//
you're reading...
Αναλύσεις, αναδημοσιευσεις, μεταφράσεις

Εθνική αστική τάξη vs Μηχανισμοί του κράτους. Λίγα σχόλια για τη Ρουμανία

https://ourbabadoesntsayfairytales.files.wordpress.com/2015/04/20131217_bucharest_06.jpg

Μετάφραση-Ελις

Εισαγωγή A ruthless critique

Αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο για τα πρόσφατα γεγονότα στη Ρουμανία. Παρά τις πουλατζιανές αναφορές του για την ανάλυση των ταξικών συσχετισμών, το άρθρο αντικατοπτρίζει με ξεκάθαρο τρόπο τη κρίση του έθνους κράτους και την εμφάνιση του «ανταγωνιστικού κράτους» το οποίο λειτουργεί σαν διαχειριστής της ταξικής πάλης και διαμορφωτής των κατάλληλων συνθηκών για την προσέλκυση των διεθνών κεφαλαίων. Έτσι σε αυτό το πλαίσιο, κομβικό είναι να δούμε, ποια η λειτουργία του κράτους σε σχέση με τη ντόπια αστική τάξη(και συνεπώς σε σχέση με τη ταξική πάλη γενικά). Τι αντανακλαστικά πολιτικά και ταξικά πυροδοτεί αυτό; Μερικά από αυτά θα είναι: αναδιάρθρωση του κράτους, κρίση, επιστροφή σε έναν εθνικισμό ή απομονωτισμό ως «αντίσταση» στην αντίθεση του διεθνούς κεφαλαίου-κράτους, ταυτόχρονα σύμπραξη ενός προνομιούχου κομματιού της εργατικής τάξης με την τοπική αστική τάξη σε κρίση, και ενός άλλου κομματιού λιγότερο προνομιούχου με το κράτος και μια νέα αστική τάξη σαν ευρύτερο μηχανισμό καθώς θεωρούν ότι η αποδυνάμωση της αστικής τάξης και η ρευστοποίηση του παραδοσιακού της ρόλου μπορεί να τους δώσει ευκαιρίες για κοινωνική ανέλιξη και προβάδισμα στον ανταγωνισμό ως «αυτοαξιοποιούμενα ατομικά κεφάλαια». Έτσι εξαφανίζεται το παραδοσιακό εργασιακό υποκείμενο και ταυτόχρονα εμφανίζονται ομάδες πίεσης ως «ομάδες πολιτών». Οι λόγοι που κινητοποιούν πλέον το κόσμο δεν είναι τα εργασιακά μαζικά αιτήματα αλλά ζητήματα φορολογίας ή ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη ταυτότητα του πολίτη ως «ατομικό κεφάλαιο» που στερείται (η δράττεται ) ευκαιριών: η αντί-διαφθορά. Αυτό έγινε ορατό στην Ουκρανία (τόσο κατά το Μαϊντάν και το Αντι-Μαϊντάν, με την κριτική περί ολιγαρχών, στην Ελλάδα με το «τα έφαγαν»)και σαφώς στην Ουγγαρία, Βουλγαρία, Ρουμανία. Το μοτίβο είναι σταθερό.

Εδώ η συζήτηση απομακρύνεται αρκετά από το παραδοσιακό αριστερό πλαίσιο. Καθώς η παραδοσιακή αριστερά βλέπει το κράτος σαν «όργανο της αστικής τάξης», που μέσα στη δημοκρατία αυτός ο χειρισμός πραγματοποιείται μέσω «προσωπικών δωροδοκιών και σχέσεων των κρατικών υπαλλήλων με τη μπουρζουαζία» συνεπώς η ρητορική περί αντί-διαφθοράς δεν είναι ξένη σε ένα κομμάτι της αριστεράς. Αντιθέτως το κράτος-πριν καταργηθεί- πρέπει πρώτα να εξ-ορθολογιστεί και να αποκτήσει σε αυτό πρόσβαση η εργατική τάξη. Συνήθως οι παραδοσιακές αναλύσεις, για την ερμηνεία των σύγχρονων φαινομένων καταφεύγουν στον «οικονομικό ιμπεριαλισμό» των ισχυρών χωρών προς τις αδύναμες, πράγμα όμως που δεν διαφοροποιεί το τελικό αποτέλεσμα: η εργατική τάξη πρέπει να πλαγιάσει με τη τοπική αστική τάξη στη πάλη στον «εξωτερικό εχθρό». Κάτι τέτοιο ακόμα και αν το δεχτούμε με όρους στρατηγικής, δεν είναι δυνατό, καθώς η διαδικασία του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι απλά μια ιδεολογική-πολιτική επιλογή ρύθμισης της συσσώρευσης αλλά πηγάζει από μια βαθύτερη διαλεκτική που εδώ δεν είναι η ώρα να τη αναλύσουμε .Αντιθέτως στη σημερινή εποχή είναι αρκετά διαφορετική. Η ρητορική περί αντί-διαφθοράς είναι εξορθολογισμός του κράτους στη φιλελεύθερη εποχή, που πάει χέρι χέρι με τη γενικότερη αναδιάρθρωση του κράτους και διάφορων μηχανισμών και τη γενική κρίση της αστικής δημοκρατίας(πχ αυτονόμηση των κεντρικών τραπεζών). Εξορθολογισμός του κράτους σημαίνει περαιτέρω φιλελευθεροποίηση του, ελαστικοποίηση των καθημερινών σχέσεων, εξατομίκευση των υποκειμένων και των σχέσεων με τον κρατικό μηχανισμό. παροχή «ίσων ευκαιριών με βάση τη αστική ισότητα»  αύξηση του ανταγωνισμού κτλ. Παρόλα αυτά η λύση δε μπορεί να είναι ούτε ο αριστερός-δεξιός (ή και τα δύο μαζί!) σοβινισμός του έθνους κράτους ούτε η ρητορική της αντί-διαφθοράς. Τέλος σε σχέση με το κείμενο, και βάσει του δικού μας προλόγου θα θέλαμε να προσθέσουμε ότι ακόμα και έτσι η διαφθορά (με τη έννοια που τη ξέρουμε σήμερα) θα αλλάξει μορφή και δεν θα εξαφανιστεί στην νέο-φιλελευθερη εποχή (όπως ίσως αφήνει το κείμενο μια αόριστη εντύπωση). Αντίθετα η διαφθορά, ως «παράτυπη» δραστηριότητα έξω από τους νόμους του κράτους, με κάποιο τρόπο θα συνεχίσει(και από τα κάτω και από τα πάνω) καθώς αυτός ειναι ο έσχατος τρόπος που έχουν τα αστικά υποκείμενα να παρακάμπτουν τους παγιωμένους/θεσμοποιημένους ταξικούς συσχετισμούς και να κινούνται. Με λίγα λόγια η διαφθορά στις διάφορες μορφές της αποτελεί αναγκαία συνθήκη της καπιταλιστικής κίνησης, του μεγέθους της αξίας και του ίδιου του υποκειμένου, εκτονώνει τις  θεσμοθετημένες ταξικές αντιθέσεις και επιτρέπει τη συνέχεια της συσσώρευσης.

Ανασυγκροτώντας το κράτος στη Ρουμανία.

Είναι ίσως η πρώτη φορά που τα συνεχή σκάνδαλα διαφθοράς της Ρουμανίας αποτελούν κάτι περισσότερο από απλά ένα σκάνδαλο. Παρέχουν τη δυνατότητα σοβαρής θεωρητικής σκέψης σχετικά με ευρύτερες κοινωνικές μεταβολές. Ωστόσο, αυτό δε συμβαίνει επειδή τα πρόσφατα γεγονότα τροποποίησαν δραματικά και με νέους τρόπους την κατάσταση, αλλά το αντίθετο: τα πρόσφατα γεγονότα και συγκεκριμένα η οικειότητα που τα χαρακτηρίζει, μας επιτρέπουν να δούμε την κατάσταση εκ νέου.

Αρχικά, επιτρέψτε μου να παρουσιάσω εν συντομία τα γεγονότα.

Η Elena Udrea, μέλος του κοινοβουλίου και πρώην υπουργός, συνελήφθη στις 11 Φεβρουαρίου με αρκετές κατηγορίες περί διαφθοράς μετά από περίπλοκες διαδικαστικές διατυπώσεις(τυπικότητες?) οι οποίες διήρκεσαν πάνω από μία εβδομάδα, συμπεριλαμβανομένης και μιας βραδινής, ειδικής συνεδρίασης του κοινοβουλίου. Η υπόθεση έλαβε μία δυσανάλογη μερίδα προσοχής από τα ΜΜΕ και το κοινό, όχι μόνο λόγω του δημοσίου προφίλ της Udrea αλλά και λόγω των καταγγελιών που εκείνη δημοσιοποίησε μόλις έμαθε για τη δίωξή της. Ενώ της έχουν προσάψει διάφορες κατηγορίες, για ξέπλυμα χρήματος, διαφθορά και «εμπόριο πολιτικής επιρροής» για τρεις διαφορετικές περιπτώσεις (αν και κάποιες από τις κατηγορίες έχουν εγκαταλειφθεί έκτοτε), εκείνη κατηγόρησε για την όλη υπόθεση τον νυν μεσάζων και επικεφαλής των Ρουμανικών μυστικών υπηρεσιών, Florian Coldea. Τον κατηγόρησε για την ενορχήστρωση της όλης υπόθεσης καθώς επίσης και για εμπλοκή στη διαφθορά. Για να αποδείξει τα λεγόμενά της, έκανε επίσημη καταγγελία στον ίδιο θεσμό ο οποίος άσκησε τη δίωξή της. Μετά από αυτούς τους ισχυρισμούς, ο Coldea κλίθηκε σε συνέντευξη από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή υπό την εποπτεία μάλιστα των μυστικών υπηρεσιών, όμως, μετά από μία πολύ σύντομη και ιδιαίτερα επιφανειακή συνεδρίαση, απαλλάχθηκε από κάθε αδίκημα.

Eν το μεταξύ, η Udrea, μετά την άρση της ασυλίας της, τέθηκε υπό αστυνομική κράτηση για τριάντα μέρες ενώ αντιμετωπίζει περαιτέρω κατηγορίες. Η κατάρρευσή της αυτή, παίρνει τη δραματική τροπή ενός Σαιξπιρικού σεναρίου. Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς θητείας του πρώην προέδρου Traian Basescu, εκείνη ήταν η πλησιέστερη σύμμαχος, συνεργάτης και φερέφωνο του, μάλιστα, σύμφωνα με κάποιους, πολύ στενή και έμπιστη φίλη του. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας, η Udrea παρουσίασε τον εαυτό της ως τον αυθεντικό διάδοχο του πρώην προέδρου και επωφελήθηκε από την ολοφάνερη και ένθερμη υποστήριξη που εκείνος είχε.

Η Udrea ανήλθε στην ισχυρή (αλλά άτυπη) αυτή θέση της πρώτης κυρίας της ρουμάνικης πολιτικής έχοντας ένα μέτριο υπόβαθρο, αλλά φαίνεται πως ήξερε καλά να ελιχθεί πολιτικά: έγινε δικηγόρος, (ένα επάγγελμα που συχνά συνδέεται με την πολιτική ελίτ), μεταπήδησε από τους σοσιαλδημοκράτες στο δεξιόστροφο δημοκρατικό φιλελεύθερο κόμμα όχι πολύ καιρό πριν το τελευταίο κερδίσει τις εκλογές του 2004 και παντρεύτηκε έναν πολύ ισχυρό και καλά δικτυωμένο πολιτικά επιχειρηματία, τον Dorin Cocos. Ο Cocos, παρεμπιπτόντως, είναι επίσης στη φυλακή επειδή έλαβε τεράστιες δωροδοκίες, προκειμένου να πείσει το ρουμανικό κράτος να ανανεώσει τη συνεργασία του με τη Μicrosoft. Η σύζυγός του, λένε οι εισαγγελείς, ενήργησε ως μεσάζων, δεδομένου των ισχυρών πολιτικών διασυνδέσεών της.

Ιδού το παράδοξο: Υπήρχαν ευρέως υπόνοιες ότι η Udrea και τα άτομα του κύκλου της εμπλέκονταν σε πολύ περίπλοκες και εξαιρετικά κερδοφόρες υποθέσεις διαφθοράς, κάτι που κρίθηκε, κυρίως από την επίδειξη χλιδής στην οποία επιδιδόντουσαν συχνά. Ταυτόχρονα όμως, η Udrea, είναι ένα πολιτικό πρόσωπο που βρίσκονταν πολύ κοντά στον πρώην πρόεδρο, του οποίου ολόκληρη η θητεία χτίστηκε σε μία πλατφόρμα ενάντια στη διαφθορά. Ακόμα και όταν ο ίδιος του ο αδερφός συνελήφθη για απόπειρα διάδοσης πολιτικών αντιλήψεων, ο πρόεδρος διαμαρτυρήθηκε αλλά δεν έσπευσε να τον βοηθήσει. Υπό το φως αυτών των εξελίξεων η αλληλεγγύη του στην Udrea έγινε ακόμα πιο ύποπτη, δεδομένου ότι ήδη από το 2012 είχε καταστεί σαφές πως μία μέρα, η τελευταία, θα κατηγορούνταν για διαφθορά.

Το μοιραίο συνέβη και το σύστημα τέθηκε σε λειτουργία από τον πρώην πρόεδρο, καταβροχθίζοντας την πλέον πολύτιμη συνεργάτη και φίλη του. Όπως υπέθεσαν κάποιοι όμως, το επόμενο θύμα θα είναι ο ίδιος ο πρόεδρος, μία αλλαγή στην πλοκή της υπόθεσης που σίγουρα θα θυμίζει όχι πια Σαίξπηρ αλλά αρχαία ελληνική τραγωδία. Η προσδοκία ότι η Udrea θα είναι αυτή που θα προδώσει τον πρώην πρόεδρο, εγείρει ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον της υπόθεσης αυτής.

Τελικά, που μας πάει αυτή η ιστορία; Ποιο είναι το ευρύτερο νόημα όλων αυτών των ιστοριών διαφθοράς οι οποίες εμπλέκονται μεταξύ τους, εάν τελικά ισχύουν όλα αυτά; Μέχρι στιγμής, η αφήγηση που κυριαρχεί είναι η εξής: μετά την επανάσταση του 1989, πρώην στελέχη του κομμουνιστικού καθεστώτος, ανέλαβαν δράση και μοίρασαν μεταξύ τους πολιτική και οικονομική εξουσία. Μονοπώλησαν την κρατική εξουσία σε όλα τα επίπεδα προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντά τους (συχνά ληστεύοντας κατευθείαν το κράτος) και χρησιμοποίησαν πολιτικά προνόμια και κυβερνητικές θέσεις με σκοπό να εξασφαλίσουν προστασία. Αποδυνάμωσαν το δικαστικό σύστημα και απέκλεισαν στο υπόλοιπο του πληθυσμού τα πολιτικά του δικαιώματα, γεγονός που τους μετέτρεψε σε απλούς παρατηρητές του τεράστιου πλούτου τους. Ωστόσο, η κοινωνική πίεση (που ασκήθηκε) για ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ συντέλεσε στην προϋπόθεση η κυβερνώσα τάξη να τηρεί όχι μόνο ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα (το οποίο έτσι και αλλιώς τους ταίριαζε μιας και ήταν εκείνοι οι κύριοι δικαιούχοι των ιδιωτικοποιήσεων) αλλά και ένα πρόγραμμα ενάντια στη διαφθορά. Έχοντας τη «ρετσινιά» μίας από τις πιο διεφθαρμένες χώρες στην Ευρώπη (αν και τα πρόσφατα σκάνδαλα Swissleaks και Luxleaks παρέχουν κάποια επιφύλαξη), η Ρουμανία (και η Βουλγαρία), έπρεπε να δεχτούν έναν μηχανισμό επιτήρησης ο οποίος θα εποπτεύει τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος σαν προϋπόθεση για την ένταξη στη ΕΕ.

Ως εκ τούτου, η καταπολέμηση της διαφθοράς έγινε ένα ισχυρό πολιτικό εργαλείο για τη διεκδίκηση της κρατικής εξουσίας. Αυτό οδήγησε στη διάσπαση εντός της μετά-κομμουνιστικής τάξης διακυβέρνησης, μεταξύ των λεγόμενων «προοδευτικών» «φατριών» που ήταν πρόθυμοι να εφαρμόσουν τις απαιτήσεις της ΕΕ και των αποκαλούμενων «συντηρητικών» «φατριών» -γνωστοί και ως «νέο-κομμουνιστές»- οι οποίοι ήθελαν να διατηρήσουν ένα status quo που λειτουργούσε υπέρ τους. Στην πραγματικότητα, ήταν ένας αγώνας της πρώην κομμουνιστικής τεχνοκρατικής αφρόκρεμας, η οποία ήθελε να χρησιμοποιήσει το πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιό της ώστε να συνδεθεί με τα συμφέροντα του παγκόσμιου κεφαλαίου, έναντι των εγχώριων ιδιοκτητών κεφαλαίου οι οποίοι προέρχονταν ως επί το πλείστον από τα κατώτερα στρώματα της πρώην νομενκλατούρας.

Αυτό άνοιξε το δρόμο της ανόδου στην εξουσία για τον Basescu και το νεοφιλελεύθερο κόμμα του το 2004, με την υποστήριξη διαφόρων τμημάτων της κοινωνίας των πολιτών, για μία σαφή αποστολή καταπολέμησης της διαφθοράς. Με την άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ και της ΕΕ, το δικαστικό σύστημα απελευθερώθηκε από τα προγενέστερα πολιτικά δεσμά του και στράφηκε εναντίον τοπικών επιχειρηματιών και πολιτικών. Το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό και είναι ίσως πιο εύκολο να κατονομαστούν εκείνοι που δεν έχουν ακόμα κατηγορηθεί, από εκείνους που έχουν. Και όπως είδαμε πιο πάνω, ο αγώνας αυτός δε φαίνεται να τελειώνει σύντομα.

Μερικά θεωρητικά σχόλια.

Η αφήγηση αυτή δεν είναι κατ’ανάγκην εσφαλμένη. Εστιάζοντας όμως τόσο πολύ στην επιτυχία της εκστρατείας κατά της διαφθοράς (μία ιστορία που οι Ρουμάνοι αρέσκονται να συγκρίνουν με την Ιταλική Mani pulite), επισκιάζονται άλλα κοινωνικά φαινόμενα. Σίγουρα όλοι αγαπούν τα success stories, ιδιαίτερα στη Ρουμανία όπου η διαφθορά αποτελεί στίγμα και λειτουργεί σαν ιστορική επεξήγηση. Αλλά η πραγματική σημασία της εκστρατείας κατά της διαφθοράς είναι ότι αντιπροσωπεύει την αυξανόμενη δύναμη του κρατικού μηχανισμού ενάντια στην πολιτική και οικονομική τάξη. Αυτή η δύναμη πηγάζει από την ικανότητα του κράτους να ευθυγραμμίζεται άμεσα με τις παγκόσμιες δυνάμεις, είτε του παγκόσμιου κεφαλαίου (όπως το ΔΝΤ), είτε τις πολιτικοστρατηγικές (όπως ο στρατός και οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, η γραφειοκρατία της ΕΕ, κ.τ.λ.). Με αυτόν τον τρόπο, καταφέρνει να παρακάμπτει σχεδόν ολοκληρωτικά την τοπική τάξη διακυβέρνησης (είτε τις πολιτικές ή τις επιχειρηματικές φατρίες) ειδικά από τότε που ολόκληρη η λειτουργία του κράτους στρέφεται προς παρεμπόδιση της επιρροής τους.

Ως εκ τούτου, η εκστρατεία ενάντια στη διαφθορά οδήγησε στη μείωση της πολιτικής επιρροής της τοπικής αστικής τάξης, κάτι που είχε διαφανεί ήδη από την ένταξη της Ρουμανίας στο ΝΑΤΟ και τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, γεγονός που έδωσε ώθηση πέραν του κανονικού στις μυστικές υπηρεσίες, με τον τοπικό πολιτικό έλεγχο να είναι προσβάσιμο μόνο σε λίγους και εκλεκτούς. Για να το θέσουμε διαφορετικά, η εθνική αστική τάξη (όρος με τον οποίο αναφέρομαι σε αυτήν την ασαφή ομάδα επιχειρηματιών και πολιτικών ελίτ, αλλά πιο συγκεκριμένα στη σχέση μεταξύ τους) έχει εξασθενήσει σημαντικά. Η πολιτική τους αντίληψη για την κρατική εξουσία, (ήδη ξεπερασμένη- μιλώντας με όρους οικονομικής δύναμης και σε σύγκριση με εκείνη του παγκόσμιου κεφαλαίου), είναι όλο και πιο επιφανειακή. Ακόμα και σε τοπικό επίπεδο, όπου «εγχώριοι βαρόνοι» μονοπωλούσαν ξεκάθαρα οικονομικές και πολιτικές λειτουργίες και ενεργούσαν πατερναλιστικά, η ισχύς της εθνικής αστικής τάξης διαβρώνεται. Επιπλέον καθίσταται σχεδόν αδύνατο να έχουν οποιουδήποτε είδους διεκδικήσεις απαιτήσεις από την κρατική εξουσία χωρίς να παρουσιάζουν σαν προτεραιότητα τον αγώνα κατά της διαφθοράς και χωρίς να υπόσχονται ότι θα διατηρήσουν την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος. Για παράδειγμα, η υποψία -άνευ αποδεικτικού στοιχείου- παρέμβασης στη διαδικασία καταπολέμησης της διαφθοράς, ήταν αρκετή για να τερματίσει την προεδρική θητεία του νυν πρωθυπουργού Victor Ponta το περασμένο φθινόπωρο.

Αυτό που παρατηρούμε τώρα στη Ρουμανία είναι ένα κράτος στερημένο πολιτικής, το οποίο λειτουργεί με μία λογική sui generis και μία άμεση άσκηση εξουσίας από τη μυστική αστυνομία ή από τη διεύθυνση καταπολέμησης της διαφθοράς (στην πραγματικότητα αυτές οι δύο είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους: τα διωκτικά αρχεία βασίζονται κυρίως σε απόρρητες πληροφορίες που παρέχονται από την μυστική αστυνομία). Η γραφειοκρατική τάξη του κράτους είναι λοιπόν η de facto τάξη διακυβέρνησης σε συνδυασμό με την παγκόσμια άρχουσα τάξη, μέσω των διακρατικών θεσμών της. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι η εθνική αστική τάξη της εποχής της μετάβασης έχει αντικατασταθεί από έναν κρατικό μηχανισμό, ο οποίος έχει μία δική του λογική αλλά και αυξημένα επίπεδα αυτονομίας. Η αυτονομία αυτή, είναι ευκολότερα διακριτή στους ίδιους τους μηχανισμούς που την αναπαράγουν, δεδομένου ότι η πρόσβαση και η προώθηση σε κομβικούς κρατικούς θεσμούς είναι όλο και περισσότερο εκτός της σφαίρας πολιτικών αποφάσεων ή δημοσίου ελέγχου.

Μία από τις συνήθεις αφηγήσεις της μεταβατικής περιόδου (που συζητιέται ακόμα και στους κόλπους της αριστεράς) ήταν αυτή της αδυναμίας του κράτους το οποίο συμπιέστηκε μεταξύ μίας μετά-κομμουνιστικής ελίτ και των νεοφιλελεύθερων επιταγών. Είναι αυτή η περίπτωση που ο Bourdieu ονομάζει το «αριστερό χέρι» του κράτους: πρόνοια και κοινωνικές δομές. Άλλοι θεσμοί του κράτους -ο στρατός, η αστυνομία και άλλοι κατασταλτικοί μηχανισμοί- αναπτύχθηκαν ανεξέλεγκτα μέχρι που τελικά έγιναν απαραίτητοι για να συγκρατήσουν το όλο οικοδόμημα όρθιο. Επιπλέον ακόμα και αν το κράτος είναι όντως σε υποδεέστερη θέση σε σχέση με το παγκόσμιο κεφάλαιο και τα διεθνή θεσμικά όργανα, όσον αφορά τους ίδιους του τους πολίτες είναι πολύ ισχυρό και κατασταλτικό. Η λειτουργία αυτή είναι που χαρακτηρίζει ένα κράτος ισχυρό ή όχι.

Εν ολίγοις, στη ρουμανική περίπτωση τα συμφέροντα της μετα-κομμουνιστικής αστικής τάξης και εκείνων της κρατικής γραφειοκρατίας δεν ταυτίζονται πλέον και η αυτονομία της γραφειοκρατίας από την πολιτική είναι πρωτοφανής ιστορικά. Κατά τα τελευταία 156 χρόνια του ρουμανικού πολιτειακού κράτους, η κρατική γραφειοκρατία ήταν απολύτως εξαρτώμενη από τα ταξικά σχέδια της εθνικής αστικής τάξης με μια πολύ σημαντική εξαίρεση: το 1940-1944 τη φασιστική δικτατορία, όταν ο κρατικός μηχανισμός μέσω των στρατιωτικών ταγμάτων, ανέλαβε δράση.

Ήταν ο Πουλαντζάς εκείνος που επεσήμανε ότι μία σημαντική αλλαγή σε κάποιον κυρίαρχο τομέα του κρατικού μηχανισμού (εννοούσε το στρατό) δε θα μπορούσε να εκληφθεί ως μία εγγενής τροποποίηση που περιορίζεται σε αυτόν τον κλάδο και μόνον. Η αλλαγή αυτή καθορίζεται πάντα από την τροποποίηση του όλου συστήματος του κρατικού μηχανισμού και έχει και η ίδια προκληθεί από μετασχηματισμούς των σχέσεων παραγωγής και λόγω εξελίξεων στην ταξική πάλη. Έτσι ακριβώς θα πρέπει να αντιληφθούμε την τρέχουσα επικράτηση του αγώνα κατά της διαφθοράς στη Ρουμανία (το οποίο βασικά σημαίνει την επικράτηση των μυστικών υπηρεσιών και της διεύθυνσης καταπολέμησης της διαφθοράς): μια μετατόπιση ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού προς μεγαλύτερη αυτονομία από τις (τοπικές) πολιτικές πεποιθήσεις και προς μία ανοιχτή ταξική αντιπαράθεση με αυτό. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας, πέραν από τις καθημερινές θεαματικές συλλήψεις, μένει ακόμα να φανούν.

Ενώ κανείς δεν θα πρέπει να θρηνεί για την πολιτική ασχετοσύνη της εθνικής αστικής τάξης (όπως κάνουν κάποιοι ηλικιωμένοι αριστεροί) ή να συγχέει την καταπολέμηση της διαφθοράς με την κοινωνική δικαιοσύνη (όπως κάνουν κάποιες ΜΚΟ), η αυξανόμενη αυτονόμηση του κράτους από την πολιτική θα πρέπει σίγουρα να μας προβληματίσει. Περιγράφει, τουλάχιστον, ένα διαφορετικό τομέα του αγώνα στον μετα-κομμουνιστικό κόσμο.

*Το άρθρο αυτό ολοκληρώθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2015 και οι λεπτομέρειες στις προαναφερθείσες περιπτώσεις μπορεί να έχουν αλλάξει.

Ο Florin Poenaru είναι ανθρωπολόγος και συν εκδότης του CriticAtac. Ασχολείται με ταξικά ζητήματα και ζητήματα μετά-κομμουνισμού

Συζήτηση

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Εθνική αστική τάξη vs Μηχανισμοί του κράτους. Λίγα σχόλια για τη Ρουμανία

  1. Συμφωνώ πολύ με την γενική κατεύθυνση, και τη διαπίστωση ότι αναδύεται μια νέα κρατική μορφή (με ανισόμετρη ανάπτυξή της), που κάποιοι ονομάζουν »ανταγωνιστικό κράτος» (Jessop, Cerny κ.α), εγώ προτιμώ τον όρο »επιχειρηματικό κράτος», αν και αμφιταλαντεύτηκα αρκετά ανάμεσα στα δύο-και πάλι, ως »επιχειρηματικό», το κράτος έχει ως βασικό στόχο την ανταγωνιστικότητά του, που δεν είναι όμως ποτέ ακριβώς »δική του», αφού το επιχειρηματικό κράτος είναι μια ζωντανή αντίφαση, η σχέση κεφαλαίου-κράτους ανεπτυγμένη στο βαθμό αντίφασης, αλληλοπρουπόθεσης και αλληλοαναίρεσης ταυτόχρονα. Ουσιαστικά προσφέρεις εμπειρικό υλικό σε μια τέτοια κατεύθυνση. Τσέκαρε και αυτό http://bestimmung.blogspot.gr/2015/03/o-ichel-foucault.html. Όσον αφορά την έννοια του »οργάνου της αστικής τάξης», είναι προβληματική όταν θεωρείται η αστική τάξη ένα σύνολο προσώπων. Δεν είναι προβληματική αν το κράτος θεωρηθεί ένα όργανο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, και όσο περισσότερο διεθνοποιημένη είναι αυτή, τόσο περισσότερο δεν μιλάμε για όργανο του εθνικού αλλά του δι-εθνικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου στις πιο πολύμορφες εκδοχές του. γ.ε

    Posted by Γιάννης Ευσταθίου | 17 Απριλίου, 2015, 04:51

Σχολιάστε

Αρχείο