//
you're reading...
Αναλύσεις, μεταφράσεις

Τα Smartphones και η σημαία της Ε.Ε

Light Features in Fog_Budapest

Tα smartphones και η ΕΕ. Σχόλια πάνω στην καθυστερημένη Ουγγρική άνοιξη.

Εισαγωγή-Μετάφραση a ruthless critique

Τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουγγαρία έρχονται να επιβεβαιώσουν την απόσταση που χωρίζει την σημερινή καπιταλιστική συγκυρία από την συγκυρία του κλασσικού εργατικού κινήματος των περασμένων δεκαετιών. Αυτό θέτει ξανά το επιτακτικό ερώτημα να εξετάσουμε τη διαλεκτική σχέση κράτους-αστικής κοινωνίας-σύνθεσης κεφαλαίου, που ορίζει την σχέση του ατόμου με το χρήμα και την κοινωνική αναπαραγωγή. Περαιτέρω οφείλουμε να δούμε πως το κράτος λόγω ακριβώς αυτής της διεθνούς πλέον αλλαγής στη σύνθεση κεφαλαίου, αλλάζει τη διάρθρωση του ίδιου του έθνους κράτους στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλισμού. Για μια ακόμα φορά, μικροϊδιοκτήτες, εργάτες και άνεργοι, χούλιγκανς, ακροδεξιοί και αναρχικοί, όλοι μαζί με έναν παράδοξο τρόπο για εμάς-αλλά απ’ ότι φαίνεται λογικό για εκείνους- βγήκαν στο δρόμο να εγκαλέσουν το κράτος ως πολίτες. Και βέβαια μεταφράζουν πάλι-όπως είναι εμφανές από το κείμενο- τη κρίση του έθνους κράτους(δηλαδή την χρηματοπιστοποίηση του, και ταυτόχρονα την αστικοδημοκρατικότητα του, την ανοιχτότητα του) με όρους που φέρουν συγκεκριμένους άξονες. Ποσοτική κριτική του κεφαλαίου ως «υπερβολικού πλούτου» και συνεπώς αίτημα για αναδιανομή αυτής της μορφής πλούτου(αξία-χρήμα), το κράτος ως ουδέτερος μηχανισμός που η αποτελεσματικότητα του είναι απλά ζήτημα πολιτικής διαχείρισης, και κυριότερα, η αφηρημένη πάλη(κινήματα πολιτών, πλατείες κτλ) γίνεται ως προς ιδεατά πρότυπα ζωής και πολιτικούς στόχους και όχι με άμεσες διεκδικήσεις(πχ η ΕΕ είναι καλύτερη ή η Ρωσία). Από τα παραπάνω είναι εμφανές ότι τόσο το κράτος όσο και το χρήμα εξακολουθούν να γίνονται αντιληπτά ως «ουδέτερα εργαλεία» που επιδέχονται χειρισμούς και όχι ως αντιφατικές διαμεσολαβήσεις που έχουν μια συγκεκριμένη δική τους λογική. Δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα ΕΕ ή Ρωσία εκφράζεται και σε χώρες τυπικά εντός ΕΕ οι οποίες όμως δεν έχουν το «επίπεδο της ΕΕ». Αυτό επιβεβαιώνει ακόμα περισσότερο την συνέχεια του φετιχισμού του κράτους και του χρήματος ως «ουδέτερων στοιχείων» τα οποία επιδέχονται απεριόριστους χειρισμούς. Εκεί γειώνεται και η λογική ότι ενώ είμαστε στην ΕΕ, «δεν είμαστε Ευρώπη» και αυτό είναι ευθύνη όλων των («διεφθαρμένων») κυβερνήσεων. Έτσι προκύπτει η παρατήρηση ότι ενώ η αντίφαση του κράτους γίνεται αντιληπτή με κάποιο τρόπο, δεν διατείνεται ο φετιχισμός του. Με αυτό θα ασχοληθούμε παρακάτω.

Η αποσύνθεση της εργατικής ταυτότητας στο Ουγγρικό συγκείμενο.

Στην Ουγγαρία, μετά την πτώση του «κομμουνιστικού» καθεστώτος, και το σοκ της μετάβασης, την άγρια ανεργία και την απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου .Ωστόσο παρατηρείται και εδώ μια ρευστοποίηση της εργατικής ταυτότητας. Με αυτό φυσικά δεν εννοούμε ότι παύουν να υπάρχουν εργάτες στην Ουγγαρία. Η Ουγγαρία λοιπόν εκ πρώτης όψεως είχε «υγιείς» οικονομικούς δείκτες, και η εργατική της τάξη, αν την ορίσουμε ως προς τα μέσα παραγωγής, κάθε άλλο παρά απούσα ήταν. Αλλά κινηματικά, ως υποκείμενο, δεν εμφανίστηκε πουθενά, και δεν μπορούμε να αρκεστούμε για να το δικαιολογήσουμε αυτό στην απουσία μιας «εργατικής πρωτοπορίας». Μια πιο προσεκτική ματιά στους δείκτες της Ουγγαρίας θα δείξει ότι η Ουγγαρία φέρει τις ίδιες αντιφάσεις που φέρει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός στη φάση της συνεχούς αναδιάρθρωσης. Από στην περίοδο 1991-2008 τεχνολογικές καινοτομίες διαδίδονται στις Ουγγρικές επιχειρήσεις και παρά το γεγονός ότι η ανεργία της είναι χαμηλή (7,5%) η νεανική ανεργία όλα αυτά τα χρόνια αυξάνεται σταθερά(περίπου 17%), ενώ παρατηρούνται συνεχείς μετακινήσεις εργατικού δυναμικού. Επιπρόσθετα όσοι μπορούν, φεύγουν πρόωρα από την εργασία σχηματίζοντας μια δεξαμενή 45%μη εργαζόμενου πληθυσμού. Ταυτόχρονα οι κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια(μέχρι το 2008) εγκαινιάζουν σταδιακά επιθετικά πακέτα περικοπών του έμμεσου μισθού και μέτρων επισφάλειας, οι νέοι εργάτες και εργάτριες, που προσλαμβάνονται στις επιχειρήσεις και στο βιομηχανικό τομέα[1](η επανατοποθέτηση εργατών είναι θετική) προσλαμβάνονται υπό άλλο νομικό καθεστώς από τους παλιούς, ενώ οι περισσότεροι προσλαμβάνονται στον γιγαντιαίο (65%) τομέα υπηρεσιών της Ουγγαρίας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Η απορρόφηση των εργαζομένων σε μικρές πολυάριθμες εργασιακές μονάδες υπηρεσιών(ενώ προφανώς τους κάνει εργάτες με την αυστηρή έννοια του όρου) δεν τους δημιουργεί και κατακερματίζει την «εργατική ταυτότητα». Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των πολλών κεφαλαίων μεταξύ τους, η επισφάλεια σε συνδυασμό με την υπόσχεση ή την (όλο και μικρότερη πρακτικά, όλο και μεγαλύτερη θεωρητικά) προοπτική ανόδου, το γεγονός ότι τα άτομα πλέον περνούν μεγάλο μέρος της ζωής τους εκπαιδευόμενα(με ατομικές διαδρομές) για την «εργασία» τους, τους απομακρύνει από την κλασική εργατική ταυτότητα, η στροφή από τους σχετικά ανειδίκευτους ή βιομηχανικούς εργάτες σε μορφωμένους εργάτες των υπηρεσιών, και κυρίως το γεγονός ότι οι υπηρεσίες είναι ένας εργασιακός τομέας που παράγει θα λέγαμε «εμπορεύματα(υπηρεσίες) πλήρους υπαγωγής, δηλαδή ειδικά εμπορεύματα για τον ΚΤΠ, κατακερματίζει την εργατική ταυτότητα με όρους «χειραφέτησης» απέναντι στο κεφάλαιο, γιατί πολύ απλά στην πλήρη υπαγωγή, αυτά τα εμπορεύματα είναι αυστηρά-ως αξίες χρήσης πλέον-εμπορεύματα του κεφαλαίου, υπάρχουν μόνο σε αυτό, και οι εργάτες σε αυτά είναι προσδεδεμένοι στα κεφάλαια τους, τόσο λόγω του ανταγωνισμού και τις επισφάλειας όσο και λόγο του ότι δεν μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους εκτός αυτών, άμα χειραφετηθούν ως εργάτες σε αυτό το επάγγελμα. Κάθε κίνημα αρθρώνεται εντός των συνθηκών που βρίσκει έτοιμες στην κοινωνία που το γεννούν, και ως προς το κράτος του. Τα ποσοστά συσσώρευσης είναι χαμηλά, και οι επενδύσεις οι ίδιες επισφαλείς, ο κίνδυνος τις διώχνει, κάτι ου στο παρελθόν στη Ουγγαρία έγινε. Πέρα από αυτό, η ρευστοποίηση της εργατικής ταυτότητας πρέπει να αποδοθεί στον  ίδιο τον «νέο» ρόλο του κράτους και στη σχέση με το παρελθόν του(σοσιαλιστικό κράτος). Το κράτος πλέον στα πλαίσια του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση προσέλκυσης πιστωτικών κεφαλαίων ως άμεσων επενδύσεων και ως παράγοντα νομισματικής σταθερότητας. Από το 1991 και μετά οι εργάτες, αλλά και η μεσαία τάξη μικροϊδικοτητών που δημιουργήθηκε στην Ουγγαρία[2] βλέπει το κράτος να κάνει τις αναγκαίες περικοπές για την αναγκαία υποτίμηση, και αύξηση των δεικτών, προσέλκυση κεφαλαίων κτλ, βλέπει το κράτος να κάνει την «επίθεση», μέσω διαταξικών φόρων(φόροι κατανάλωσης, φόροι ίντερνετ(!), δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς…) και να γίνεται φορέας της συγκεντροποίησης οπότε τα κινήματα συγκροτούνται ως προς ζητήματα εκπροσώπησης και φορολογικής πολιτικής, νιώθουν ότι αυτό το κράτος του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού δεν τους εκπροσωπεί.

Τέλος και κυριότερα η ρευστοποίηση της εργατικής ταυτότητας θα πρέπει να αναζητηθεί στη ίδια τη διαδικασία της μετάβασης του εργατικού «αποτυχημένου» κράτους στο αστικό «επιτυχημένο» κράτος. Η χρηματική κυκλοφορία και η «ουδετερότητα» των αστικών υποκειμένων, η ελευθερία με την αστική έννοια, προφανώς υπήρχε από την «σοσιαλιστική» εποχή, το χρήμα βιώνονταν ως αυτό που μπορεί να ανταλλαγεί με τα «πάντα». Παρόλα αυτά στο σοσιαλιστικό παρελθόν η εργατική ταυτότητα βιωνόταν ως «εξωτερικός κρατικός καταναγκασμός», ο εργάτης όσο κεφάλαιο και αν συγκέντρωνε-κουτσά στραβά- δεν μπορούσε ποτέ να γίνει μικρο-επιχειρηματίας, αυτοαπασχολούμενος κτλ. Σε όλες τις πρώην ανατολικές δημοκρατίες, είναι «talk of the town» ότι παρά το σοκ, και την επισφάλεια, η πτώση βιώθηκε (και) ως απελευθέρωση από την «αναγκαστική» εργατική ταυτότητα, ως απελευθέρωση του αστικού υποκειμένου, που πλέον μπροστά του ανοίγονται (θεωρητικά) όλες οι πιθανότητες της δραστηριότητας της αστικής κοινωνίας. Αν δεχτούμε το γεγονός ότι η εργασία και το χρήμα, έχουν μια αναπόσπαστη νομική και συνεπώς κρατική πλευρά, και ότι τα άτομα συγκροτούνται πάνω της και ως νομικά υποκείμενα, προφανώς η πτώση παρά τα αδιαμφισβήτητα αρνητικά χαρακτηριστικά της βιώθηκε ως  νομική χειραφέτηση(ή ολοκλήρωση) του αφηρημένου αστικού υποκειμένου, γιαυτό και βιώθηκαν ως «γιορτή της Δημοκρατίας» και στον κυρίαρχο λόγο ακόμα και σήμερα στην Ουγγαρία το σοσιαλιστικό καθεστώς αναφέρεται ως «η δικτατορία». Συνεπώς δεν είναι τυχαίο που οποιαδήποτε απομάκρυνση από την ιδεατή δημοκρατία και μείωση της «κοινωνικής κινητικότητας», νοείται στο συλλογικό φαντασιακό ως «επιστροφή στον εξωτερικό κρατικό καταναγκασμό της εργασίας» ή τέλος πάντων στους «φραγμούς» στην πλήρωση του αστικού υποκειμένου. Αυτός είναι και ένας από τους βασικότερους λόγους που το «κίνημα» μένει προσκολλημένο στην αστική γλώσσα που περιγράφει του κείμενο.

Ο διεθνής καταμερισμός εργασίας όμως έχει και μια άλλη πλευρά. Κάνει εμφανή την αντίφαση μεταξύ αφηρημένου και συγκεκριμένου όχι σε επίπεδο χρήματος αλλά σε επίπεδο κράτους. Δηλαδή το κράτος εμφανίζεται διαρκώς να έχει-παντού, όχι μόνο στην Ουγγαρία- μια έλλειψη δημοκρατικότητας. Το κράτος είναι ανοιχτό-καθώς αποτελεί κοινωνική σχέση των αστικών υποκειμένων– από την άλλη διαρθρώνεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής αλυσίδας που του επιβάλει κάποιες συγκεκριμένες τακτικές επιλογές αξιοποίησης. Το κράτος συνεπώς παραμένει αστικό, αλλά αναγκάζεται να καταστέλλει και να υποτιμά μέρος της κοινωνικής του βάσης για να μπορέσει να την εντάξει στη παγκόσμια καπιταλιστική σφαίρα, με τρόπο αξιοποιήσιμο. Εδώ εμφανίζεται μια αντίφαση που ερμηνεύεται διαφορετικά τόσο από τον λαό, αλλά και τους ίδιους τους πολιτικούς φορείς. Το κράτος εμφανίζεται ή ως ελλειμματικά δημοκρατικό-οπότε πρέπει να γίνει αγώνας για δημοκρατία- ή ως ελλειμματικά εθνικό-το κράτος δηλαδή δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικής του αστικής κοινωνίας, οπότε πρέπει να γίνει αγώνας για «εθνική ανεξαρτησία» ή και τα δύο(περίπτωση Βουλγαρίας) δηλαδή το κράτος είναι ελλειμματικά εθνικό γιατί είναι ελλειμματικά δημοκρατικό, δεν μπορεί δηλαδή ο «λαός» να εκλέξει κάποιον που τον εκπροσωπεί. Συνεπώς η αντίφαση μεταξύ αξίας(αξιοποίησης του κεφαλαίου) και πραγματικού πλούτου(της κοινωνικής αναπαραγωγής) εμφανίζεται ως αντίφαση μεταξύ του «κράτους» και της «κοινωνίας». Ακόμα περισσότερο η αντίφαση αυτή εμφανίζει και αναπαράγει την ψευδαίσθηση ότι αυτά τα δύο (κράτος-κοινωνία) είναι εντελώς ξεχωριστά πράγματα που έρχονται αντιμέτωπα. Μιλάμε δηλαδή για κρίση(ή αναδιάρθρωση) του έθνους κράτους και της σχέσης του με την διεθνή διάρθρωση του κεφαλαίου. Κρίση του έθνους κράτους ως κοινωνικής σχέσης.

Πως μπορούμε να μιλάμε πλέον με παραδοσιακούς όρους; Με όρους εργατικού(μόνο) κινήματος. εργατικής τάξης και ιμπεριαλισμού. Η κάθε πολιτική εκφράζεται και συγκροτείται μέσα στα ιδιαίτερα ιστορικά της όρια. Πως μπορούμε να μιλάμε για αντιιμπεριαλισμό, ή για θεωρίες αντι-εξάρτησης(όπως το κείμενο. δυστυχώς…) όταν δεξιές(πολύ δεξιές…) κυβερνήσεις μέσα στη κρίση εγκολπώνουν και εκφράζουν την αντιιμπεριαλιστική( ή αντι-εξάρτηση) ρητορική; Η κρίση του έθνους κράτους εκφράζει αλλά και θέτει το ερώτημα: μπορούμε ακόμα να μιλάμε με το ΕΕ-ΝΑΤΟ-το ίδιο συνδικάτο; Όταν ακριβώς αυτή η ρητορική βρίσκει πλέον το ιστορικό της έδαφος στην παρούσα συγκυρία εκεί που ήταν το βαθύτερο περιεχόμενο της, την «εθνική απελευθέρωση» και την συνεπαγόμενη παράβλεψη τόσο της προοπτικής της ταξικής πάλης(και όχι μόνο της «εργατικής ταξικής πάλης»), τη (ανά)συγκρότηση του έθνους κράτους, τη συσκότιση των θεμελιωδών κατηγοριών του κεφαλαίου, και τελικά την αναπαραγωγή της πολιτικής, της αστικής ενότητας και της παγκόσμιας εμπορευματικής αλυσίδας ως βαθύτερο περιεχόμενο των κρατικών και διακρατικών ανταγωνισμών και συνασπισμών.

[1] Η μετάθεση εργαζομένων στην Ουγγαρία λόγω τεχνολογικών καινοτομιών ήταν σχεδόν πάντα θετική, αλλά ταυτόχρονα μείωνε τον ρυθμό απορρόφησης νέων εργαζομένων, με αποτέλεσμα την αύξηση της νεανικής ανεργίας, και ταυτόχρονα την αύξηση της επισφάλειας. Αυτό οδήγησε στην πρόωρη συνταξιοδότηση πολλούς εργαζόμενους που προτίμησαν την ασφάλεια της σύνταξης από το μισθό. Αυτό δημιούργησε ένα 45% του πληθυσμού να μην εργάζεται και να είναι στη σύνταξη ή στο επίδομα, μειώνοντας τους δείκτες της Ουγγρικής οικονομίας, και δημιουργώντας περισσότερες πιέσεις στην εργασία, οι συντάξεις εμφανίζονταν ως μεγάλο κόστος.

[2] Προφανώς και πιο παλιά το κράτος είχε το ρόλο του να περικόπτει συντάξεις και μισθούς. Παρόλα αυτά στο παρελθόν, το κράτος το έκανε αυτό σε περιόδους κρίσης, για να επαναφέρει τα ποσοστά συσσώρευσης και την ομαλή «αναπτυξιακή πολιτική» για να ενσωματώσει το προλεταριάτο στην εργασία εκ νέου, όταν το επέτρεπε η σύνθεση κεφαλαίου(σχηματίζοντας ένα προνοιακό κράτος). Τώρα από το 80 και μετά η κρίση/αναδιάρθρωση είναι μια συνεχής κατάσταση και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και η «πίστη» βρίσκεται στο τιμόνι της παγκόσμιας συσσώρευσης. Μέσα σε αυτή τη κατάσταση μεγαλώνουν γενεές που το μόνο που γνωρίζουν είναι μέτρα λιτότητας, συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και επιθετικό-αντιφατικό-κράτος, πριν φτάσουν στην εργασία, ή και ενάντια στο ιδιαίτερο κεφάλαιο στο οποίο εργάζονται, συνεπώς αρθρώνουν έναν λόγο ενάντια σε αυτό το βίωμα, το οποίο δεν είναι η άμεση σύγκρουση «κεφαλαιοκράτη-εργαζόμενου», αλλά η γενική μείωση «ευκαιριών» με την αστική έννοια. Αυτή η κατάσταση προφανώς και ευνοεί το κεφάλαιο σαν ευρύτερη κοινωνική σχέση και δυναμική, αλλά αυτό, με τις παρούσες κοινωνικές σχέσεις δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό. Και εκεί είναι το πρόβλημα. Ο λόγος αρθρώνεται ενάντια στις «ελίτ»(το «υπερβολικό, συγκεντροποιημένο κεφάλαιο») και την αντίφαση του κράτους.

Το κείμενο είναι γραμμένο σε κάποιο βαθμό, με βάση τις θεωρίες εξάρτησης και τους «γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς των «ελίτ». Αν και είναι δεδομένες οι διαφωνίες μας με αυτές τις θεωρίες και πιστεύουμε ότι μαζικά αντιφατικά γεγονότα δεν είναι δυνατό να αποδίδονται μόνο σε γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, το κείμενο μεταφράζεται και δημοσιεύεται γιατι αποτυπώνει γλαφυρά την αντίφαση του Ουγγρικού κράτους στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Ένα άλλο πρόβλημα του κειμένου είναι ότι αποδίδει την εξαφάνιση της εργατικής ταυτότητας και την προσκόλληση των διαδηλωτών στα κεφάλαια τους(ανατολικά ή δυτικά) μόνο στα ΜΜΕ και όχι σε ενδογενείς αντιφάσεις της ταξικής πάλης και της παραγωγής. Οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, και τα αδιέξοδα που αυτοί προκαλούν για εμάς είναι εμφάνιση μιας βαθύτερης δυναμικής η οποία δεν έχει να κάνει μόνο με τις «Μεγάλες δυνάμεις» αλλά με την ίδια τη κρίση του εσωτερικού/εξωτερικού του έθνους κράτους σήμερα και του τρόπου που λειτουργεί..

Τα ουγγρικά γεγονότα.

Μέρος Ι, τα γεγονότα.

Στις 25 Οκτωβρίου, δεκάδες χιλιάδες διαδήλωσαν στη Βουδαπέστη κατά της νέας πρότασης της κυβέρνησης να εισαγάγει 0,5 ευρώ / 1GB φόρος επί της κυκλοφορίας δεδομένων στο διαδίκτυο. Αφου η διοργάνωση είχε επίσημα τελειώσει, διαδηλωτές προχώρησαν στην έδρα του κυβερνώντος κόμματος, Fidesz, έριξαν κάτω μέρος του φράχτη, έριξαν παλιά εξαρτήματα υπολογιστών στο κτίριο σπάζοντας τα παράθυρα, και κάρφωσαν τη σημαία της ΕΕ στο μπαλκόνι.Οι Διαδηλωτές ανακοίνωσαν άλλη μια διαδήλωση σε 48 ώρες, σε περίπτωση που ο φόρος στο internet δεν ανακληθεί.Το Fidesz αντέδρασε αμέσως, περνώντας ένα νομοσχέδιο για να αυξήσει τον φόρο στο διαδίκτυο σε 2,5 ευρώ για τους πολίτες και 16,5 ευρώ για τις επιχειρήσεις. Αυτή τη φορά, η τεχνική της ανακοίνωσης σκληρών μέτρων τα οποία μπορούν να μειωθούν αργότερα, δεν λειτούργησε. Την Τρίτη 28 του Οκτώβρη, με ακόμη μεγαλύτερους αριθμούς, έγινε πορεία στους δρόμους της Βουδαπέστης, καθώς και μικρότερες διαδηλώσεις σε 13 πόλεις της Ουγγαρίας.

Σε ομιλίες και συνεντεύξεις των διοργανωτών, το γεγονός μπαίνει σε πλαίσια δημοκρατίας, ελευθερίας της πληροφόρησης, καθώς και της σημασίας του πολιτικού ακτιβισμού ενάντια στο πρόσωπο των αντιδημοκρατικών μέτρων και την περιστολή των δικαιωμάτων από την κυβέρνηση. Ένα άλλο ισχυρό κίνητρο ήταν αυτό της διαφθοράς, καθώς και οι ανεπαρκείς οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης. Σε αντίθεση με τη μαύρη λίστα των Ηνωμένων Πολιτειών περί διαφθοράς που περιλαμβάνει μέσα κορυφαίους αξιωματούχους της Ουγγρικής κυβέρνησης (σύμφωνα με ορισμένες πηγές, συμπεριλαμβανομένου και του επικεφαλής της Εθνικής ΔΟΥ), ο φόρος για το διαδίκτυο χαρακτηρίστηκε ως συμβολική πράξη από τους πολίτες που αναγκάζονται να πληρώνουν υπερβολικά ποσά που χάνονται στο λαβύρινθο της διαφθοράς. Η γέφυρα μεταξύ των δύο λογικών αποτελείται, από την ιδέα της κοινωνίας των πολιτών και απαιτεί την επιστροφή στη δημοκρατική εξουσία και την προστασία του ατομικού οικονομικού συμφέροντος. Όπως ένας διοργανωτής το έθεσε κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης της Τρίτης στη Βουδαπέστη, «Η διαφθορά, η έλλειψη της αρχής και ο παραλογισμός ωθεί τη χώρα σε παρακμή. Αν μπορούμε να πιστέψουμε στη δύναμή μας, θα είμαστε σε θέση να σταματήσουμε το φόρο στο διαδίκτυο, καθώς και τις πολιτικές που αγνοούν την ουγγρική κοινωνία. «

Μεταξύ των διαδηλωτών, οι ερμηνείες ήταν πιο ποικίλες. Παρόμοια με τις πρόσφατες βουλγαρικές και ρουμανικές διαμαρτυρίες, ο κύριος όγκος των διαδηλωτών προέρχεται από τη μεσαία τάξη,που βιώνει μια συμπίεση στην οικονομική όσο και ηθική ευημερία της. Οι μεγάλοι αριθμοί των διαδηλωτών είναι πιθανότατα αποτέλεσμα της αύξησης των μελών αυτής της κοινωνικής ομάδας, που μέχρι στιγμής δεν είχαν κινητοποιηθεί και ανταποκριθεί σε προσκλήσεις από πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης. Τυπικές απαντήσεις που δόθηκαν από αυτούς τους συμμετέχοντες σε δημοσιογράφους αναφέρουν μια απόσταση από την πολιτική και τα κόμματα, και μια οργή για το φορολογικό σχέδιο στο διαδίκτυο, καθώς και για άλλους φόρους, περικοπές, και διαφθορά.

Μία από τις πολιτικά ενεργές μικρότερες ομάδες στις εκδηλώσεις είναι ένα χαλαρό δίκτυο ανθρώπων που δικτυώθηκαν μεταξύ τους μέσω των διαφόρων κινητοποιήσεων, όταν το Fidesz ήρθε στην εξουσία το 2010. Στις φοιτητικές διαδηλώσεις, ομάδες κατά της αναδιάρθρωσης των εκπαιδευτικών και πολιτισμικών υποδομών, καθώς και σε πολλές δράσεις για την υποστήριξη των συνταγματικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, το δίκτυο αυτό ανέδειξε το πρόβλημα «δημοκρατίας» και της δημοκρατικότητας της Ουγγαρίας υπό την κυβέρνηση Orbán. Μια σημαντική διαφορά που θέτουν αυτό το δίκτυο σε αντιδιαστολή με παλαιότερες διαμαρτυρίες του αποσυντεθειμένου σοσιαλφιλελεύθερου συνασπισμού είναι ότι μιλούσαν στο όνομα της κοινωνίας των πολιτών, και δεν υποστηρίζουν τα πρώην κόμματα του συνασπισμού.

Άλλες πολιτικά ενεργές ομάδες στις διαδηλώσεις αποτελούν οι ultras, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στις 25 Οκτωβρίου για μια προηγουμένως αναγγελθείσα διαδήλωση κατά των νέων κανονισμών για τη διεξαγωγή ποδοσφαιρικών αγώνων, αλλά αργότερα προσχώρησε στα γεγονότα στην έδρα του Fidesz. Μια αναρχική ομάδα αλλά και νεο-εθνικιστικές φωνές ήταν επίσης παρών στην 25η Οκτωβρίου. Εκείνη τη στιγμή, η προώθηση και ανάρτηση της σημαίας της ΕΕ στα γραφεία του κυβερνώντος κόμματος επικρίθηκε από αιτήσεις για ουγγρικές σημαίες να χρησιμοποιούνται επίσης στη διαδήλωση. Ωστόσο, από τις 28 Οκτωβρίου, η ευρωπαϊκή σημαία «έκλεψε την παράσταση», καθώς οι διαδηλωτές προσπάθησαν να καρφώσουν τη σημαία της ΕΕ στο κοινοβούλιο, και φώναζαν «Ευρώπη! Ευρώπη! ». Τότε φάνηκαν τρεις σοσιαλιστές βουλευτές της αντιπολίτευσης να κρεμούν μια άλλη σημαία της ΕΕ έξω από ένα παράθυρο του Κοινοβουλίου.

Ανεκδοτολογικές εμπειρίες και τυχαίες μίνι-συνεντεύξεις από τον Τύπο μεταφέρουν ένα ευρύτερο φάσμα απόψεων και κινήτρων. Πέρα από την ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την αγανάκτησή για τους φόρους, και τις ευρωπαϊκές αξίες, οι διαδηλωτές μιλούν οργισμένα για την καταναλωτική ελίτ, τη φτώχεια τους, την έλλειψη οικονομικών ευκαιριών, και τη μετανάστευση. Στην εύρυθμη «δημοκρατία», τα θέματα αυτά είναι λιγότερο διαδεδομένα, και εμφανίζονται ως πλευρές της «γενικής ανελευθερίας».

Από την πλευρά της κυβέρνησης, μέχρι τώρα πρωτοφανής σιωπή και άκαμπτη αντίδραση ακολούθησε τα γεγονότα. Ενώ o επικεφαλής της κυβέρνησης Βίκτορ Όρμπαν ήταν διακοπές στην Ελβετία, το Fidesz  και ο πολιτικός Szilárd Németh ισχυρίστηκε ότι το νομοσχέδιο για το φόρο στο διαδίκτυο θα περάσει, οι πάροχοι θα μπορούν να περνούν το βάρος στους καταναλωτές, ενώ είπε ότι γνωρίζει ότι οι διαδηλωτές θα πάνε σπίτι τους, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν.Η Κυβέρνηση ελέγχοντας τα κρατικά μέσα ενημέρωσης διατηρείται σχεδόν πλήρη σιωπή σε σχέση με τις διαδηλώσεις, ενώ τα κυβερνητικά ΜΜΕ απέδωσαν τις διαμαρτυρίες σε ένα συνασπισμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των ξένων δυνάμεων, με αναφορές σε ένα «Μαϊντάν» σενάριο.

Ο φιλό ΕΕ τύπος έδωσε ισχυρή προβολή στις διαδηλώσεις, παρουσιάζοντας τες ως σύγκρουση με τη δημοκρατία και τα πολιτικά δικαιώματα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντέδρασε με ασυνήθιστη ταχύτητα στην ιδέα ενός φόρου κίνησης δεδομένων, και τον καταδίκασε ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου της κυβέρνησης Βίκτορ Όρμπαν για «οπισθοχώρηση των δικαιωμάτων και της ελευθερίας». Αυτή η αντιμετώπιση των διαδηλώσεων δεν ήρθε ως έκπληξη. Κατά τις τελευταίες δύο εβδομάδες, η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες εκφράστηκαν πολύ πιο επιθετικά από τις προηγούμενες φορές, περί της πορείας της Ουγγρικής δημοκρατίας και των ελευθεριών σε αυτή, και σε σύγκριση με άλλες χώρες μη μέλη του ΝΑΤΟ, όπως το Αζερμπαϊτζάν, τη Ρωσία, τη Βενεζουέλα και την Αίγυπτο.Η βοηθός γραμματέας του κράτους για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις Victoria Nuland κατέστησε σαφές ότι υπάρχει μια ένταση μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ και της πολιτικής Όρμπαν. Στα μέσα Οκτωβρίου, κορυφαίοι Ούγγροι αξιωματούχοι  μπήκαν στη μαύρη λίστα από τις ΗΠΑ λόγω διαφθοράς, μια επιθετική χειρονομία προς την κυβέρνηση. Δηλώσεις ότι ζητήθηκε να αποκλειστεί η Ουγγαρία από την ΕΕ έγιναν πρωτοσέλιδα. Η είδηση για νέες διαδηλώσεις προφανώς εντάσσεται σε ένα τέτοιο πλαίσιο.

Μία από τις κύριες γραμμές της πολιτικής Βίκτορ Όρμπαν ήταν να διευρυνθούν τα όρια των ελιγμών για την εθνική οικονομία και εξουσία και να μετατρέψει την μονομερή εμπορική συνεργασία (Δυτική) για πολλαπλή (Δυτική και Ανατολική). Αυτά που περιγράφονται και υπόσχονται στους ψηφοφόρους ως μια ευρεία ευκαιρία για την ουγγρική επιχείρηση σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο,αποδείχτηκαν ψεύτικες ελπίδες. Οι προσπάθειές του να κερδίσει μια θέση διαπραγμάτευσης ως «γέφυρα» για την Ευρασιατική ένωση και τα κινεζικά οικονομικά συμφέροντα στην καρδιά της ΕΕ ενόχλησαν τις ΗΠΑ που βλέπουν να απειλείται η ενότητα της Ατλαντικής συμμαχίας λόγω της πολιτικής Πούτιν και της οικονομικής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσίας. Εν μέσω νέων γεωπολιτικών εντάσεων, και πλαισιωμένο με  ορολογία περί «νέου Ψυχρού Πολέμου», στο πλαίσιο του εν εξελίξει πόλεμου στην Ουκρανία,τη σύμβαση Όρμπαν για πυρηνικό εργοστάσιο με τη Ρωσία, τη στήριξη για τον αγωγό φυσικού αερίου South Stream, παρά την απαγόρευση της ΕΕ, την άρνηση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο στην Ουκρανία σε περίπτωση διακοπής από τη Ρωσία, η έντονη κριτική των οικονομικών κυρώσεων της ΕΕ σχετικά με τη Ρωσία, καθώς και ένα πρόσφατο σκάνδαλο της ρωσικής κατασκοπείας στην Ουγγαρία με πολιτικούς, θέτει την Ουγγαρία στο ρόλο μιας πιθανής ρωγμής στην ευρω-ατλαντική ασπίδα. Η προσοχή που δείχνουν η ΕΕ και οι ΗΠΑ για τα «προβλήματα δημοκρατίας» της Ουγγαρίας προφανώς συνδέεται με αυτά τα ζητήματα.

Το πώς προβλήθηκαν οι ουγγρικές διαδηλώσεις σε γενικές γραμμές εντάσσεται και τροφοδοτεί τη ρητορεία περί νέου Ψυχρού Πολέμου. Στη Δύση, ο φόρος για το διαδίκτυο εμφανίζεται ως αντιπροσωπευτικό δείγμα του αυταρχισμού Όρμπαν, σε αντίθεση με τις δυτικές αξίες των ελευθεριών των πολιτών και την ελεύθερη αγορά(sic!).Τα ουγγρικά μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης ακολουθούν και αυτά αυτό το δρόμο. Σύμφωνα με την ανάλυση ενός μεγάλου φιλελεύθερου πρακτορείου ειδήσεων, ο Κόσμος βγήκε στο δρόμο γιατί ο φόρος διαδικτύου είναι η «ενσάρκωση» της αντιφιλελεύθερης πολιτικής. Η ανάλυση αυτή έβρισκε τον φόρο αντιπροσωπευτικό του παρόντος καθεστώτος για 4 λόγους : 1. την απόρριψη των βασικών αρχών λειτουργίας της αγοράς και του καπιταλισμού 2. Η απόρριψη του κράτους δικαίου, της αξίας της σύμβασης μεταξύ ατόμων, καθώς και την αθέτηση των υποσχέσεων 3. η αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών αξιών και 4. μια ουσιαστική διαστρέβλωση της νεολαίας ως γενιάς του μέλλοντος. Η αντίδραση της κυβέρνησης δίνει περαιτέρω τροφοδοτεί τη συζήτηση με τους ίδιους όρους, καθώς αντιμετωπίζει τις διαδηλώσεις με όρους ενός αντι-κυβερνητικού πολιτικού κινήματος, που υποστηρίζεται από την εσωτερική αντιπολίτευση και από ξένα συμφέροντα δυτικών δυνάμεων.Οι διαδηλωτές οι ίδιοι αποδέχονται και διαδίδουν τη ρητορεία περί νέου «Ψυχρού Πολέμου» – Για να δώσω ένα καλοπροαίρετο αλλά αντιπροσωπευτικό, παράδειγμα, στην εφημερίδα New York Times άρθρο πρωτοσέλιδο για τις ουγγρικές διαδηλώσεις, ένας οργανωτής, αναλύει τον φόρο στο διαδίκτυο ως «μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα  «ψηφιακό σιδηρούν παραπέτασμα»  γύρω από την Ουγγαρία «.

Τελικά, ο Βίκτορ Όρμπαν απέσυρε το σχέδιο για τον φόρο στο internet στη προγραμματισμένη μορφή του. Μερικοί από τους διαδηλωτές ανακοίνωσαν μια συγκέντρωση για τη νίκη, ενώ μια άλλη ομάδα στο Facebook οργανώνει άλλη μια διαδήλωση για την Κυριακή εναντίον του φόρου στο internet,στη κρατική διαφθορά, και τους παράλογους φόρους, την παρούσα κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής, για την Ευρώπη,την ελευθερία, τη διαφάνεια και την υπεύθυνη κυβέρνηση

Μέρος ΙΙ. συμφραζόμενα

Η σχέση ανάμεσα στη δημοκρατική εκπροσώπηση και κυριαρχία ή / και την πολιτική συμμετοχή των ατόμων κλασικά ορίζεται ως μια σχέση μέσα σε ένα έθνος-κράτος. Αυτή η παραδοχή συσκοτίζει τις παγκόσμιες σχέσεις εξουσίας που καθορίζουν τις διαμάχες για την εξουσία και το περιθώριο ελιγμών για τους δρώντες φορείς στο πλαίσιο ενός έθνους-κράτους. Μόλις ληφθούν αυτές οι παγκόσμιες σχέσεις υπόψη, για να μιλήσουμε για τη δημοκρατία σε μια χώρα, κάποιος πρέπει να τοποθετήσει τη χώρα μέσα στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και την ιεραρχία του συστήματος του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η ακεραιτότητα, η ιθαγένεια και η δημοκρατία αναφέρονται σε διαφορετικές αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες και ευκαιρίες σε διάφορες στιγμές και θέσεις εντός αυτής της ιστορίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, με την εμβάθυνση και την επέκταση της ολοκλήρωσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, οι πολίτες μιας χώρας, μετά βίας θα έχουν την όποια εξουσία να ρυθμίζουν τη ζωή τους με δημοκρατικά μέσα στα δικά τους κράτη, και αυτές οι πιθανότητες ποικίλουν σημαντικά ανάλογα με την ιεραρχική θέση του των χωρών τους στο πλαίσιο του παρόντος κύκλου του παγκόσμιου συστήματος. Συνήθως, οι ελίτ των ημι-περιφερειακών και περιφερειακών χωρών θα βρουν τις αποφάσεις τους να έρχονται αντιμέτωπες με την οικονομική και πολιτική εξάρτηση της χώρας τους από το κέντρο. Η απασχόληση και οι συνθήκες εργασίας του εργατικού δυναμικού στην περιφέρεια και την ήμι-περιφέρεια θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τη δική της διαπραγματευτική ισχύ της ταξικής πάλης μέσα στην τοπική πολιτική, αλλά και από τις προτεραιότητες των οικονομιών που εξαρτώνται οι χώρες. Η Ταξική δυναμική στο εσωτερικό των κρατών θα λάβει τη μορφή, όχι μόνο σε σχέση με τις άλλες τάξεις, αλλά σε σχέση με τη σχέση της οικονομίας στον χώρου του παγκόσμιου συστήματος.

Η ιστορία της ουγγρικής τάξης και ο σχηματισμός ελίτ είναι συνδεδεμένος με μεταβαλλόμενες σχέσεις εξάρτησης. Με μια ημι-περιφερειακή θέση στην παγκόσμια οικονομία, η ιστορία της Ουγγαρίας έχει επίσης διαμορφωθεί από την επίδραση των γειτονικών δυνάμεων, ανάλογα με τις δικές τους ανάγκες ως προς τις  μετατοπίσεις της παγκόσμιας δυναμικής του καπιταλισμού. Η σύγχρονη ιδέα της δημοκρατίας στο εσωτερικό της Ουγγαρίας διαμορφώθηκε μέσα σε τοπικούς αγώνες και σφυρηλατήθηκε σε αυτό το πλαίσιο. Η συμβολική αντιπαλότητα της Ανατολής και της Δύσης, δημιουργήθηκε από την ίδια αυτή αντιπαλότητα, ενσωματώθηκε και εκδηλώνεται εσωτερικά σε όλη την ιστορία της Ουγγαρίας από διάφορες ομάδες που αγωνίστηκαν για την επιρροή στην τοπική πολιτική σκηνή εντός του ευρύτερου πεδίου πολλαπλής εξάρτησης. Περιττό να πούμε ότι, η ιστορική μορφή αυτών των αγώνων, καθώς και η συνακόλουθη έννοια των ιστορικών μορφών της ιδέας περί δημοκρατίας, δεν έχει και πολύ σχέση με τον ορισμό που βρίσκει κάποιος στο λεξικό.

Η μετάβαση στην «δημοκρατία» της μετασοσιαλιστικής Ουγγαρίας συνέβη με μια σχέση εξάρτησης στο κέντρο της Ευρω-Ατλαντικής συμμαχίας, σε συνθήκες χρέους με υψηλό δημόσιο χρέος, την απώλεια των αγορών της ΚΟΜΕΚΟΝ, καθώς και την ανάγκη για πίστωση και άμεσες ξένες επενδύσεις.Η άνιση ανάπτυξη της Ουγγαρίας χαρακτηρίζεται παραδοσιακά ως μια «μάχη» ενάντια στην τεχνολογική καθυστέρηση και το εξωτερικό χρέος .Η Σοβιετικού τύπου εκβιομηχάνιση οδήγησε σε μια αναζήτηση δανείων από τη Δύση ήδη από το 1952. Με την εκκίνηση της χρηματιστικοποίησης του μεταπολεμικού κόσμου υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, και ως αποτέλεσμα συνεχών ζικ-ζακ των προσπαθειών προσαρμογής στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές ροές, η Ουγγαρία, παρόμοια με άλλες ευρωπαϊκές ανατολικές χώρες και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, πρώτα πήρε μια σειρά από φτηνά δάνεια στη δεκαετία του 1970, και στη συνέχεια βρέθηκε σε μια παγίδα χρέους τη δεκαετία του 1980. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η υποτίμηση και η ιδιωτικοποίηση των κρατικών εταιρειών, καθώς και η μερική επανένταξη στην παγκόσμια εμπορευματική κυκλοφορία οδήγησαν σε έναν άλλο μηχανισμό της περιόδου χρηματιστικοποίησης και της ηγεμονίας των ΗΠΑ: η υποτίμηση και η μετακίνηση των παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων από τον πυρήνα στην καπιταλιστική περιφέρεια.Ο κύριος πόρος της Ουγγαρίας, ο ενεργός πληθυσμό της, στην αρχή εκδιώχθηκε  από τις θέσεις πλήρους απασχόλησης της σοσιαλιστικής οικονομίας, στη συνέχεια, να επανεντάχθηκε στην παγκόσμια παραγωγή σε μια νέα θέση, ως σχετικά έμπειρο, αλλά φθηνό εργατικό δυναμικό.

Μέσα από την ιδιωτικοποίηση της κρατικής σοσιαλιστικής οικονομίας,το κεφάλαιο συγκεντρώνεται στα χέρια των εθνικών και των δυτικών καπιταλιστών. Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός, που προηγουμένως είχε προλεταριοποιηθεί από τον κρατικό σοσιαλισμό, στερήθηκε από τα μέσα παραγωγής και τις πολιτικές εγγυήσεις της σταθερής εργασίας και της κοινωνικής πρόνοιας. Για αυτούς,η μετα-σοσιαλιστική μετάβασης στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία βιώθηκε ως οικονομική κρίση συγκρίσιμη με εκείνη του 1930, με την προοπτική δεκαετιών μέτρων λιτότητας. Κατά τη μετάβαση στην πολιτική δημοκρατία, τα οικονομικά συμφέροντα αυτού του προλεταριοποιημένου πληθυσμού δεν εκπροσωπούνται.

Η νέα ελίτ μετασοσιαλιστική ελίτ μόλις σταθεροποιήθηκε σε δύο ανταγωνιστικά μπλοκ πολιτικο-οικονομικών δικτύων. Ο ανταγωνισμός τους, αφορούσε τη σχέση της εθνικής οικονομίας στην παγκόσμια οικονομία, και οι δύο συνασπισμοί έπαιξαν το ρόλο τους στη σύνδεση της ουγγρικής οικονομίας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα σε μια θέση εξάρτησης, καθώς και την παραγωγή κάποιου κέρδους για τον εαυτό τους. Ωστόσο, στην εκπλήρωση αυτού του σκοπού,η στρατηγική τους ήταν διαφορετική: ενώ το ένα μπλοκ σχηματίστηκε ως τοπικός τεχνοκρατικός μεσολαβητής των συμφερόντων του διεθνούς κεφαλαίου, το άλλο επικεντρώθηκε στα συμφέροντα των εθνικών κεφαλαίων, καθώς και τη χρήση του κράτους, τόσο σε απαραίτητες συνδέσεις του , αλλά επίσης και σε ανταγωνισμούς της με τις διεθνείς αγορές. Οι κυρίαρχες πολιτικές ιδεολογίες που παράγονται από αυτή τη κατάσταση, είναι κατά συνέπεια δύο: το πρώτο μπλοκ, η άκριτη στήριξη της Ευρω-Ατλαντικής συμμαχίας, και το δεύτερο μπλοκ, μια εθνικιστική κριτική της Δύσης, προτάσει την απαίτηση ενός ισχυρού κράτους να αντισταθεί στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και να κάνει χώρο για τα εθνικά συμφέροντα της αστικής τάξης.

Από την άποψη της «δημοκρατίας», η διαδικασία της μετα-σοσιαλιστικής μετάβασης περιείχε μια κεντρική αντίφαση. Το πακέτο της δημοκρατίας-μετά-καπιταλισμού, για να λειτουργήσει στις νέες ελίτ στην Δυτική εξάρτηση, περιείχε μια απαίτηση για την καπιταλιστική ενοποίηση: τα οικονομικά συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων που είχαν προλεταριοποιηθεί στο σοσιαλισμό να ζημιωθούν. Για να γεφυρωθεί αυτή η αντίφαση μεταξύ εκδημοκρατισμού και  αποκλεισμού,η μετα-σοσιαλιστική ελίτ και των δύο μπλοκ ανέπτυξε δύο αλληλοενισχυόμενες ρητορικές

Η μετα-σοσιαλιστική δεξιά πτέρυγα ισχυρίστηκε ότι υπερασπίζεται το «εθνικό» συμφέρον έναντι του συνασπισμού της παλιάς σοσιαλιστικής εξουσίας και του ξένου κεφάλαιου, επικαλούμενος συναισθήματα περί εθνικής ταυτότητας για να γεφυρωθούν συμβολικά τα χάσμα μεταξύ των συμφερόντων των εθνικών κεφαλαίων και των προλεταριοποιημένων ομάδων. Η Σοσιαλιστική-Φιλελεύθερη συμμαχία πήρε τη σκυτάλη στο δικαίωμα ορισμού του «εθνικού συμφέροντος», και έχτισε τη νομιμότητά της για την υπεράσπιση της δημοκρατίας από τις εθνικιστικές, λαϊκιστικές (και συχνά αντισημιτικές) αξιώσεις. Με βάση αυτή την τεχνική, άρχισαν να αυτοαποκαλούνται «η δημοκρατική πλευρά». Αντιλαμβάνονταν τη δημοκρατία με μια απαραίτητη εισαγωγή δυτικών θεσμών, της «ελεύθερης» αγοράς και της δημοκρατίας, και αν είναι απαραίτητο, παρά την τοπική αντίσταση, με τη βοήθεια των δυτικών δυνάμεων. Η τοπική δυσαρέσκεια, ορίζεται με όρους που δανείστηκε από την ρητορική του «εθνικού αστικού» μπλοκ, δηλαδή, από την άποψη της εθνικής υπεράσπισης, λειτούργησε ως μια ακόμη «απόδειξη» της οπισθοδρομικής (εθνικιστικής) ποιότητας της τοπικής κοινωνίας, δηλαδή από μόνη της μια απειλή για τη δημοκρατική πρόοδο . Οι προσπάθειες  της «εθνικής παράταξης» από την άλλη για να αναπτύξει τη ρητορική της θα μπορούσε να βασιστεί μόνο στην άρνηση του Σοσιαλιστικού-Φιλελεύθερου συνασπισμού της σημασίας των επιπτώσεων των μέτρων λιτότητας  και τη συμβολική υποβάθμιση του τοπικού πληθυσμού. Στην ρητορική της «δημοκρατικής πλευράς» και στις θυσίες που ζητάει να γίνουν, αντιπαραθέτουν την αντισταθμιστική αναγνώριση του ουγγρικού «λαού» και των αξιών του, όπου η έλλειψη προσοχής σχετικά με την εκπροσώπηση των συμφερόντων των φτωχότερων στρωμάτων θα μπορούσε να γεφυρωθεί με εθνικά αισθήματα και επίθεση στη «δημοκρατική πλευρά» ως πράκτορες ξένων δυνάμεων.

Για δύο δεκαετίες μετά την αλλαγή του καθεστώτος, η εισροή ξένων κεφαλαίων σε μορφές άμεσων επενδύσεων (ιδιωτικοποιήσεις του 1990) και οι μεταφορές (πιστώσεις κατά τη δεκαετία του 2000) βοήθησε τον σοσιαλφιλελεύθερο συνασπισμό  να διατηρήσει τη θέση ισχύος του ως μεσολαβητής των ροών αυτών. Ωστόσο, ούτε νέες πιστώσεις ή μεταβιβάσεις κεφαλαίων από την ΕΕ, ούτε η μερική επαναβιομηχανοποίηση σε χαμηλότερη θέση της βιομηχανικής αλυσίδας  με βάση τις άμεσες ξένες επενδύσεις θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν ένα προϋπολογισμό που επιβαρύνεται από την την εξυπηρέτηση του χρέους. Ήδη από το 2006, πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση, η αδυναμία ικανότητα της Ουγγαρίας να εξυπηρετήσει το χρέος προκάλεσε τον έλεγχο από διεθνείς οργανισμούς του χρηματιστικού κεφαλαίου. Λόγω της συνεχούς πίεσης της εξυπηρέτησης του χρέους για τον κρατικό προϋπολογισμό, οι κυβερνήσεις είχαν ανάγκη να πιέσουν για μια συγκεντροποίηση των εγχώριων εισοδημάτων. Οι υψηλοί φόροι έτειναν να ωθήσουν την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις σε στασιμότητα, και απείλησαν να μετατρέψουν σε πολιτικά ενεργές, τις ομάδες υψηλότερου εισοδήματος εναντίον της πολιτικής ηγεσίας. Για να αντισταθμίσει τις ομάδες υψηλότερου εισοδήματος στον υψηλό βαθμό συγκεντροποίησης του εισοδήματος, οι δημοσιονομικές πολιτικές έχουν σχεδιαστεί για να διοχετεύσουν τον πλούτο από κάτω προς τα πάνω. Ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος έχουν αποζημιωθεί μέσω ιδιωτικών «κεϋνσιανών» εργαλείων, συμπεριλαμβανομένης της νομισματικής και δημοσιονομικής στήριξης για το δανεισμό των νοικοκυριών.

Η οικονομική κρίση του 2008 έπληξε την Ουγγαρία σε μια φάση αύξησης του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους, την ύφεση από το 2006, και κατέληξε στη πλήρη απονομιμοποίηση του δυτικού προτύπου που προωθούσε η σοσιαλφιλελεύθερη ηγεσία. Μετά από δεκαετίες λιτότητας και κοινωνικής πόλωσης, η εξάντληση των πηγών της οικονομικής στρατηγικής της σοσιαλδημοκρατικής συμμαχίας, που στηριζόταν στη Δυτική εισροή κεφαλαίων, καθώς και ένα πολιτικό σκάνδαλο μετά από ομιλία του πρώην πρωθυπουργού Ferenc Gyurcsány, στην οποία παραδέχθηκε ότι λέει ψέματα στο λαό σχετικά με τις προοπτικές του προϋπολογισμού, ήταν σε αυτή τη βάση, το 2010, που τα 2/3 του κοινοβουλίου ανήκαν στο Fidesz.

To Fidesz τότε ανακοίνωσε έναν εθνικό «απελευθερωτικό αγώνα» κατά της εξάρτησης από τα δυτικά κεφάλαια, και μια «συγκεντρωτική διαχείριση του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας» στην εσωτερική πολιτική, προκειμένου να αποκλείσει τα εσωτερικά συμφέροντα στο τομέα αυτό. Και στα δύο συμβολικά αυτά προγράμματα, είναι εμφανής η δυσαρέσκεια με την πολιτική των σοσιαλφιλελευθερων κυβερνήσεων και η δεκαετίες τώρα μακρά τους απαξίωση της τοπικής κοινωνίας στο πρόσωπό των «δυτικών αξιών». Στα χρόνια μετά το 2010, θα πραγματοποιηθεί η συγκεντροποίηση του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας μέσω πολλαπλών αλλαγών του συντάγματος, ξαναγράφεται ο εκλογικός νόμος, και τα κρατικά μέσα ενημέρωσης και την πολιτιστική υποδομή θα περάσουν υπό τον έλεγχό της κυβέρνησης. Επίσης έγιναν πραγματικές οικονομικές πολιτικές που στόχευαν στη διεύρυνση του χώρου των ελιγμών του εθνικού κεφαλαίου, μέσω της συγκεντροποίησης των μη-εξαγώγιμων εμπορευμάτων(όπως οι τηλεπικοινωνίες), μειώνοντας το δημόσιο χρέος, και αντικαθιστώντας την εξάρτηση από τα δυτικά κεφάλαια με πολλαπλή εξάρτηση. Οι κινήσεις προς όφελος των εθνικών κεφαλαίων, ταυτόχρονα, μείωσαν τις ευκαιρίες των εργαζομένων. Οι φόροι κατανάλωσης αυξήθηκαν, και  συνεπώς από τη μια οι αποταμιεύσεις των υψηλότερων ομάδων πήγαν στη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους, από την άλλη μειώθηκε αισθηα το επίπεδο ζωής των χαμηλώτερων στρωμάτων . Μέτρα για την προώθηση της επαναβιομηχανοποίησης σε χαμηλότερες θέσεις της αξιακής αλυσίδας, επίσης διαφημίζονται ως μια πολιτική για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, περιλαμβάνουν όμως μια ακόμα πιο σκληρή αναδιάρθρωση του εργατικού κώδικα, καθώς και την αναδιοργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος για τη διοχέτευση της εργασίας σε θέσεις χαμηλής δεξιοτήτων και χαμηλών αμοιβών. Η αναζήτηση του Fidesz να υποκαταστήσει τη δυτική οικονομική εξάρτηση με πολλαπλά ανοίγματα, οδήγησε σε συμβάσεις και σε παραχωρήσεις σχεδόν το ίδιο δυσάρεστες για τον ουγγρικό εργαζόμενο λαό σε σχέση με τις προηγούμενες δυτικές απαιτήσεις. Παράλληλα με την περαιτέρω περιθωριοποίηση των κοινωνικών δαπανών, εισήχθησαν νέα μέτρα της πειθαρχίας και τιμωρίας στον ποινικό κώδικα.

Το 2014, το Fidesz είχε πλειοψηφία  2/3 στις βουλευτικές εκλογές, και κέρδισε μια σαρωτική πλειοψηφία στις τοπικές εκλογές. Και τα δύο αποτελέσματα οφείλονται εν μέρει στην έλλειψη μιας «νόμιμης» αντιπολίτευσης, καθώς και στους νέους εκλογικούς νόμους του Fidesz.  Αυτή η κατάσταση νομιμοποίησε την πολιτική του σε μεγάλο βαθμό .Αυτή η νομιμότητα, όμως, απειλείται από τη δική της επιθετική συγκεντροποίηση του πλούτου. Για να διατηρήσει ενωμένη την εκλογική του βάση, παρά αυτές τις όποιες πιέσεις, προχωρά σε περαιτέρω ιδεολογικές μάχες εναντίον της «δυτικής κυριαρχίας», και προσπαθεί να διατηρήσει την ιδέα του αγώνα για γενικό πλούτου μέσω μέτρων  συμβολικής αναδιανομής (όπως η μείωση της τιμής των λογαριασμών κατανάλωσης ενέργειας σε περιόδους κινδύνου εκλογών, καθώς και η εθνικοποίηση και πολιτική ανακατανομή των αδειών για τα καταστήματα καπνού). Μετά την εκλογική νίκη το 2014, ωστόσο, ένα όλο και μεγαλύτερο πακέτο λιτότητας ήταν στο σχέδιο. Η ιδέα του ίδιου του φόρου για το διαδίκτυο γεννήθηκε μέσω των συνεχιζόμενων μαχών μεταξύ των παροχών ίντερνετ και της κυβέρνησης για την κατανομή των βαρών των νέων φόρων τηλεπικοινωνιών.

Οι προσπάθειες του Fidesz που πλαισιώνουν τη δική του στρατηγική συσσώρευσης έχουν ως ιδεολογικό όχημα τον «απελευθερωτικό αγώνα του έθνους» ενάντια στον Δυτικό νεοφιλελευθερισμό, βρίσκει το απόλυτο κατοπτρικό είδωλο του στην ερμηνεία της πολιτικής Fidesz από την αντιπολίτευση (και τον δυτικό τύπο) ως μια κάποια παράλογη κίνησης και τάση προς τον αυταρχισμό και τον εθνικισμό, η οποία εμποδίζει την Ουγγαρία από το να γίνει μια δυτική χώρα. Στο ιδεολογικό επίπεδο, η μάχη είναι γεμάτη με εικόνες για την ευημερία του λαού της Ουγγαρίας, με βάση τις μανιχαϊκές ιδεολογικές αλήθειες του δυτικού τύπου εκσυγχρονισμού,ή με βάση την εθνική κοινότητα και ανάπτυξη σε έναν πολυπολικό κόσμο. Σε επίπεδο συγκεκριμένων έργων συσσώρευσης, ωστόσο, η μάχη είναι μεταξύ καπιταλιστικών φράξιων πάνω στην ουγγρική εργασία. Αυτή η σύγκρουση των συμφερόντων έχει αποσιωπήσει εδώ και δεκαετίες την ουσιαστική αλληλεξάρτηση των ρητορικών των δύο κομμάτων.

Στον κύκλο αγώνα του 2010-2014, τα κινήματα και οι πολιτικές ομάδες που μίλησαν εναντίον της κυβέρνησης ενσωματώθηκαν επιτυχώς στο συνασπισμό των παλιών κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, η πραγματική κοινωνική περιφέρεια δεν ακολούθησε τις οργανώσεις αυτές στην ενσωμάτωση, όπως απεικονίζεται από τα συμβαλλόμενα-πολιτικά-μέρη όπως φαίνεται από την αποτυχία όλων αυτών στις εκλογές . Με αυτό το πρόσθετο πλήγμα, οι νέες διαδηλώσεις θα ήταν πιο δύσκολο να ενσωματωθούν.Τα νέα κόμματα της αντιπολίτευσης, με εξαίρεση το ακροδεξιό Jobbik,είναι πολύ μικρά, και οι επικρίσεις τους κατά του «διπολικού» συστήματος της πολιτικής σκηνής, εξακολουθούν να φιμώνονται από το διττό σύστημα των μέσων ενημέρωσης των παλαιών κομμάτων. Αλλά μεταξύ των «δυτικοθρεμένων» νεαρών κοινωνικών στρωμάτων, που είναι η κύρια περιφέρεια των σημερινών διαμαρτυριών, η παλιά σοσιαλφιλελεύθερη παράταξη θεωρείται διεφθαρμένη τόσο όσο και το Fidesz. Μπορεί αυτή η απόσταση να σημαίνει μια δυνατότητα για τις νέες διαδηλώσεις να ξεφύγουν από τη παλιά ρητορική των πολιτικών συσσώρευσης, και να διαμορφώσουν ένα νέο πρόγραμμα που να εξετάζει τα συμφέροντα των ούγγρων εργατών; Δυστυχώς, μέχρι στιγμής, αυτό είναι απίθανο ενδεχόμενο.

Ο πιο σημαντικός παράγοντας ενάντια σε αυτή την ευκαιρία είναι η αντικειμενική περίσταση μιας γεωπολιτικής κατάστασης που καθιστά την επιλογή εξάρτησης από κάπου αναπόφευκτη- δεδομένου ότι οι μεγάλες δυνάμεις έθεσαν το ζήτημα με αυτόν τον τρόπο. Όταν οι προσπάθειες Όρμπαν να ωθήσει τη χώρα στο έλεος μιας νέας γεωπολιτικής έντασης, το παραδοσιακό ντουέτο των τοπικών πολιτικών ιδεολογιών αποκτά νέα εξουσία. Η ευημερία των ανθρώπων είναι όλο και πιο εύκολα ιδωμένη ως μια επιλογή μεταξύ κατευθύνσεων εξάρτησης – και μια επιλογή μεταξύ των ελίτ που διαμεσολαβούν τη διαδικασία.

Δεύτερον, η δημόσια σφαίρα στην οποία οι φωνές των διαμαρτυριών θα ακουστούν, αλλά και τα μέσα μέσω των οποίων θα ακουστούν, είναι εκείνα που έχουν σχηματιστεί από τις διασυνδεδεμένες τοπικά και εξωτερικά σχέσεις εξουσίας, και τις ιδεολογίες τους. Τα τοπικά μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης, καθώς και τα δυτικά μέσα ενημέρωσης μετέφεραν τα γεγονότα των διαμαρτυριών με τέτοιο τρόπο ώστε να ταιριάζει στη δική τους διάγνωση: η σύγκρουση μεταξύ του εθνικιστικού αυταρχισμού του Όρμπαν και η «δυτική δημοκρατία». Η απάντηση της κυβέρνησης Ομπράν ήταν ανάλογη.

Τρίτον, οι διαδηλωτές οι ίδιοι μιλούν μια τέτοια πολιτική γλώσσα κοντά σε αυτή του πρώην Σοσιαλιστικού-Φιλελευθέρου μπλοκ, και μέσα από αυτό, τα λόγια τους εύκολα ενσωματώνονται πίσω στην ομιλία της αντιπολίτευσης, καθώς επίσης και της νέας ρητορικής περί «νέου» Ψυχρού Πολέμου. Το πιο υποβλητικό σύμβολο των γεγονότων, από αυτή την άποψη, είναι αναμφίβολα η χρήση της σημαίας της ΕΕ. Η ιστορική ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι, κατά την αλλαγή του καθεστώτος(το 90), η συζήτηση για την κοινωνία των πολιτών μέσω μιας μικρής ακαδημαϊκής μειοψηφίας προήγαγε και νομιμοποίησε μια αποκλειστικά δυτικότροπη μέθοδο συσσώρευσης στο όνομα της δημοκρατίας, τώρα μια ευρεία κινητοποίηση της κοινωνίας(ενάντια ουσιαστικά σε αυτές τις πολιτικές) των πολιτών οδηγείται σε εκ νέου νομιμοποίηση του ίδιου έργου.

Ορισμένοι πολιτικοί ακτιβιστές συνδέουν την υπόθεση του Διαδικτύου για την ιδέα της ενεργού κοινωνίας των πολιτών, ως το δρόμο προς μια κοινωνικά δίκαιη δημοκρατία, παρόμοια με αντπολιτευτικές ιδέες πριν από το 1989. Αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία, ως μια ιδανική οικουμενική συμμετοχή όπως στις σημερινές κινητοποιήσεις. Η πολιτικά λιγότερο ενεργή κοινωνία βασίζεται λιγότερο στις πολύπλοκες πολιτικές ιδεολογίες και περισσότερο στις εκτιμήσεις των πρακτικών συμφέροντων, και ένα αίσθημα αγανάκτησης στο για τις επιθετικές τακτικές συσσώρευσης του Fidesz. Η Ευρώπη, με την έννοια που εμφανίστηκε σε διάφορα σχόλια μετά τις διαδηλώσεις, σημαίνει μια καλύτερη ζωή από τη Ρωσία(που ήταν η επιλογή του Fidesz).

Εν κατακλείδι, οι ουγγρικές διαδηλώσεις τροφοδοτούνται από γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και τις τοπικές πολιτικές ελίτ που σχηματίζονται στα πεδία δύναμης που διαμορφώνεται από αυτούς τους ανταγωνισμούς. Καθώς οι διαδηλωτές αρνούνται να συμμαχήσουν με την πλευρά της αντιπολίτευσης του παλαιού πολιτικού φάσματος, φαίνεται να είναι ένα άνοιγμα προς την κατεύθυνση της κριτικής της παλαιάς ρητορικής. Παρόλα αυτά, μέχρι στιγμής, η ισχυρή πλαισίωση των διαδηλώσεων από διεθνή και τοπικά μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης, καθώς και η χρήση από τους ίδιους τους διαδηλωτές της σημαίας της ΕΕ και του δίπολου της «δημοκρατίας-απολυταρχίας», κάνουν απίθανη την εξέλιξη του φαινομένου. Σε κάθε περίπτωση, η αντίφαση ανάμεσα στις νέες υποσχέσεις των υφιστάμενων τακτικών συσσώρευσης και την πραγματική επίδραση των έργων αυτών είναι απίθανο να λυθεί στο εγγύς μέλλον, και προμηνύει μελλοντικές εντάσεις. Κοιτάζοντας προς τα εμπρός, θα είναι αναγκαία η κριτική προσοχή στο φαύλο κύκλο της εσωτερίκευσης των ανταγωνιστικών μεθόδων συσσώρευσης.

Πηγή

Συζήτηση

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Σχολιάστε

Αρχείο