμπεριαλισμού ως πολιτικής θέσης και ιδεολογίας. Αρχικά ως προς το ζήτημα του κράτους(και της εξουσίας γενικότερα ίσως στην εποχή μας) είναι καιρός να αποδεχτούμε τα άμεσα επακόλουθα της ρευστοποίησης της εργατικής ταυτότητας ως επαναστατικού συλλογικού υποκειμένου τις τελευταίες 3 δεκαετίες. Αυτή η διαδικασία όλο και βαθαίνει αντί να επιλύεται. Σε αυτό έπαιξε ρόλο τόσο η νέα ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού που αναπαριστούσε την εργασία ως αρνητική κατηγορία και  κατάσταση αλλά και η γενική αποτυχία της ίδιας της εργατικής ταυτότητας ως προορισμού χειραφέτησης. Στην ανατολική Ευρώπη, η εργατική ταυτότητα βιώθηκε ως εξαναγκασμός από το κράτος, και ως αδιέξοδο χειραφέτησης: το «εργατικό» και «αντιφασιστικό» κράτος της ΕΣΣΔ, το απόλυτο στάδιο του λενινισμού για την μετάβαση στο κομμουνισμό και την «απονέκρωση του κράτους» έγινε τελικά το απόλυτο όριο και εμπόδιο προς τα εκεί. Το εργατικό κράτος με την κατάφαση στην εργατική ταυτότητα(και άρα την προϋπόθεση ύπαρξης ενός κεφαλαίου εντός του οποίου να υπάρχει η εργατική τάξη, ακόμα και κρατικού) και την υποχρεωτική επιβολή της, από ένα σημείο και μετά, οδήγησε στο αντίθετο αποτέλεσμα με την κατάρρευση του στην (θεωρητική και νομική) απελευθέρωση του αστικού υποκειμένου από την αναγκαστική εργατική ταυτότητα που του είχε επιβληθεί. Γιαυτό και παρά το τεράστιο σοκ της απώλειας μισθών και συντάξεων, το 1991 βιώθηκε στην ανατολική Ευρώπη ως μια διαδικασία δύο κατευθύνσεων: από τη μία πείνα και καταστροφή, από την άλλη επανακεφαλαιοποίηση, ανασυγκρότηση, απελευθέρωση από τους προηγούμενους περιορισμούς και πλήρωση όλων των πιθανών αστικών ρόλων: πλέον κανένας δεν θα ήταν αναγκασμένος να γίνει αποκλειστικά εργάτης, θα μπορούσε να γίνει (θεωρητικά πάντα) τα «πάντα«. Ο ανταγωνισμός, το «άτομο» κτλ, άμεσα χαρακτηριστικά της χρηματικής κυκλοφορίας, πλέον βρήκαν από το 1991 και μετά την ολοκλήρωση τους. Αυτή η διαδικασία-που εκφράστηκε στην ανατολική Ευρώπη ως ο γνωστός «νεοφιλελεύθερος νεοπλουτισμός» και συντηρητισμός εντάθηκε σίγουρα από κομβικές αλλαγές στη παραγωγή και την οργάνωση του κεφαλαίου: επισφάλεια στην εργασία, επισφάλεια στο ίδιο το ανατολικοευρωπαϊκό κεφάλαιο λόγω χαμηλής ανταγωνιστικότητας, και ταυτόχρονα πρόσδεση των εργαζομένων στο κεφάλαιο σε συνθήκες υψηλού ανταγωνισμού μεταξύ τους(λόγω του χαμηλού επίπεδου ζωής και μεγάλου «εφεδρικού στρατού») και μεταξύ των κεφαλαίων τους, όλα σίγουρα βάθυναν στην κατάσταση της απουσίας της εργατικής ταυτότητας περαιτέρω. Ταυτόχρονα η συνεχόμενη κρίση από το 90 και μετά αυτών των χωρών, και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου που παρατηρείται από τότε, άρχισε να αφήνει όλο και πιο πολλούς δυσαρεστημένους, κυρίως αυτούς- τους νεότερους- που δεν θέλουν να γίνουν ξανά εργάτες χαμηλόμισθοι, αλλά να έχουν μια «άλλη ζωή», την ζωή της μεσαίας «αυτοδημιούργητης τάξης», που βιώνει μια «αστική ελευθερία»,  κτλ. Πολλοί από αυτούς και αυτές έφευγαν στην Δυτική Ευρώπη για να βρουν αυτό το «μέλλον». Εκεί κατέληγαν υποτιμημένοι εργάτες, πορνεία, κτλ. Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και της Ουκρανίας.

Με μια μόνο διαφορά, η Ουκρανία είχε σημαντικά προβλήματα στα πλαίσια της στροφής της στην οικονομία της αγοράς. Οι παραπάνω παράγοντες δεν ήταν ομοιογενώς μοιρασμένοι. Ένα κομμάτι του πληθυσμού(μεταξύ αυτών και οι νέοι των δυτικών περιοχών) απασχολούταν στις κερδοφόρες αγροτικές επιχειρήσεις, στον μικρό βιομηχανικό τομέα της δυτικής Ουκρανίας και στις υπηρεσίες. Αυτός ο οικονομικός κύκλος είχε κυρίως δεσμούς(εξαγωγικούς κτλ) με την Δύση και γενικά προσέβλεπε σε μια φιλελευθεροποίηση και «απελευθέρωση» της αγοράς. Ο κόσμος μέσα του έλπιζε το ίδιο για τους λόγους που είπαμε παραπάνω: η απελευθέρωση του αστικού υποκειμένου. Από την άλλη η ανατολική Ουκρανία και η Κριμαία, κατοικημένη κυρίως από Ρώσους, απασχολούταν σε επιχειρήσεις χαμηλής ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας που συμμετείχαν στον ρωσικό οικονομικό κύκλο. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου στα ανατολικά, για να μπορεί να λειτουργήσει απαιτούσε επιδοτήσεις για να μπορούν τα προϊόντα να πουλιούνται φθηνά στη Ρωσία. Πολλά από τα ανατολικά εργοστάσια δεν ήταν κερδοφόρα σε επαρκές επίπεδο. Οι επιδοτήσεις αυτές έρχονταν (και) από υπερφορολόγηση της Δυτικής Ουκρανίας. Η βασική αυτή σχάση της ουκρανικής κοινωνίας βάσει της οργάνωσης του κεφαλαίου, και η πρόσδεση των προλετάριων στην έννοια του κεφαλαίου για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, οδήγησε στη συγκρότηση στην Ουκρανία δύο αντίπαλων και αλληλοαποκλειώμενων κοινωνικών και οικονομικών στρατοπέδων τα οποία όμως έμοιαζαν πολύ στη εσωτερική τους λογική και σύνθεση. Οι προλετάριοι και από τις δύο πλευρές προσκολλημένοι στα κεφάλαια τους, ή αιτούμενοι μια τέτοια πρόσδεση (πχ οι άνεργοι της δυτικής Ουκρανίας που ήταν αισθητά περισσότεροι από αυτούς της ανατολικής Ουκρανίας ήθελαν και πίστευαν σε άνοιγμα των συνόρων και ξένες άμεσες επενδύσεις). Αυτή ήταν συνεπώς η αντίφαση του Ουκρανικού κράτους το οποίο αδυνατούσε να λειτουργήσει-παρά την όποια «σχετική αυτονομία του»-ως συλλογικός καπιταλιστής. Η οργάνωση της συσσώρευσης στην Ουκρανία ήταν προβληματική και οι αντιφάσεις βάθαιναν. Συνεπώς η συμβίωση εντός του ίδιου κοινωνικού σχηματισμού, του ίδιου έθνους κράτους, ήταν προβληματική.

Η διεθνής οικονομική κρίση και η διαδικασία περιφερειοποίησης (σχηματισμού ευρύτερων οικονομικών συσσωματώσεων ) από την ΕΕ και τη Ρωσία αντίστοιχα βάθυναν αυτή την αντίφαση του Ουκρανικού κράτους. Και αυτό γιατί η περιφερειοποίηση και η κρίση σημαίνουν «άνοιγμα» των συνόρων σε μια περιφέρεια συσσώρευσης και ανταγωνισμού, με συγκεκριμένα επίπεδα ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, ρυθμών ανάπτυξης κτλ, είναι η αμοιβαία έλξη κεφαλαίων βάσει της συμμετοχής τους σε έναν ευρύτερο σχηματισμό, για να αποδώσουν μεγαλύτερους ρυθμούς συσσώρευσης λόγω μεγαλύτερης έκθεσης στον ανταγωνισμό και την κινητικότητα του κεφαλαίου. Πέρα από περαιτέρω συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και βάθεμα των κοινωνικών αντιθέσεων, αυτό σήμαινε και ανεπανόρθωτες αλλαγές της ουκρανικής διάρθρωσης του κεφαλαίου και συνεπώς γενική αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό ειδώθηκε ως πιθανότητα(και δυνατότητα) ότι κάποιο από τα δυο μέρη του πληθυσμού και των «κοινωνικών πλευρών» θα επιβαρύνονταν περισσότερο ανάλογα με την επιλογή που θα γινόταν. Έτσι η επιλογή σε ποιανού τη περιφέρεια θα ενταχθεί η Ουκρανία, πήρε τα χαρακτηριστικά της εσωτερικής σύγκρουσης. Κάθε πλευρά προσπαθούσε να κερδίσει τον έλεγχο του κράτους ώστε να εντάξει μέσω της ανάλογης πολιτικής τη χώρα στην ανάλογη περιφέρεια. Όταν όμως- για προφανείς και ουσιαστικούς  λόγους στα πλαίσια των αντιφάσεων της Ουκρανίας- ο ουσιαστικά φιλορώσος Γιανούκοβιτς με εκλογική βάση- αλλά και επιχειρηματικά συμφέροντα να τον στηρίζουν- στα ανατολικά της χώρας αρνήθηκε τη συνεργασία με την ΕΕ, έγινε το Μαϊντάν, και η αντίφαση πλέον του ουκρανικού κράτους άρχισε να στροβιλίζεται εκτός έλεγχου. Σύντομα γεννήθηκε και το αντι-Μαϊντάν, το αντίθετο αλλά παρόμοιο κίνημα των κατοίκων των νοτιοανατολικών περιοχών, το οποίο μεγεθύνθηκε μετά το Φεβρουάριο του 2014 και την οριστική ανατροπή Γιανούκοβιτς.

Το Μαϊντάν ουσιαστικά ήταν η έκρηξη των κοινωνικών αντιφάσεων της Ουκρανίας, και ήταν η «από τα κάτω» συγκρουσιακή επίλυση της αντίφασης του Ουκρανικού κράτους. Αποτέλεσε την έκρηξη των αντιφάσεων όλων των πλατειών. Υπό αυτή την έννοια ήταν ο αστικός «εξορθολογισμός» του κράτους από τα ίδια τα υποκείμενα. Και φυσικά σε τελική ανάλυση εξορθολογισμός του έθνους κράτους από τα ίδια τα υποκείμενα, παρά τις όποιες αστικές αυταπάτες τους, σημαίνει περαιτέρω διαχωρισμοί, πολιτικές πειθάρχησης, βάθεμα των καπιταλιστικών σχέσεων κτλ. Ο εξορθολογισμός του κράτους εκεί, και η ενότητα των αστικών υποκειμένων στις Ουκρανικές πλατείες, το γεγονός ότι στο δρόμο κατέβαιναν μαζί, εργάτες και αφεντικά, «δημοκράτες και φασίστες» κτλ μας δείχνει ότι παρά τα βαθιά αντιδραστικά χαρακτηριστικά και των δύο πλευρών καμιά πλευρά δεν αποτέλεσε φασιστική εξέγερση, γιατί καμία πλευρά δεν αποτελούσε πειθάρχηση άμεσα (μιας) της εργατικής τάξης, υπό την έννοια ότι δεν υπήρχε εξ αρχής εργατικό απείθαρχο η επαναστατικό υποκείμενο και άρνηση της αστικής δημοκρατίας ως γενικότερης μορφής οργάνωσης της κοινωνίας για να υπάρξει «φασιστικό φαινόμενο» με τους όρους του 30 και του 40 δηλαδή με την κατάργηση της δημοκρατικής μορφής του κράτους. Αντίθετα η Ουκρανική εθνική αναδιάρθρωση και η προφανής επακόλουθη ραγδαία άνοδος του εθνικισμού σε όλες της πλευρές, πραγματοποιείται εντός της αστικοδημοκρατικής μορφής ακριβώς λόγω αυτής της απουσίας. Οι κοινωνικές σχέσεις, ατομικές και ιδιωτικές σε σχέση με το κεφάλαιο, ενώ προϋποθέτουν ένα σκληρό και αυστηρό κράτος (πρότυπο αυτού αποτελεί τόσο η Ουκρανία όσο και οι ανατολικές «λαϊκές δημοκρατίες», ουσιαστικά είναι το πρότυπο του αυστηρού νέο-φιλελευθερου ανταγωνιστικού κράτους) για να οργανώνει τη συσσώρευση και τις αποκλίσεις από αυτή, δεν αλλάζει ουσιωδώς μορφή, αλλά παραμένει ένα κράτος ποιμενικό, σε ατομική σχέση με τον ιδιώτη, δηλαδή αστικο-δημοκρατικό. Οι φασίστες συνεπώς υπάγονται στο αστικοδημοκρατικό φαινόμενο. Η δημοκρατία γίνεται κενό σημαίνον, μπορεί να πάρει οποιοδήποτε περιεχόμενο. Προφανώς και εθνικιστικό. Η δημοκρατική μορφή του κράτους είναι η μορφή των κοινωνικών σχέσεων όσων συμμετέχουν στην κοινότητα του κεφαλαίου, και ταυτόχρονα είναι το νομικό όριο όσων αποκλείονται (ή νομίζουν ότι αποκλείονται) από αυτή ως υπερπληθυσμός. Γιαυτό τα σημερινά κινήματα παντού αποζητούν βάθεμα και επέκταση της δημοκρατίας, την εγκαλούν ως μη αρκετή, ενω αυτοί που βρίσκονται εντός της και την βλέπουν να διαταράσσεται από τους εκάστοτε αποκλεισμένους, καταγγέλλουν τα κινήματα ως αντιδημοκρατικά. Αυτό που ποικίλει ανά περίπτωση είναι η αιτία στην οποία αποδίδουν τον αποκλεισμό τους. Για τους κατοίκους της Ουκρανίας θα εξηγηθεί παρακάτω πως αρθρώθηκε αυτός ο αποκλεισμός.

Δεν είναι τυχαίο ότι πλέον τα κινήματα παντού στην Ευρώπη, δεν καταστέλλονται με το φασισμό, αλλά καταγγέλονται ως φασιστικά, ως δύο άκρα που συναντιούνται, καταστέλλονται στο όνομα της Δημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο επίσης και που όσοι συμμετέχουν στα κινήματα εγκαλούν τον αντίπαλο τους ως «μη δημοκράτη», κάτι ιδιαίτερα έντονο τόσο στην Ουκρανία όσο και πχ στην Ελλάδα. Ένα ζήτημα που έθεσε η Ουκρανία λοιπόν, το πιο κεντρικό ίσως, είναι «ήρθε η ώρα να ξεφύγουμε από την αντι-ΕΕ και γενικά αντιιμπεριαλιστική θέση, να ξεφύγουμε από την μονόπλευρη αντιφασιστική ρητορεία και να μιλήσουμε για την δημοκρατία, το έθνος και τον πόλεμο ως μορφές του κεφαλαίου, που δεν διαχωρίζονται ουσιωδώς από το φασισμό»

2.Το ζήτημα της σύνθεσης των κινημάτων και των κοινωνικών συμβολισμών. Μια σύντομη επισκόπηση.

Η αναδιάρθρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου προφανώς επηρεάζουν ένα πλήθος κοινωνικών ομάδων. Αυτή η αναδιάρθρωση, στην οποία παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η όλο και η σημαντικότερη χρηματοπιστωτική πλευρά του κεφαλαίου είναι η ολότητα, η παγκόσμια μορφή και δυναμική του κεφαλαίου η οποία είναι οργανωμένη σε επιμέρους κοινωνικά κεφάλαια και κράτη. Η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου σε κάθε χώρα αρχικά εξαρθρώνει ένα πλήθος κοινωνικών ομάδων και των τρόπων που αυτές διαμεσολαβούν και αλληλοπαράγουν η μία την άλλη. Αν αυτό συνδυαστεί με τις συνθήκες απουσίας της εργατικής τάξης ως κεντρικό υποκείμενο, το γεγονός ότι η αναδιάρθρωση φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με τις «αφηρημένες» απαιτήσεις του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και της διεθνούς αγοράς[1] και όχι των άμεσων εργοδοτών και το γεγονός ότι βασικός φορές φαίνεται να είναι το κράτος(και η άμεσα βιωμένη πλευρά του, δηλαδή η κυβέρνηση) η εργασία γίνεται αντιληπτή ως μη προνομιακό ή άσχετο πεδίο αντιπαράθεσης για την κρίση. Έτσι τα μεσαία στρώματα, η εργατική τάξη, μικροϊδιοκτήτες και μικροεπιχειρηματίες που πλήττονται ή αναζητούν εν μέσω αναδιάρθρωσης «ευκαιρίες», βγαίνουν από κοινού στο δρόμο να υπερασπιστούν τις κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις που τους ορίζουν. Ενώ ο καθένας έχει διαφορετικό «ταξικό ανήκειν», οι σχέσεις που τους όριζαν ήταν κοινές-σχέσεις κεφαλαίου/εργασίας- και δέχονταν κοινή «επίθεση» από τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Παρόλα αυτά ο διαχωρισμός και η αντίφαση του ουκρανικού κράτους και κοινωνίας σε «ανατολή» και «δύση» όπως εξηγήθηκε παραπάνω, τελικά γέννησε αντί για μία «πλατεία» δύο ανάλογα κινήματα, όμοια αλλά ταυτόχρονα αντίπαλα, καθώς ο καθένας έβλεπε σαν εκπρόσωπο αυτής της διεθνούς «τάσης» την αντίπαλη «πλευρά». Ταυτόχρονα η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στα πλαίσια των επιταγών του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα ωθεί τα κινήματα στην Ουκρανία αλλά και παντού(όπου εκφράστηκαν ανάλογα κινήματα τύπου πλατείες) να ερμηνεύουνε αυτή τη κρίση ως κρίση αντιπροσώπευσης (έλλειμμα δημοκρατίας) ή/και κρίση του έθνους κράτους απέναντι σε ένα αφηρημένο «διεθνές σύστημα». Η αντίσταση συμπυκνώνεται σε μια εθνική/εθνικοαπελευθερωτική ρητορική και προσωποποιείται στο υποτιθέμενο «χαμηλό εθνικό φρόνημα» των πολιτικών που δεν «ακούνε» τον «λαό». Αυτός είναι και ο λόγος που η αντίφαση λύθηκε (από αμφότερες τις πλευρές) ως προς το κράτος, όχι ενάντια στο κράτος από τα αστικά υποκείμενα που βρίσκονταν σε κρίση (φόβος απώλειας κεφαλαίων, αναδιάρθρωση, συγκεντροποίηση, μείωση ευκαιριών κτλ). Η κρίση όμως δεν είναι απλά μια καπιταλιστική δυσλειτουργία αλλά αποτελεί επίλυση του εαυτού της . Τα έθνη-κράτη υπάρχουν μόνο στα πλαίσια της διεθνούς οργάνωσης του ΚΤΠ[2]. Στα πλαίσια αυτά τα κινήματα του Μαϊντάν και του ΑντιΜαϊντάν ήταν κινήματα που προσπαθούσαν από τα κάτω να λύσουν την κεντρική αντίφαση του Ουκρανικού κράτους που οξύνονταν στα πλαίσια της ευρύτερης δυναμικής.. Γιαυτό και τα δύο απέκτησαν παρόμοια σύνθεση: εργάτες, φοιτητές, ακροδεξιοί, στρατιωτικοί, μπάτσοι και σταλινικοί, δημιούργησαν ένα μείγμα ιδεολογιών και κοινωνικών κατηγοριών όλου του φάσματος,με μια σαφή ηγεμονία του πατριωτικού λόγου και της δεξιάς. Και αυτό  έγινε τόσο λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της κρίσης αλλά και λόγω των ιδιαιτεροτήτων του Ουκρανικού κράτους τόσο ιδεολογικά όσο και υλικά/κοινωνικά. Αυτή ήταν η αίτια του ελλείμματος δημοκρατίας για τους ουκρανούς.

Το Ουκρανικό κράτος είχε πάρει τη μορφή του «ολιγαρχικού κράτους» σύμφωνα με την ανατολικοευρωπαϊκή ορολογία. Αυτό σημαίνει ότι κύκλοι επιχειρηματιών επηρέαζαν άμεσα τη πολιτική ζωή ή συμμετείχαν σε αυτή και δημιουργούσαν ευρύτατες υλικές βάσεις υποστήριξης στις περιοχές που δραστηριοποιούνταν. Το κράτος έπαιρνε τη μορφή πεδίου αντιπαράθεσης όλο και πιο ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων που συμπυκνωνόταν σε έναν διαχωρισμό ανατολής και δύσης στη χώρα. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης, διαπερνούσε συνολικά το κράτος μέχρι τον πυρήνα του: την αστυνομία, και αυτό είναι που έδωσε τη τελευταία αλλά πιο καθοριστική πινελιά στο Μαϊντάν και το αντιΜαϊντάν. Η χρόνια ενσωμάτωση φιλορώσων ακροδεξιών στα σώματα ασφαλείας από τα ανατολικά, από την κυβέρνηση Γιανούκοβιτς για να δημιουργήσει μια όλο και πιο πιστή σε αυτόν αστυνομία, συνεπάγονταν και τον αποκλεισμό σε μεγάλο βαθμό από τα σώματα αυτά, των ακροδεξιών και πρώην στρατιωτικών από τη Δυτική Ουκρανία. Έτσι με την πτώση Γιανούκοβιτς οι πρώην μπάτσοι Μπερκρούτ συμμετείχαν μαζικά στο αντιΜαϊντάν ενώ οι ακροδεξιοί του Δεξιού Τομέα και της NSA στο Μαϊντάν, καθώς επίσης ήθελαν να ρίξουν τον Γιανούκοβιτς για να μπουν στα σώματα ασφαλείας(και το κατάφεραν). Ταυτόχρονα ο φιλορωσικός χαρακτήρας της κυβέρνησης και η πρόθεση της να συμμετάσχει στην «ρωσική περιφέρεια» και η εγκόλπωση της σοβιετικής κρατικιστικής κληρονομιάς από τη Ρωσία και τις φιλορωσικές κυβερνήσεις της Ουκρανίας ως «ιστορικά χαρακτηριστικά» του «ρωσικού έθνους» δημιούργησε ένα double effect στη πολιτική και κοινωνική ζωή: η Ρωσία ταυτίζονταν με τον ιστορικό «κομμουνισμό» τόσο στα μάτια των Ουκρανών όσο και στα μάτια των Ρώσων και των εθνικών τους ιδεών. Έτσι ο φιλοουκρανικός πατριωτισμός και εθνικισμός βρέθηκε πολύ κοντά και συνδυάστηκε εύκολα με τον αντι-κομμουνιστική ρητορεία και την ιδεολογική στράτευση με  την ΕΕ. Αντίστροφα αλλά ανάλογα, η φιλορωσική πλευρά του αντιΜαϊντάν εσωτερικά δημιούργησε ένα μείγμα κλασσικής ρωσικής ακροδεξιάς, σταλινισμού, φιλοσοβιετισμού και ρωσικού πατριωτισμού που ως βάση του έχει τον «αντιδυτισκισμό» και το «σταθερό και δυνατό ρωσικό κράτος» το οποίο έγινε πραγματικότητα επί ΕΣΣΔ. Παρόλα αυτά ο κομμουνισμός εδώ, όπως και η «χριστιανοσύνη», το Ουκρανικό φασιστικό αντάρτικο της UPA συγχωνεύονται στο ιστορικό δίπολο «Ανατολή vs Δύση», αφού αυτή είναι η σύγκρουση που παράγεται και τώρα και έτσι βλέπει και το παρελθόν της (δες και φωτό σε [3]). Βέβαια επειδή οι διαδικασίες αυτές είναι αμφότερες διαδικασίες συγκρότησης κρατών, στις νοηματοδοτήσεις και των δύο πλευρών(από το εύρος των ιστορικών σημαινόμενων) υπερέχουν και κυριαρχούν τα κρατηκίστικά και αυταρχικά σημαινόμενα των ιστορικών σημαινόντων: Η UPA, ο «τσάρος» και το «δυνατό κράτος» (και όχι το κράτος παροχών) της ΕΣΣΔ αναδεικνύονται μέσα στα πολλαπλά νοήματα και των δύο πλευρών. Ο κομμουνισμός ως κατάργηση της αξίας και του κράτους δεν υπάρχει πουθενά σε αυτό το εύρος νοημάτων. Κάθε κίνημα πάντα εκφράζεται εντός συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών και ως προς ένα συγκεκριμένο κράτος(και όχι ως προς το «κράτος ή τον «καπιταλισμό» γενικά ως αφαιρέσεις). Έτσι αφού το κράτος τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο είχε τέτοιους χρωματισμούς ήταν αναμενόμενο να εκφραστούν αντίθετα αλλά ανάλογα και αυτά τα κινήματα. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί το ότι το Μαϊντάν σήκωνε της σημαίες της ΕΕ και το αντιΜαϊντάν τις σημαίες της Ρωσίας, του Χριστού και των Σοβιετικών στρατιωτικών μεραρχιών που εισέβαλαν στο 45 στο Βερολίνο(!). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε σύμβολο, κάθε σημαίνων έχει πολλαπλά νοήματα αρθρωμένα πάνω του ιστορικά, και η ιστορική εθνοποιητική διαδικασία είναι μια διαδικασία που αντιστοιχεί επιλεκτικά αυτά τα ιστορικά νοήματα με το παρόν για να κατασκευάσει τις αντίστοιχες εθνικές αφηγήσεις, χρήσιμες και αναγκαίες στα πλαίσια συγκρότησης εθνικών καπιταλιστικών κρατών. Τα σφυροδρέπανα-που πάντα συνυπήρχαν με τις Ρωσικές τρικολόρε- δεν σήμαιναν κομμουνισμό ή αντιφασισμό αλλά αντίθετα ότι σήμαιναν και οι σημαίες της ΕΕ: εγκαλούσαν το κράτος και το κεφάλαιο με σκοπό την ανασύσταση τους, όχι τη καταστροφή τους. Ήταν σημαίες κρατισμού και έθνους, κατασκευής εθνικής ταυτότητας και ιστορικής συνέχειας. Οι συμβολισμοί και οι συλλογικές ταυτότητες είναι ιστορικά και κοινωνικά καθορισμένες και χωρίς μια τέτοια ανάλυση είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τον δημόσιο λόγο και τις συλλογικές ταυτότητες σε αυτή τη σύγκρουση πέρα από την επιφάνεια .

3.Είναι οι Λαϊκές δημοκρατίες «φασιστικές»; Μια κριτική στη ρωσική αριστερά και ένα σχόλιο για τα «gender politics»

«Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι η ελευθερία του κρίνειν μπορεί να κατασταλεί και ότι ειναι δυνατόν οι άνθρωποι να παραμείνουν σε μια τέτοια εξάρτηση ώστε να μην τολμούν να αρθρώσουν ένα λόγο παρά μόνο κατόπιν διαταγής του ανώτατου άρχοντα. Το πρόβλημα είναι ότι και πάλι ο ανώτατος άρχοντας δεν μπορεί ποτέ να είναι βέβαιος ότι δεν θα έχουν σκέψεις διαφορετικές από αυτές που έχει θελήσει«- Spinoza- Θεολογική πραγματεία.

Η δημοκρατία είναι ο καταλληλότερος τρόπος διαχείρισης της αστικής κοινωνίας και του ατόμου. Η ανοιχτότητα της δημόσιας «εξομολόγησης» είναι ο καλύτερος μηχανισμός εσωτερίκευσης της καταστολής. Όποιος πιστεύει ότι οι Λαϊκές δημοκρατίες σε μερικά χρόνια θα γίνουν σκληρές δικτατορίες είναι λάθος. Αντιθέτως θα ακολουθήσουν τη πορεία, λιγότερο ή περισσότερο των Γιουκοσλάβικων κρατών. Υπάρχει μια ευρεία ρητορική στη ρωσική αντιπολιτευόμενη αριστερά ότι οι Λαϊκές δημοκρατίες είναι «φασιστικά» κράτη. Αυτή η άστοχη ρητορική έρχεται να αντιπαρατεθεί στο άλλο άκρο στην εξίσου άστοχη ρητορεία ότι οι λαϊκές δημοκρατίες είναι «λαϊκά» κράτη. Αν και η τελευταία ρητορεία έχει σαφώς υποχωρήσει καθώς καθίσταται σαφές ότι δεν πρόκειται για τέτοια, παρόλα αυτά ο όλος διάλογος διεξάγεται σε κοινό και λάθος έδαφος. Η όλη ρητορική διεξάγεται απο κοινού στη βάση ενός διαχωρισμού της «εξουσίας» και της «μορφής» του κράτους από την «κοινωνία» και τον «λαό του Ντόνμπας» όροι-όχι τυχαία- αρκετά αφηρημένοι. Αυτοί οι αφηρημένοι όροι χρησιμοποιούνται από κοινού από τις αντίπαλες ρητορικές καθώς δίνουν από κοινού χώρο σε ευχολόγια, αλλά με δυσκολία περιγράφουν την ταξική και κοινωνική διεργασία που συμβαίνει εκεί. Στις περιοχές των Λ.Δ ένα μέρος του πληθυσμού είναι υπέρ των λαϊκών δημοκρατιών ως τέτοιων, άλλοι ίσως να ελπίζουν σε κάτι πιο κεϋνσιανό, άλλοι σε ένα ισχυρό στρατιωτικά κράτος το οποίο έτσι θα καταφέρει να τους παρέχει τα αναγκαία, άλλοι σε όλα τα παραπάνω μαζί και άλλοι σε τίποτα. Το ζήτημα με τη ρητορική ότι υπάρχει στην Ουκρανία και στο Ντόνμπας ένας εννιαίος «λαός» που αντιστέκεται ή καταπιέζεται είναι ότι ξεχνά ότι το κράτος είναι πολιτική μορφή του «λαού»,δηλαδή της αστικής κοινωνίας ως ενότητας ανταγωνιστικών υποκειμένων και κατηγοριών. Και αυτή η ενότητα παράχθηκε στα πλαίσια του αντιφατικού δίπολου του Ουκρανικού κράτους(βλέπε 1). Μέσα σε αυτή την ενότητα και την αστική κοινωνία διαμορφώνονται ομάδες που συγκρούονται και ισορροπούν μεταξύ τους και ταυτόχρονα αλληλοπαράγονται, άρα έχουν ως κοινή τους βάση το κράτος. Αυτός είναι και ο λόγος που τόσο η παραδοσιακή αριστερά όσο και η δεξιά στην αρχή κάθε εθνοαπελευθερωτικού αγώνα συμπορεύονται, καθώς κοινός παρονομαστής(παρά τις διαφορές τους) είναι η συγκρότηση κράτους. δηλαδή του κοινού πλαισίου κεφαλαίου και εργατικής τάξης. Παρόλα αυτά οι «εργατικές» δυνάμεις θα ηττηθούν γιατί στα πλαίσια του κράτους τίποτα παραπάνω δεν μπορεί να δοθεί στην «τάξη» απ’ όσα ήδη της δίνονται, η ίδια γίνεται όριο του εαυτού της, στο βαθμό που γίνεται εμπόδιο στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Όσο υπάρχει συμπόρευση της τάξης με το κεφάλαιο, ακόμα και αν αυτή τη συμπόρευση δεν είναι πλήρης, και υπάρχουν διαφωνίες ως προς την ισορροπία δυνάμεων, είναι μια ισορροπία εντός κοινού πλαισίου, δεν μπορούμε να μιλάμε για «επανάσταση», το κράτος είναι ουσιωδώς καπιταλιστικό ως ενότητα των αστικών κατηγοριών και ρόλων. Έτσι ο διαχωρισμός κράτους-κοινωνίας-«λαού» όχι απλά συσκοτίζει το τι συμβαίνει αλλά αντίθετα δεν περιγράφει ουσιαστικά τίποτα, ενώ θέτει διαρκώς τα λάθος ερωτήματα. Το ερώτημα δεν είναι «πόσοι είναι οι αντιφασίστες και πόσοι οι καπιταλιστές» αλλά το γιατί και σε πιό πλαίσιο συμπρορεύονται και πoιο ιστορικό αποτέλεσμα παράγουν τελικά με τη μορφή του κράτους. Ο «λαός» δεν είναι μια ενιαία οντότητα αλλά έχει τάξεις, αντιφατικές υποκειμενικότητες, αντικρουόμενα συμφέροντα κτλ. Τι συμβαίνει όμως τελικά; Η ενοποίηση των αντικρουόμενων και αντίθετων υποκειμένων στην ανατολική Ουκρανία υπό τη μορφή του κράτους, σημαίνει ότι παρά τις εσωτερικές-προφανώς πάντα υπαρκτές-αντιθέσεις, τα υποκείμενα που παραμένουν σε σχετική ενότητα, και λειτουργούν αστικοδημοκρατικά γιατί τα ίδια βρίσκονταν σε κρίση με τον εαυτό τους, με τις σχέσεις που τα συγκροτούσαν, και θέλουν ως τέτοια να χειραφετηθούν και να παραμείνουν. Οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» αντικατοπτίζουν την συνολική (αντιφατική πάντα) ενότητα της αστικής κοινωνίας στην ανατολική Ουκρανία, η οποία παρά τους εωτερικούς συσχετισμούς δύναμης έχει σαν κοινό της πλαίσιο το κράτος και το κεφάλαιο. Και αυτό φαίνεται από τα ακόλουθα.

 Οι Λαϊκές δημοκρατίες διεξήγαγαν εκλογές. Ακόμα και αν η εκλογές ήταν παρωδία ως διαδικασία(καθώς το καθεστώς είναι σε μόνιμη πολεμική κατάσταση) το ενδιαφέρον είναι ότι το καθεστώς ένιωθε την ανάγκη να τις διεξάγει για να νομιμοποιηθεί. Υπό αυτή την έννοια στο Ντόνμπας τα κοινωνικά υποκείμενα παραμένουν αστικά, είναι κοινωνικοί ρόλοι δηλαδή της αστικής κοινωνίας και της δημοκρατίας. Μετά το όποιο τέλος του πολέμου οι Λαϊκές Δημοκρατίες δεν θα γίνουν «δικτατορίες» όπως υποστηρίζουν μερικοί, Αντίθετα θα μετατραπούν σε «άτυπα κράτη» τα οποία θα προσομοιάζουν στη σημερινή Ρωσία και Ουκρανία. Θα γίνουν «αυστηρές δημοκρατίες», ανατολικές εκδοχές ενός ορντολιμπεραλισμού όπου τα εργασιακά δικαιώματα είναι ανύπαρκτα (μέσω της διαδικασίας των «quasi-state») και τα σύνορα ανοιχτά στον ανταγωνισμό εντός μιας περιφέρειας συσσώρευσης(εδώ τις ρωσικής). Βέβαια η τελική μορφή που θα πάρουν αυτά κράτη έχει να κάνει με τη πορεία και τις μορφές της ταξικής πάλης εντός τους όταν αυτά σταθεροποιηθούν και εξομαλυνθούν ως καπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί, και συνεπώς αρχίσουν να διαμορφώνονται εντός τους και οι κοινωνικές ομάδες[4] . Κανένα από τα κράτη τέτοιου τύπου μέχρι τώρα δεν έγινε «δικτατορία» με την αυστηρή έννοια του όρου. Μέχρι στιγμής όλα δείχνουν ότι η Ουκρανία και οι ανατολικές δημοκρατίες παρά τις διαφορές τους ακολουθούν κοινούς δρόμους: άνοδος του εθνικισμού, ενσωμάτωση του στο κράτος και τη δημοκρατική μορφή, αυστηρότητα και επιτήρηση στο εσωτερικό. Το κράτος είναι το ίδιο μορφή ταξικής πάλης, είναι η μορφή που παίρνει κεφαλαιακή σχέση ως αμοιβαία παραγωγή του δίπολου-κεφαλαίου εργασίας, είναι αυτό που αναπαράγει και επικυρώνει τη κυκλοφορία του χρήματος και το διαχωρισμό των μέσων παραγωγής και αναπαραγωγής. Το κράτος μεταβάλλει ριζικά τη μορφή του μόνο όταν ένα συλλογικό μαζικό υποκείμενο απειλεί τη συσσώρευση. Όμως κάτι τέτοιο εδώ δεν είναι ορατό. Αντίθετα μέρος των υποκειμένων υπερασπίστηκε τα κεφάλαια του(από διαφορετικές αφετηρίες) και ζητούσε ένα άλλο κράτος. Από τη στιγμή που έχουμε συγκρότηση εθνικών κρατών, με αλλαγές συνόρων, τακτικούς στρατούς και συγκρότηση διοικητικού και νομικού μηχανισμού, δεν μπορούμε να μιλάμε για εξέγερση. Αντίθετα, η κεφαλαιακή σχέση έχοντας γίνει πιο ρευστή και επισφαλής, με ένα μέρος της εργασίας να είναι προσδεδεμένο σε αυτή, πλέον παραμένει διαρκώς δημοκρατική αλλά αυστηρή, έτοιμη να επέμβει σε αυτούς που μεμονωμένα δεν υπακούν, ή αποκλίνουν από τους στόχους της συσσώρευσης. Αυτό βέβαια δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά μόνο την Ουκρανία και τις ανατολικές επαρχίες αλλά μάλλον την εξέλιξη του καπιταλισμού γενικά.

Gender politics και το δίπολο «Ανατολή-Δύση».

Στο ίδιο πλαίσιο θα θέλαμε να θίξουμε ακόμα ένα ζήτημα. Πρόσφατα σε κάποιο ελληνικό site διαβάσαμε τον εξωφρενικά υπεραπλουστευτικό ισχυρισμό ότι η Ρωσία και η ανατολικές επαρχίες είναι «ομοφοβικά» κράτη ενώ η Δύση, και η ΕΕ όχι. Εκτός του ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός για την  ΕΕ προσκρούει στα σκληρά δεδομένα της πραγματικότητας, η παραπάνω δήλωση συσκοτίζει αυτό το οποίο γίνεται μεταξύ ανατολικής και δυτικής περιφέρειας περί του ζητήματος της σεξουαλικότητας στο δημόσιο λόγο. Όντως η Ρωσία και οι ανατολικές δημοκρατίες έχουν «ζητήματα» στο θέμα της ομοφυλοφιλίας. Στη Ρωσία έχουν επιβληθεί σειρά κυρώσεων ενώ στις «ανατολικές δημοκρατίες» οι σκόρπιες πληροφορίες που φτάνουν δείχνουν ότι η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική. Υπάρχει μια τάση να ταυτίζονται οι «gay»με μια πτώση των «αξιών» που παραδοσιακά υπερασπίζεται η Ρωσία και το ιδεολογικό της σχήμα. Αυτή η πτώση αξιών συμπυκνώνεται στη «Δύση» και στις δυτικές αξίες[3]. Παρόλα αυτά, όπως έχουμε πει πολλές φορές, οι συλλογικές ταυτότητες διαμορφώνονται αμοιβαία γύρω από ετεροκαθορισμούς. Αυτό ως προς το οποίο ετεροκαθορίζεται ιδεολογικά και παράγεται ο «ανατολικός λόγος» είναι η παρατεταμένη πολιτική της ΕΕ ειδικά στην ανατολική Ευρώπη να κάνει να συγκροτεί ομάδες και ΜΚΟ για τα δικαιώματα του LGBT κινήματος. Παρόλα αυτά, το δίπολο αυτό δεν έχει να κάνει μια πιο «προοδευτική» περιφέρεια και μια πιο «συντηρητική». Αντιθέτως, πέρα από το ιδεολογικό κομμάτι, και οι δύο θέσεις έχουν σαν σκοπό την εγκαθίδρυση τροποποιημένων εκδοχών νεοφιλελεύθερων μοντέλων στις εκάστοτε χώρες. Μία από τις κατεξοχήν σταθερές του (νεο)φιλελευθερισμού είναι η εξατομίκευση της εξουσίας, και η συγκρότηση πολλών διαφορετικών υποκειμένων, η ικανοποίηση κάποιων πλευρών και αναγκών των υποκειμένων και η καταπίεση άλλων. Αυτό παράγει έναν πλεονάζον πληθυσμό τόσο σε οικονομικό όσο και σε νομικό επίπεδο(που δεν ταυτίζονται πλήρως πάντα). Δεν υπάρχει μία μόνο μορφή (νεο)φιλελευθερισμού, αλλά αντιθέτως οι λειτουργίες του διεκπεραιώνονται με πολλαπλού τρόπους. Αυτό το δίπολο κάνει ακριβώς αυτό: διασπά τα υποκείμενα με βάση τις ανάγκες τους με διαφορετικό τρόπο, η ανατολική περιφέρεια εμφανίζεται ως αυτή που συγκρατεί μια μορφή «οικογένειας» και ταυτόχρονα διασφαλίζει τις θέσεις εργασίας ενός παραδοσιακού κομματιού της εργατικής τάξης ενώ ταυτόχρονα αποκλείει και υποτιμά ένα άλλο πλήθος αναγκών, υποκειμένων. Έτσι διασπά την τάξη στα πλαίσια μιας μερικής κατάφασης στην παραδοσιακή εργατική ταυτότητα και δημιουργεί βάση αποδοχής των νεοφιλελεύθερων μοντέλων από μερίδα των εργαζομένων. Το δυτικό μοντέλο αντίστοιχα, δημιουργεί αποδοχή των νεοφιλελέυθερων πολιτικών στη βάση του αποκλεισμού της εργατικής ταυτότητας αλλά στην ταυτόχρονη επέκταση των αστικών δικαιωμάτων συγκεκριμένων ομάδων. Η κατασταλτικότητα, η αποτελεσματικότητα και ταυτόχρονα η δημοκρατικότητα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου έγκειται στο ότι πολυδιασπά την όποια τάξη με τρόπο ώστε τα διάφορα ανταγωνιστικά κομμάτια της να καταστέλουν το ένα το άλλο, και μάλιστα να διασπώνται τα υποκείμενο όχι σε επίπεδο ομάδων αλλά πάνω στο ίδιο άτομο. Αποτελούν βάση έτσι νομιμοποίησης της μιας ή της άλλης πολιτικής. Τίθεται συνεπώς το ερώτημα αλλά και το ζήτημα του ποιά θα είναι μια πραγματική «αυτόνομη»  επαναστατική πολιτική για το φύλο και ή την εργασία χωρίς να αρθρωθεί πάνω τους ο λόγος και η πρακτική του κεφαλαίου και των ανταγωνισμών του.

4.Ταραχές. Τι δείχνει η Ουκρανία.

Στο κείμενο»το Μαϊντάν ως πρότυπο των ταραχών» αναφέραμε ότι: «Έτσι οι εργάτες και τα αφεντικά- με εξαίρεση τους ολιγάρχες- κατέβαιναν όλοι μαζί ως πολίτες, καθώς όλοι μαζί βάλλονταν, και ταυτόχρονα το μόνο κοινό που είχαν ήταν η πολιτική τους ιδιότητα. Αυτό όμως πέρα από την αναδιάρθρωση της αστικής κοινωνίας προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση δεν μπορεί να οδηγήσει άμεσα στο ξεπέρασμα της καθώς δεν μπαίνει στην σφαίρα αναπαραγωγής της αξίας, την εργασία.» Στον «φετιχοποιημένο αντικαπιταλισμό» γράφαμε προσπαθώντας να βρούμε τη δική μας θέση μέσα στα γεγονότα: «Αυτό τους οδηγεί σε μια δυναμική αλλά αντιφατική και ασταθή κίνηση μεταξύ των πρακτικών τύπου πλατειών και ταραχών, […]αναπαράγουν άλλες τακτικές που μεν έρχονται σε ρήξη με το εμπόρευμα, αλλά όχι ολική, καθώς έχουν μέσα τους όλα τα συντρίμμια του φετιχισμού του, αναπαράγουν μεταξύ τους σχέσεις κυριαρχίας, φύλου, ανταλλαγής, κτλ[…]Οι αντιφάσεις πραγματικά ανοίγουν περάσματα, αλλά ταυτόχρονα βιώνονται και ως όρια που δεν υπάρχει κάποια ιστορική αναγκαιότητα που να διασφαλίζει το ξεπέρασμα τους».. Οι ταραχές αποτελούν όντως ένα ενδιαφέρον μοτίβο βάσης συζήτησης, αλλά αυτές οι πρακτικές τότε, όπως και τώρα δεν είναι αρκετές για το ξεπέρασμα του καπιταλισμού. Αντιθέτως οι αποκλίσεις και οι συναντήσεις που παράγονται δεν εγγυώνται το ξεπέρασμα του καπιταλισμού, αντιθέτως παράγουν αντιφατικά και αδιέξοδα κινήματα. Το Μαϊνταν και το αντιΜαϊντάν βιώθηκαν ως συνάντηση του αστικού υποκειμένου του πολίτη και της πρακτικής της ταραχής, ήταν απόκλιση από την εργατική ταυτότητα αλλά συνάντηση στην επαναδιοργάνωση της αυστηρής αστικής δημοκρατίας και του έθνους. Το αποτέλεσμα ήταν πόλεμος, εθνικισμός, όπλα. Ούτε το Μαϊντάν ούτε το αντιΜαϊνταν ως ταραχές αποτέλεσαν το ξεπέρασμα κάποιας δικαδικασίας-ίσως εκτός από την αντίφαση του ουκρανικού κράτους- αντίθετα στρατιωτικοποιήθηκαν για να μπορέσουν να συνεχίσουν ως τέτοια, και στράφηκαν σε ήδη δοκιμασμένες παρελθούσες ιστορικές διαδικασίες. Η ιστορία είναι πρώτα τραγωδία και μετά φάρσα. Αν το Μαϊντάν και το αντιΜαϊντάν ήταν τραγωδίες των ταραχών, η οριστική τους κατάληξη στις εθνικές ιδέες και τον μιλιταρισμό, τον συντηρητισμό, τη θρησκεία και τη κοινωνία του κράτους και του κεφαλαίου, η αναβίωση της ρητορικής της «ελεύθερης» ΕΕ ή της «σοσιαλιστικής ΕΣΣΔ» και του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» είναι τραγικές φάρσες και ιστορικές καρικατούρες οι οποίες κάθε άλλο είναι άνευ ουσίας. Δεν είναι όμως απελευθερωτικές. Αντιθέτως είναι βήματα προς τα πίσω .

Όταν κάποιος αναφέρεται στη ταξική πάλη οφείλει να θυμάται ότι αναφέρεται σε ζωντανές ιστορικές διαδικασίες και όχι στην ήδη παραχθείσα ιστορία. «Τίποτα δεν μας λέει ότι αυτή η κρίση θα είναι η τελευταία» έλεγε ο Ντωβέ και είχε δίκιο. Κάθε ιστορικό γεγονός είναι ανοιχτό και όσο είναι τέτοιο, έτσι οφείλουμε να το προσεγγίζουμε, αλλά όσο προχωρά και ξεδιπλώνεται τόσο καθορίζει τη λογική του, φαίνονται τα όρια του αλλά και οι αντιφάσεις που το ξεπερνούν .Μέσα σε κάθε κοινωνικό γεγονός αρθρώνονται διαφορετικές δυνάμεις που προσπαθούν να το διαμορφώσουν και να διαμορφώνονται ταυτόχρονα από αυτό, από τις ιδεολογικές του διεργασίες, τις υλικές αλλαγές κτλ . Οι πολιτικές  δυνάμεις που εκπροσωπούσαν την «ταξική-κοινωνική σκοπιά» του Μαϊντάν ηττήθηκαν στον εσωτερικό ανταγωνισμό της «πλατείας» και πετάχτηκαν έξω καθώς δεν χωρούσαν στην «εθνική ενότητα» ενώ στο αντιΜαϊντάν προσαρτήθηκαν στην εθνική ενότητα και στο αναδυόμενο έθνος-κράτος, που είναι ουσιαστικά μια άλλη μορφή της ίδιας ήττας[5]. Η ταξική πάλη όμως ως πραγματική κίνηση και το πως αλληλομορφοποιούνται οι τάξεις από αυτή είναι μια διαδικασία που διαρκώς συνθλίβει τις φανταστικές θεωρητικές κατασκευές και ταυτόχρονα ανοίγει δυνατότητες που δεν είχαμε φανταστεί. Η θεωρία μαθαίνει από την εμπειρία της πάλης, γιατί ως τέτοια δοκιμάζεται μέσα σε αυτή. Έτσι το μόνο που μπορούμε να αποκλείσουμε είναι το τι έχει γίνει. Η ιστορία είναι πρώτα τραγωδία και ύστερα φάρσα. Μια τέτοια τραγωδία ήταν οι ταραχές ως τέτοιες . Ας ξανοιχτούμε στις τραγωδίες του μέλλοντος.

Στο πλαίσιο αυτό, και ενώ το Μαϊντάν και το ΑντιΜαϊντάν αποτελούν παρελθόν καθώς κατέρρευσαν κάτω από τις ίδιες τους τις αντιφάσεις, και πλέον ανέλαβαν οι «εθνικοί στρατοί» νέες μορφές ταξικής πάλης αναδύθηκαν που ίσως δεν τις περιμέναμε .

5.Η ταξική πάλη ως αυθόρμητος αντιμιλιταρισμός: πέρα από το δίπολο «αντιφασισμού-φασισμού».

 Η Ουκρανία δεν είναι μια νέα χαμένη Βαϊμάρη. Αντίθετα είναι κάτι πολύ πιο πρόσφατο που η αριστερά λόγω του ντροπιαστικού ρόλου που είχε πάρει τότε επιμένει να ξεχνά: είναι μια νέα εθνοποιητική διαδικασία, είναι μια νέα επίλυση των αντιφάσεων του κράτους,  είναι μια νέα- άλλη-  Γιουγκοσλαβία.. Μια διαδικασία ταξικών αντιθέσεων που διαμεσολαβημένη από φετιχισμούς που κατέληξε μέσω του εμφυλίου σε συγκρότηση αστικών δημοκρατιών, όχι σε δικτατορίες. Στην Ουκρανία από τη στιγμή που επίσημοι στρατοί πολεμούν, έχουμε νέα και παλιά κράτη, και εθνικιστές να πολεμούν μαζί με «αριστερούς» ή «αναρχικούς» και στις δύο πλευρές, δεν μπορούμε να μιλάμε για » αντι-ιμπεριαλιστικές εξεγέρσεις» και να χτίζουμε πάνω σε αυτές πολιτικές μυθολογίες. Αντιθέτως θα πρέπει να ψάξουμε την ταξική πάλη αλλού.

Αν όμως όλα αυτά είναι έτσι, τι απομένει σε εμάς τους θιασώτες της ταξικής πάλης (ως το ξεπέρασμα της) να υπερασπιστούμε;

Το ερώτημα ξεκινά από το τι είναι η τάξη.  Η τάξη τόσο γενικά όσο και μέσα στη μαρξιστική παράδοση έχει-χονδρικά- δύο ορισμούς: ορίζεται κοινωνιολογικά με βάση τη σχέση με τα μέσα παραγωγής ή το εισόδημα (ακόμα χειρότερα) και διεκδικεί ως τέτοια την αναπαραγωγή της και ως αρνητικό φαινόμενο. δηλαδή ως την άρνηση από τα άτομα της υποκειμενοποίησης τους από το κράτος και την εξουσία, ως την άρνηση των αστικών ρόλων και των κοινωνικών σχέσεων και των μορφών του κεφαλαίου. Αυτές οι δύο κατηγορίες δεν είναι εντελώς ξεχωριστές, αλλά δεν είναι και όμοιες, αντίθετα έχουν μεταξύ τους μια πολύπλοκη σχέση που δεν μπορεί εδώ να θιχτεί. Στον δεύτερο ορισμό η τάξη αποκτά έναν αρνητικό και αντί-χειραφετητικό ορισμό. Δεν είναι η ομάδα υποκειμένων που θα χειραφετηθεί ως τέτοια απέναντι σε μια καταπίεση, αλλά η ομάδα που συγκροτείται στη βάση άρνησης μιας υλικής και θεσμικής πραγματικότητας και υποκειμενοποίησης (η οποία δεν μπορεί παρά να είναι κομμάτι και μέρος της ολότητας). Η τάξη εδώ ξεφεύγει από τον κοινωνιολογικό και στενά οικονομικό της ορισμό και γίνεται άρνηση του κεφαλαίου στις διάφορες μορφές του ως κοινωνική κίνηση. Αν δεχτούμε το γεγονός ότι το κεφάλαιο(με την στενή οικονομική του έννοια) το κράτος, το έθνος, το φύλο κτλ είναι μορφές της ίδιας κοινωνικής σχέσης( της σχέσης κεφάλαιο), τότε βλέπουμε ότι η τάξη και η ταξική πάλη μπορεί είναι ανταγωνισμός για χειραφέτηση ή μια ευρύτερη αρνητική διαδικασία που μπορεί να ξεσπάσει λόγω των αντιφάσεων των μορφών του κεφαλαίου σε όλο το κύκλωμα του. Αυτός είναι και ο λόγος που είμαστε ταυτόχρονα και αδιαίρετα ενάντια στα αφεντικά, στο κράτος, στο έθνος, το φύλο κτλ.

Ένας από τους βασικούς μηχανισμούς του κράτους, και μια από τις βασικές πράξεις του κεφαλαίου είναι ο στρατός και ο πόλεμος. Αν η τάξη είναι αρνητική κατηγορία ενάντια στους γενικότερους ρόλους των μορφών του κεφαλαίου, σε ένα περιβάλλον που δύο αμιγώς καπιταλιστικοί σχηματισμοί διεξάγουν πόλεμο, η ταξική πάλη παίρνει τη μορφή του συνειδητού ή μη αντι-μιλιταρισμού. Στην Ουκρανία και τη Ρωσία, παρά τη προπαγάνδα και παρά την αδιαμφισβήτητη πολιτική και ιδεολογική υποστήριξη από μεγάλο μέρος των κατοίκων που είχε η (εθνική) σύγκρουση μεταξύ δυτικής και ανατολικής Ουκρανίας, οι πρώτες δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν ένα ενδιαφέρον φαινόμενο: ενώ ετερόκλητες κοινωνικές κατηγορίες στήριζαν μαζικά το Μαϊντάν και το ΑντιΜαϊντάν (και τις πιθανότητες σχετικής αυτονόμισης ή ανεξαρτησίας), το ποσοστό και από τις δύο πλευρές που δήλωνε διατεθειμένο να πάει σε έναν επικείμενο πόλεμο ήταν τραγικά μικρό. Και φυσικά αυτό ήταν λογικό: εντάχθηκαν σε αυτά τα κινήματα γιατί ήθελαν να ζήσουν και δεν ήθελαν να χάσουν τα κεφάλαια τους και την αναπαραγωγή τους, όχι το αντίστροφο. Όταν η σύγκρουση πήρε το πιο καθαρό και θανατερό πρόσωπο του κεφαλαίου σαν ευρύτερη δυναμική, τον πόλεμο, κανείς δεν ήθελε να πάει να πεθάνει . Ο πόλεμος ανέδειξε καθαρά τα όρια της ταύτισης των (αντιφατικών) ρόλων των υποκειμένων εντός του κεφαλαίου και των εσωτερικών αντιφάσεων των ίδιων των αστικών υποκειμένων. Όσο και να ταυτίζονται οι εργάτες ή ο οποιοσδήποτε με τα κεφάλαια τους, και να ορίζεται από τους κοινωνικούς του ρόλους, αυτό έχει ένα προφανές όριο, και είναι αυτή η αντίφαση με την οποία μπορεί να δουλέψει το όποιο «πολιτικό» επαναστατικό κίνημα. Ο αυθόρμητος αντί-μιλιταρισμός στην Ουκρανία, με τη μορφή της άρνησης στράτευσης ή της φυγής από το πεδίο της μάχης είναι ότι πιο ενθαρρυντικό είδαμε στα γεγονότα. Και είναι δεδομένο ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι συνειδητά (με την πολιτική έννοια) αντιμιλιταριστές. Μπορεί να φέρουν μέσα τους- όπως κάθε διαδικασία κοινωνική- πατριωτικές, δημοκρατικές θρησκευτικές προκαταλήψεις κτλ. Το ζήτημα έγκειται όμως ότι σε γενικότερο επίπεδο(άμα κοιτάξουμε το «δάσος» θα λέγαμε χαριτολογώντας) είναι αυτοί που αρνήθηκαν να πολεμήσουν σε έναν πόλεμο συγκρότησης κρατών και εθνών. Σε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων, είναι αυτοί που παρουσιαστήκαν ως εμπόδιο στη στρατηγική του κεφαλαίου να πολεμήσει, το ουκρανικό αλλά και το ρωσικό κεφάλαιο δεν μπορούσαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό να βρουν στρατιώτες για τα κανόνια τους. Συνεπώς ανεξάρτητα με τις ιδιαίτερες υποκειμενικές προθέσεις τους, σε ευρύτερο κοινωνικό και κρατικό επίπεδο αυτοί οι άνθρωποι εγγράφονται σαφώς στην ταξική ή την «αρνητική πλευρά», ενώ παρά τις πολιτικές τους υποκειμενικές θέσεις, οι γραφικοί τύποι που εντάχθηκαν στον στρατό της Νοβορωσίας(για να την κάνουν στο «μέλλον» σοσιαλιστική» εκ των έσω) και οι εξίσου γραφικοί αριστεροί και αναρχικοί που εντάχθηκαν στο στρατό της Ουκρανίας για να προστατέψουν τη «χώρα» από το «ρωσικό ιμπεριαλισμό» ακόμα και αν δεν θεωρούν τον εαυτό τους φασίστες, εγγράφονται ιστορικά προφανώς στη πλευρά του κράτους(και της ανά-συγκρότησης του), του κεφαλαίου, των φασιστών και των τακτικών τους. Οι πόλεμοι μεταξύ κρατών δεν είναι ενεργητικά-παθητικά φαινόμενα, αλλά αντίθετα αμοιβαία φαινόμενα μεταξύ καπιταλιστικών σχηματισμών προσπαθώντας να επιλύσουν με συγκυριακό και αντιφατικό προφανώς τρόπο τις αντινομίες που αναδύονται μεταξύ των κρατικών σχηματισμών[6]

Αυτό το φαινόμενο είναι που ανάγκασε το Ουκρανικό κράτος να στηρίξει τόσο μεγάλο μέρος της στρατιωτικής του δραστηριότητας στις ακροδεξιές ομάδες εθελοντών. Αυτοί ήταν οι μόνοι που ήταν διατεθειμένοι να πάνε να πολεμήσουν στο μέτωπο. Επιπρόσθετα εσωτερικά στην Ουκρανία η εδώ και ένα χρόνο(από την έναρξη του Μαϊντάν) επιστράτευση νεαρών ανδρών, η απόσυρση τους από τις -όποιες εργασίες- έκαναν και ταυτόχρονα η αδυναμία του κράτους να πληρώσει έστω συμβολικούς μισθούς, δημιουργεί περαιτέρω αναταράξεις μέσα στο στράτευμα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό και αφορμή για αγώνες ενάντια στο κράτος και τη νέα Ουκρανική κυβέρνηση. Δίκες ανθρώπων που αρνούνται να πολεμήσουν συνεχίζονται και στις δύο πλευρές, κατηγορούνται ως «φιλορώσοι» ή ως «φιλοκουκρανοί». Ταυτόχρονα στη Νοβορωσία, το μεγαλύτερο μέρος των πολιτοφυλακών βασίστηκε σε εθελοντές ακροδεξιούς και σταλινικούς από την Ρωσία(εδώ αναλυτικά συνεντεύξεις των ίδιων), αλλά και τους πρώην Μπερκρούτ (πρώην σώμα της Ουκρανικής αστυνομίας επί Γιανούκοβιτς). Οι ντόπιοι όσο και αν είχαν στηρίξει κατά χιλιάδες το αντιΜαϊντάν κατά τη φάση που το διακύβευμα ήταν «είσοδος στην ΕΕ ή όχι, ανατροπή ή στήριξη του Γιανούκοβιτς ή όχι» όταν ήρθε ο πόλεμος δεν συμμετείχαν. Γιαυτό και η Ρωσία αναγκάστηκε να στηρίξει στρατιωτικά, τόσο με στρατό όσο και με εθελοντές που στρατολογούνταν κυριολεκτικά από «περίπτερα πληροφοριών» στο δρόμο στη Ρωσία. Είναι ακόμα χαρακτηριστική η δήλωση του γενικού διοικητή των πολιτοφυλάκων Στρελκόβ, ότι «οι ντόπιοι δεν μας στηρίζουν, δεν θέλουν να ελευθερώσουν την πατρίδα τους, δεν θέλουν να καταταγούν, χρειαζόμαστε βοήθεια». Βέβαια η βοήθεια που περίμενε ο Στρελκόβ δεν ήρθε τόσο μαζικά όσο την περίμενε γιατί η Ρωσία είχε ένα μεγαλύτερο παιγνιδι να παίξει και να εξισορροπήσει. Παρόλα αυτά οι ουκρανοί στρατιώτες που αρνούνται να καταταγούν ή αυτομολούν, οι ντόπιοι της ανατολικής Ουκρανίας που κάνουν το ίδιο και οι ρώσοι στρατιώτες που στασιάζουν αρνούμενοι να πάνε στον πόλεμο και να επιστρέψουν ως «gruz 200»  είναι η μορφές εμφάνισης της ταξικής πάλης ως αντιμιλιταρισμός στο ασφυκτικό Ουκρανικό περιβάλλον.

Υποσημειώσεις.

[1]Το ζήτημα της χρηματοπιστωτικής νόρμας είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκο για να θιχτεί εδώ. Παρόλα αυτά ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει υπ’ όψη του ότι το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και οι νόρμες του έχουν να κάνουν από τη μία με τα διεθνή πρότυπα παραγωγικότητας και από την άλλη με πρότυπα ρυθμών ανάπτυξης και που σχετίζεται με αυτά τα πρότυπα παραγωγικότητας. Ουσιαστικά η δημιουργία συσσωματώσεων κρατών έχει να κάνει με τη δημιουργία περιφερειών συσσώρευσης με κοινές αυτές τις παραμέτρους και με μια κινητικότητα του κεφαλαίου εντός αυτών των ορίων. Υπό αυτή την έννοια ενώ φαίνεται σαν ένα αφηρημένο μέγεθος, το χρηματοπιστωτικός τομέας εξασφαλίζει τη κινητικότητα του κεφαλαίου και επιβάλει τις «βέλτιστες» συνθήκες αξιοποίησης για το κεφάλαιο. Αυτές οι συνθήκες όμως έχουν να κάνουν με την αύξηση της παραγωγικότητας σε κάθε χώρα και συνεπώς τη πορεία της ταξικής πάλης σε αυτή(αν θεωρήσουμε την παραγωγικότητα ως πρωτίστως κοινωνικό μέγεθος). Αυτό το κατανοούν και οι ιθύνοντες της Λαϊκής δημοκρατίας όταν λένε ότι θα υιοθετήσουν παραγωγικό μοντέλο τύπου Κίνας -(δηλώσεις του γενικού γραμματέα του ΚΚΝτόνετσκ, σε συνέντευξη του).

[2]Εδώ θα είμαστε σύντομοι γιατί θα επιστρέψουμε με άλλο κείμενο. Το έθνος κράτος δεν αντιπαραβάλεται στον «διεθνή καπιταλισμό». Αντιθέτως είναι η μορφή οργάνωσης και κυριαρχίας του κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο. Έτσι η αντιπαράθεση είναι στη πραγματικότητα φενάκη, το έθνος κράτος είναι η άλλη όψη του κεφαλαίο. Το κεφάλαιο όμως είναι εξ ορισμού διεθνές. Αυτό που αλλάζει είναι οι μορφές διεθνοποίησης του

[3]αν κρίνουμε και από αυτά που λέει ο γνωστός ακροδεξιός διοικητής της ανατολική Ουκρανία Μαζγκοβόι για τις γυναίκες. Χαρακτηριστικό επίσης είναι το άρθρο αυτό από site προσκείμενο στις ανατολικές δημοκρατίες. Ανάλογες ρητορικές μπορούν να βρεθούν στα ρωσικά social media της Ρωσίας και της Ανατολικής Ουκρανίας.

[4] Εδώ πρέπει να τονιστεί βεβαίως ότι ο πόλεμος δεν αποτελεί «εξαίρεση» στην ομαλότητα του κεφαλαίου ή στη συγκρότηση του έθνους-κράτους αλλά τον ίδιο τον κανόνα. Αποτελεί το απόλυτο μέσο καταστολής των κοινωνικών κινημάτων, συσπείρωσης του εθνικού κορμού και περάσματος «νόμων» αλλά και «λογικών» τα οποία αποτελούν τον ιστό της καπιταλιστικής ομαλότητας μετά το «τέλος» του πολέμου. Αν και αυτά ειναι πάντα διαπραγματεύσιμα από τη ταξική πάλη, αρχικά τουλάχιστον είναι δεδομένο ότι η πειθάρχηση της εργατικής τάξης και γενικά οι μέθοδοι υποκειμενοποίησης στις Λαϊκές Δημοκρατίες και στην Ουκρανία θα βασιστούν στα «έκτακτα μέτρα» και θεσμούς που πάρθηκαν εν καιρώ πολέμου. Πως αλλιώς θα μπορούσε πχ να γίνει αποδεκτό σε αστικά πλαίσια το ουκρανικό υπουργείο αλήθειας στο Κίεβο ή οι μονοκομματικές εκλογές στο Ντόνετσκ και η αστυνομοκρατία χωρίς την δικαιολογία του πολέμου. Ο πόλεμος είναι ιδιαίτερα βολικός τόσο για τις ανατολικές δημοκρατίες όσο και για το Κίεβο. Ας μη ξεχνάμε έτσι και αλλιώς-τηρουμένων των αναλογιών- τα πιο οικεία παραδείγματα. Η συγκρότηση της ομαλής συσσώρευσης στην Ελλάδα του 1949-1974 έγινε σε μεγάλο βαθμό με τα θεσμικά πλαίσια που είχαν χαραχτεί κατά το τέλος του ΒΠΠ και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου.

[5]Εδώ προκύπτει το ερώτημα του κατά πόσο αυτό είναι μια σταθερά όλων των πλατειών. Το ερώτημα προφανώς παραμένει ποίες αντιφάσεις της ταξικής πάλης διαμορφώνουν τα διακυβεύματα και πως αρθρώνεται ο πολιτικός λόγος και οι πολιτικές διαδικασίες εντός τους. Είναι εντυπωσιακό και θα πρέπει να αναλυθεί ως αντινομία της ταξικής πάλης και ταυτόχρονα ως αδυναμία των «κλασικών» ταξικών αναλύσεων, το τι στάση πήραν οι διάφορες οργανώσεις στην Ουκρανία. Οι αναρχικοί της ΑCT μεταχειρίστηκαν έναν «αντιιμπεριαλιστικό λόγο» ενάντια στον «ρωσικό ιμπεριαλισμό» και κατέληξαν κατηγορούν την «Ρωσία» συνολικά ως χώρα. Χαρακτηριστικά κείμενα εδώ και εδώ. Χάνοντας την ταξική ανάλυση και τη θέση ότι ο πόλεμος είναι αμοιβαία προσπάθεια μερικής επίλυσης των αντινομιών του ΚΤΠ μεταξύ καπιταλιστικών κρατών η όλη ρητορική παρά τη «σάλτσα» καταλήγει σε συμπόρευση με το (ουκρανικό ) κράτος. Αυτό έγινε η αφορμή για ουσιαστική διάλυση και συνεχόμενες διασπάσεις του ουκρανικού ριζοσπαστικού χώρου. Για ποια ριζοσπαστικότητα μπορούμε να μιλάμε όταν αναρχικοί πηγαίνουν στο στρατό να πολεμήσουν ενάντια σε «έναν ιμπεριαλισμό»; Ή μήπως μπορούμε να ισχυριστούμε ότι προσδίδουν διαφορετικό χαρακτήρα στο στράτευμα; Προφανώς και όχι. Δεν είναι τα άτομα αθροιστικά που προσδίδουν το χαρακτήρα τους σε κάτι αλλά αντίθετα ο συνολικός μηχανισμός ως apparatus που τελικά αξιοποιεί τις πράξεις τους και τις χαρακτηρίζει, πέρα από τις υποκειμενικές θέσεις. Το ίδιο προφανώς ισχύει και για τους λιγοστούς γραφικούς «αριστερούς» του στρατού της Νοβορωσσίας. Εξίσου, το Borotba το οποίο αποτέλεσε βασική προπαγανδιστική οργάνωση του ρωσικού εθνικισμού με «αριστερή» ρητορεία, αναγκάστηκε τελικά να ενσωματωθεί πλήρως στην εθνικιστική και μιλιταριστική ρητορεία ενώ ούτε αυτό κατάφερε να ξεφύγει από την δίνη του «αυστηρού» κράτους που βοήθησαν οι ίδιοι να αναδυθεί. Οι ηγεσίες της ΛΔΝτ και της ΛΔΛου τους συνέλαβαν, και ύστερα από κράτηση 2 εβδομάδων τους εκδίωξαν από τις δημοκρατίες (σύμφωνα με ανακοίνωση του ίδιου του Borotba). Το Μπορότμπα δήλωσε ότι θα συνεχίσει να τις στηρίζει ενάντια στη «χούντα». Το ίδιο το Μπορότμπα παρόλο που στις δυτικές συνεντεύξεις του το αρνείται, συνδέεται επί μακρόν με τον αρνητή ολοκαυτώματος, αντι-ΕΕ ακροδεξιό Ισραέλ Σαμίρ και αυτό φαίνεται να εντάσσεται ομαλά στο πολιτικό του πλαίσιο χωρίς ιδιαίτερες αντινομίες. Αυτό εγείρει ερωτήματα στο κατά πόσο ο αντιιπεριαλιστικός λόγος καταλήγει πάντα σε κάποια μορφή εθνικισμού ή νεο-σταλινισμού, κάτι ιδιαίτερα εμφανές στις συζητήσεις περί Ουκρανίας. Επιπρόσθετα για να κατανοήσει κάποιος το χαρακτήρα των Λαϊκών Δημοκρατιών λόγω των αντινομιών της ταξικής πάλης και της σύνθεσης κεφαλαίου μεταξύ «δύσης και ανατολής» καθώς και τις ιστορικές αφηγήσεις που μεταχειρίζονται και εγκολπώνουν τα εν λόγω κράτη θα πρέπει να λάβε υπόψη του ότι η συλλογική αφήγηση που παράγεται είναι «δύση» εναντίον «ανατολής». Μέσα σε αυτό το δίπολο αναμειγνύονται όλες οι αφηγήσεις περί δυνατού κράτους και αντιπαράθεσης, άσχετα με τις επιμέρους διαφορές τους. Η σύγκρουση στον συλλογικό λόγο παράγεται ως «δύση vs ανατολής». Ενδεικτικό είναι πχ ότι   ότι η ακροδεξιά «αντι-ΕΕ» Ζαν-Μαρί Λεπέν μαζί με αντιπροσώπους της ηγεσίας των Λ.Δ διοργανώνει συνέδριο στο Ντόνετσκ, ενώ παράλληλα διοργανώνονται συνέδρια και καμπάνιες απ’την ευρωπαϊκή αντι-ιμπεριαλιστική αριστερά. Αυτό θα έπρεπε να εγείρει ερωτήματα αντί να αγνοείται για το πως οι συλλογικές αφηγήσεις, τα συμφέροντα του κράτους και ενός κομματιού της τάξης, αρθρώνονται στη περιοχή. Αυτό το οποίο έγινε στον πολιτικό χώρο της Ουκρανίας κάνει εμφανές ότι ο αντι-ιμπεριαλισμός είναι η ταφόπλακα κάθε ριζοσπαστικής πολιτικής.

[6]Βέβαια θα πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτές οι αντινομίες καθορίζονται από την αλληλεπίδραση των κρατικών σχηματισμών που εξαρτάται από τη πορεία της ταξικής πάλης εντός τους. Το ότι η άρνηση στράτευσης έχει γίνει πρόβλημα για τις εν λόγω χώρες είναι εμφανές στις νομοθεσίες ή τακτικές που υιοθετούν στους αρνητές στράτευσης ή στη στρατιωτική κινητοποίηση. Χαρακτηριστικό είναι αυτό το ρεπορτάζ, όπου γίνεται λόγος για μαζική άρνηση σε στράτευση στην δυτική Ουκρανία, αλλά και για τον πιο γνωστό από τους αρνητές στην Ουκρανία, τον δημοσιογράφο Ρουσλάν Κοτσάμπ για τον οποίο έχουμε γράψει και στο παρελθόν. Επίσης  σύντροφοι επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες περί μαζικής άρνησης στράτευσης. Ταυτόχρονα πολλοί κάτοικοι του Ντόνετσκ αρνούνται και αυτοί να καταταγούν. Αυτό φαίνεται τόσο από τη μετανάστευση στη Ρωσία και την Ουκρανία προσφύγων αλλά και στο ότι ο στρατός των «ανταρτών» της «Νοβορωσίας» είναι μισθοφορικός (σύμφωνα με ανακοίνωση των ίδιων). Αυτές ειναι μορφές πάλης που αξίζει να μελετηθούν και να στηριχθούν παραπάνω

 .

.

Συζήτηση

2 σκέψεις σχετικά με το “Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους.

Σχολιάστε

Αρχείο