Εισαγωγή
Μεταφράσαμε και αναδημοσιεύουμε το κείμενο του Adolph Reed για τις σύγχρονες συζητήσεις περί ρατσισμού και καπιταλισμού και την αλληλοδιαπλοκή μεταξύ αυτών των δύο. Το κείμενο του Reed δεν βρίσκει εντελώς σύμφωνο τον γράφοντα. Παρόλα αυτά θεωρείται κομβικό κείμενο για τη συζήτηση για τον ρατσισμό και τον καπιταλισμό. Το δυνατό σημείο του κειμένου είναι αρχικα οι ιστορικές αναφορές του στην ανάπτυξη της έννοιας της φυλής σε σχέση με την άνοδο της βιομηχανικής παραγωγής και τις ανάγκες που αυτή εμφάνιζε. Ανάγκες που είχαν να κάνουν με τον καταμερισμό της εργασίας, την ειδίκευση και την εκμετάλλευση, Για τον Reed η έννοια της φυλής, όπως την ξέρουμε ή την εννοούμε τουλάχιστον μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, είναι μια ιδεολογική εκλογίκευση της υπερεκμετάλλευσης των ξένων εργατών εντός του φιλελεύθερου-δημοκρατικού πλαισίου. Το γεγονός ότι κάποιοι εξαιρούνται από τα οικουμενικά δικαιώματα και τις στοιχειώδεις «καλές συνθήκες εργασίας» έπρεπε κάπως να εκλογικευτεί. Το κείμενο φέρνει σειρά ιστορικών παραδειγμάτων επ’ αυτού. Επίσης το κείμενο είναι αρκετά καλό στο σημείο που κάνει μια κριτική στα identity politics που μεταχειρίζονται τον ρατσισμό ως απλή προκατάληψη η οποία μπορεί να αφανιστεί με πολιτικές παρεμβάσεις. Οι πολιτικές αυτές βλέπουν τη καπιταλιστική αγορά σαν ουδέτερο πεδίο ανταγωνισμού στο οποίο όλοι πρέπει να εισέρχονται επί ίσοις όροις. Χάνουν έτσι ένα μεγάλο κομμάτι κριτικής. Η κατηγορία της φυλής δεν είναι ξεχωριστή από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Δεν διαμορφώνεται ούτε απλά συνυπάρχει με αυτές αλλά προκύπτει από την ίδια την καπιταλιστική λογική. Ο Reed σε αυτό έχει δίκιο. Επίσης έχει δίκιο στο να εντοπίσει τη βάση της συζήτησης πέρα από την αντίσταση στον βιολογισμό, καθώς όπως σωστά επισημαίνει, ο ρατσισμός και η φυλή έχουν πάψει-ύστερα από αγώνες και πίεση- να θεωρούνται αμιγώς βιολογικά χαρακτηριστικά, στις περισσότερες χώρες υπάρχουν νόμοι που αν και δεν δίνουν πλήρη δικαιώματα δεν το κάνουν στη βάση της βιολογίας, ενώ προστατεύουν από ρατσιστικές επιθέσεις σε νομικό επίπεδο. Οι ΗΠΑ έχουν μαύρο πρόεδρο, μαύρους αστυνομικούς και μαύρους νεκρούς στους δρόμους. Ο Reed θέτει σωστά το ερώτημα ότι αν ο ρατσισμός είναι ιστορικό παράγωγο τότε και οι ιστορικοί του προσδιορισμοί αλλάζουν. Και η ιστορία για την οποία μιλάμε είναι αυτή της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Σε αυτό που δεν έχει δίκιο ο Reed είναι στο πως γίνεται αυτό, πως αλλάζουν αυτοί οι προσδιορισμοί. Τόσο εδώ όσο και σε άλλα κείμενα του υποστηρίζει ότι η φυλή είναι η μορφή που πήρε τη τάξη στο παρελθόν για να λειτουργήσει ως τρόπος υποτίμησης βάσει σωματικών ή μη χαρακτηριστικών στα οποία αποδόθηκαν φυσικοποιημένες συμπεριφορές. Ενώ κάτι τέτοιο όντως συνέβη πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να απαντήσουμε στο ερώτημα: γιατί συνέβη έτσι; γιατί η υποτίμηση πήρε αυτή τη μορφή; Γιατί αν η τάξη είναι η «ουσία της φυλής» δεν εμφανίζεται έτσι εξ αρχής αλλά «καμουφλάρεται». Γιατί εμφανίζεται ως διακριτή κατηγορία; Ο Reed συγχέει την οντολογία της φυλετικής ταυτότητας με την ύπαρξη φυλετικών σχέσεων. Ενώ χρονικά μπορεί να μην διαφέρουν, λογικά η πρώτη προηγείται της δεύτερης. Η φυλή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ιστορικά μόνο λειτουργιστικά δηλαδή από την λειτουργία που επιτελεί στο οικονομικό πεδίο αμιγώς με ταξικούς όρους. Στον καπιταλισμό οικονομία δεν είναι μόνο η τάξη και «ύλη» σαφώς δεν είναι μόνο η οικονομία. Αντιθέτως πρέπει να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε ποιες είναι εκείνες οι σχέσεις οι οποίες διαμορφώνουν την φυλετική σκέψη στη βάση της κατηγορίας «φυλή» πριν αυτή γίνει αμιγώς «εργαλείο οικονομικής εκμετάλλευσης» και εμφανιστεί ως ξεχωριστός λόγος. Ο ρατσιστικός λόγος μεταχειρίζεται τη φυλή ως δεδομένη και φυσική. Ποια είναι εκείνα τα πρωτο-ιδεολογικά στοιχεία, υλικά μοτίβα και discourses τα οποία κυκλοφορούν και συγκροτούνται στοιχειωδώς στην καπιταλιστική δημόσια σφαίρα, τα οποία αποτελούν το πρωτογενές και προφανές υλικό του φυλετικού λόγου και διαφοράς; Κάθε συμβολική ταυτότητα, πέρα από την άμεση λειτουργία της σε διάφορες σφαίρες της κοινωνικής δραστηριότητας συγκροτείται με όρους διαφοράς και αποκλεισμών—>αρρενωπό>θηλυκό, λευκό>μαύρο οι οποίοι αναπαράγουν αλλά και βασίζονται σε δεδομένες «προφάνειες». Πρέπει να απαντηθεί για παράδειγμα πως κάποια σωματικά χαρακτηριστικά έφτασαν να θεωρούνται συμβολικά «χαρακτηριστικά» στο γενικότερο σύστημα ταξινόμησης πριν ενταχθούν σε κάποιο λόγο για μια συγκεκριμένη λειτουργία. Εδώ υπενθυμίζουμε ότι αυτό το «πριν» δεν είναι απαραίτητα χρονικό αλλά κυρίως λογικό.
Τα χαρακτηριστικά τα οποία αποδίδονται στις μειονότητες ως νόρμες συμπεριφοράς -είτε αποδίδονται σε βιολογικά χαρακτηριστικά είτε όχι- είναι χαρακτηριστικά τα οποία έχουν διαμορφωθεί από ιστορικές διαδικασίες σε αυτό που λέμε «Longue Duree» δηλαδή στον μακρύ χρόνο, έναν χρόνο αόρατο και σχεδόν ακίνητο για τα περατά σώματα των ανθρώπινων υποκειμένων. Είναι διαδικασίες ιστορικές-και εδώ μιλάμε για τις γενικότερες διαδικασίες της κυκλοφορίας της αξίας, η οποία λειτουργεί σαν βάση συγκρότησης κοινότητας– οι οποίες αναπαράγουν ανισότητες με μη εμφανή τρόπο, που μπορούν να συλληφθούν μόνο σαν αφαιρέσεις. Αυτές οι ανισότητες στον βραχύ χρόνο στον οποίο διαδραματίζεται η πολιτική σύγκρουση και η ταξική πάλη-τουλάχιστον στην άμεση βιωμένη τους εκδοχή-φαίνονται σαν φυσικές, δεδομένες και αμετάβλητες και αποτελούν τα πρώτο-ιδεολογικά στοιχεία για τη συγκρότηση της διαφοράς, της συγκρότησης του «Εμείς» και του καταστατικού «Άλλου» ο οποίος μας σαγηνεύει και μας απωθεί ταυτόχρονα. Συγκροτεί το νόημα της ταυτότητας μας-και των υλικών προϋποθέσεων της-ως ετερότητας από τον αποκλεισμένο «διαφορετικό». Η ετερότητα φαίνεται πρακτική, αναπόφευκτη και αυτονόητη. Ένας συνδυασμός θεωρητικών προσεγγίσεων για το υποκείμενο είναι αναγκαίος για την κατανόηση του φαινομένου της φυλής. Θέμα το οποίο δεν χωρά εδώ και στο οποίο θα επανέλθουμε με σειρά κειμένων για τη φυλή και το ρατσισμό. Το κείμενο του Reed ενώ σε μερικές στιγμές κάνει νύξεις για μια τέτοια προσέγγιση παραμένει μακριά από αυτές τελικά και ερμηνεύει την φυλή ως τροπικότητα της τάξης το οποίο εμφανίζεται μόνο για να επιτελέσει κάποιους σκοπούς. Για να θέσουμε το ερώτημα πιο καθαρά: αν ο ρατσιστικός λόγος συμφωνεί με/και αντλεί από τις υπάρχουσες λαϊκές προκαταλήψεις για τη φυλή, όπως λέει ο Reed, τι ιστορική διαδικασία διαμορφώνει αυτές τις «λαϊκές προκαταλήψεις» σε πρώτο επίπεδο;
εισαγωγή-επιμέλεια κειμένου A ruthless critique, μετάφραση-συντρόφισσα Нож(noz).
Μαρξ, Φυλή και Νεοφιλελευθερισμός
Adolph Reed, Jr.
Η μαρξιστική οπτική μπορεί να είναι η πιο χρήσιμη για την κατανόηση της φυλής και του ρατσισμού στο βαθμό που αντιλαμβάνεται τον καπιταλισμό διαλεκτικά, ως μια κοινωνική ολότητα που περιλαμβάνει τους τρόπους παραγωγής, τις σχέσεις παραγωγής, και το έμπρακτα εξελισσόμενο σύνολο των θεσμών και ιδεολογιών που λαδώνουν και προωθούν την αναπαραγωγή του. Από αυτή την οπτική, η σημαντικότερη συνεισφορά του μαρξισμού στην κατανόηση της φυλής και του ρατσισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες πιθανότατα είναι η απομυθοποίηση. Η οπτική του ιστορικού υλισμού πρέπει να τονίζει ότι η “φυλή”- η οποία περιλαμβάνει τον “ρατσισμό”, καθώς το ένα είναι αδιανόητο χωρίς το άλλο- είναι μια ιστορικά τοποθετημένη ιδεολογία που αναδύθηκε, πήρε μορφή και έχει εξελιχτεί ως ένα βασικό στοιχείο εντός μιας ορισμένης σειράς κοινωνικών σχέσεων στερεωμένων σε ένα συγκεκριμένο σύστημα παραγωγής.
Η φυλή είναι μια ταξινόμηση αποδιδόμενων διαφορών, με άλλα λόγια μια ιδεολογία που κατασκευάζει πληθυσμούς ως ομάδες και τις ταξινομεί ιεραρχικά ως προς τις ικανότητες, την αξία τους ως πολίτες και την ανταμοιβή τους, βασισμένη σε “φυσικά” ή ουσιοκρατικά χαρακτηριστικά που τους αποδίδονται. Οι ιδεολογίες διαφοράς βάσει σωματικών χαρακτηριστικών* βοηθούν τη σταθεροποίηση της κοινωνικής τάξης, νομιμοποιώντας τις ιεραρχίες του πλούτου, της εξουσίας και των προνομίων, συμπεριλαμβανομένου και του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, ως φυσική τάξη των πραγμάτων.[1] Οι ιδεολογίες διαφοράς βάσει σωματικών χαρακτηριστικών είναι προσεκτικά σχεδιασμένες ιστορίες με τη δυνατότητα να γίνουν αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Αναδύονται από ιδιοτελή κοινή λογική ως λαϊκή γνώση: θεωρούνται αληθείς άκριτα επειδή φαίνεται να συμμορφώνονται με τις ενδείξεις της καθημερινής εμπειρίας. Είναι πιθανόν να θεωρηθούν γενικά ως αυταπόδεικτες αλήθειες και να επιβληθούν ως τέτοιες δια νόμου και παράδοσης, όταν συμπίπτουν και ενισχύουν τα συμφέροντα των ισχυρών κοινωνικών στρωμάτων.
Η φυλή και το φύλο είναι οι πιο κοινές ιεραρχίες βάσει σωματικών χαρακτηριστικών στις Ηνωμένες Πολιτείες του σήμερα. Η ειρωνεία είναι ότι αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή οι δυνάμεις υπέρ της ισότητας έχουν επιτύχει τον τελευταίο μισό αιώνα να αμφισβητήσουν αυτές καθώς και τα νομικά και υλικά τους θεμέλια. Οι ανισότητες που βασίζονται απευθείας σε ισχυρισμούς περί φυλετικών κι έμφυλων διαφορών τώρα κυρώνονται ως διάκριση από το νόμο και τις κυρίαρχες πολιτισμικές νόρμες. Βέβαια τα μοτίβα ανισότητας εμμένουν στο ποιο μειονέκτημα κατανέμεται ασυμμετρικά κατά μήκους τον φυλετικών και έμφυλων γραμμών, αλλά πρακτικά κανείς- ούτε ακόμα ανάμεσα στους υπέρμαχους αυτών των ανισοτήτων- δεν παραδέχεται ανοιχτά ότι ενστερνίζεται το ρατσισμό ή τον σεξισμό. Είναι σα να λέμε από αυτή την άποψη ότι ο Glenn Beck ’ξεχειλώνει’ για να ταιριάξει με τον Martin Luther King και αποδοκιμάζει τον Barack Obama ως ρατσιστή και ότι η Elisabeth Hasselbeck και η Ann Coulter κατηγορούν τους Δημοκρατικούς για σεξισμό. Πράγματι, όπως ακριβώς η φυλή έχει υπάρξει και συνεχίζει να είναι αδιανόητη χωρίς ρατσισμό, σήμερα είναι επίσης αδιανόητη χωρίς αντιρατσισμό.
Καίριο σημείο είναι ότι η σημασία της φυλής και του φύλου, και το περιεχόμενο τους ως ιδεολογίες ουσιοκρατικών διαφορών έχουν σταδιακά αλλάξει αισθητά σε σχέση με τις μεταβαλλόμενες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Όσον αφορά τη φυλή συγκεκριμένα, τα συστήματα ταξινόμησης έχουν διαφοροποιηθεί ουσιαστικά, όπως και οι αφηγήσεις που τα αναπτύσσουν. Με άλλα λόγια, το ποιοι πληθυσμοί λογίζονται ως φυλές, τα κριτήρια που τις ορίζουν, και τα διακυβεύματα που ενέχουν στο να λογίζονται ως τέτοιες, ή ως κάποια άλλη σε μια δεδομένη στιγμή, έχουν υπάρξει πολύ πιο ρευστά ζητήματα από ότι οι συζητήσεις μας περί της έννοιας θα υποδήλωναν. Και αυτό συμβαίνει γιατί η φυλή, όπως όλες οι ιδεολογίες των σωματικών ιεραρχιών, είναι κατά βάση πρακτικές και πραγματολογικές ιδεολογίες. Εξάλλου, αυτά τα συστήματα πεποιθήσεων αναδύονται ως νομιμοποιήσεις πραγματικών σχημάτων κοινωνικών σχέσεων σε συγκεκριμένα πλαίσια.
Η φυλή, όπως όλες οι ιδεολογίες των σωματικών ιεραρχιών, είναι κατά βάση πρακτικές και πραγματολογικές ιδεολογίες.
Η φυλή αναδύθηκε στο Νέο Κόσμο ιστορικά μαζί με το θεσμό της δουλείας. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία που εξετάζει την εμφάνιση της, ίσως πιο αισθητά οσόν αφορά τη Βόρεια Αμερική στο American Slavery, American Freedom του Edmund Morgan και στο Good Wives, Nasty Wenches, and Anxious Patriarchs της Kathleen Brown. Και τα δύο έργα εστιάζουν στην ταυτόχρονη όξυνση της διάκρισης μεταξύ δουλείας και δέσμευσης μέσω συμφωνητικού, και στην θεσμική εγκαθίδρυση του μαύρου και λευκού ή Αφρικανού και Άγγλου, ως διακριτές, αλληλοαποκλειόμενες κατηγορίες κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα στην αποικία της Βιρτζίνια. [2] Η φυλή και ο ρατσισμός πήραν μορφή ως ιδεολογία και υλική πραγματικότητα κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα, αρχικά στο πλαίσιο της διαμάχης μεταξύ των συστημάτων ελεύθερης εργασίας και δουλείας και τις σχετιζόμενης ταξικής πάλης η οποία τελικά παρήγαγε τη σύγχρονη έννοια της ελεύθερης εργασίας ως τον απόλυτο έλεγχο του/της εργαζομένου/ης πάνω στο άτομο του/της. [3] Καθώς η ήττα της εξέγερσης της Ομοσπονδίας οδήγησε στην κατάργηση της δουλείας, η φυλή ως λευκή ανωτερότητα αναπτύχθηκε στο Νότο ως παράγοντας στην πάλη για το τι σήμαινε ελευθερία και πως θα εναρμονιζόταν με το επιθυμητό σύστημα εργασίας της δουλοκρατίας και την κοινωνική τάξη που απαιτούνταν να διατηρήσει. Αυτή η μάχη ολοκληρώθηκε με τη νίκη της άρχουσας τάξης των καλλιεργητών, η οποία εδραιώθηκε σε μια φυλετική στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και επιβολή ενός κωδικοποιημένου καθεστώτος λευκής υπεροχής και φυλετικού διαχωρισμού.
Στο τελευταίο μισό του 19ου αιώνα, η Δυτική Ακτή πολεμά κατά της εισαγωγής κινέζικου εργατικού δυναμικού καθώς και η ιαπωνική μετανάστευση επίσης συγκεντρώθηκε γύρω από ρατσιστικές ιδεολογίες. Οι διευθυντές σιδηροδρόμων και άλλοι εισαγωγείς κινέζικου εργατικού δυναμικού φαντάστηκαν ότι τα ιδιαίτερα φυλετικά(σωματικά) χαρακτηριστικά των Κινέζων εργατών τους καθιστούσαν περισσότερο υπάκουους και ικανούς να ζήσουν με λιγότερα απ΄ότι οι λευκοί Αμερικάνοι. Αντίπαλοι υποστήριξαν ότι αυτά τα συγκεκριμένα φυλετικά χαρακτηριστικά θα υποβάθμιζαν το αμερικάνικο εργατικό δυναμικό και ότι οι Κινέζοι ήταν φυλετικά “αναφομοίωτοι.” Οι μεταπολεμικοί νότιοι καλλιεργητές εισήγαγαν Κινέζους στο δέλτα του Μισσισσιππή για να ανταγωνιστούν του μαύρους μισθωτούς καλλιεργητές εξαιτίας τέτοιων ίδιων ρατσιστικών εικασιών περί υπακοής, όπως έκαναν αργότερα και οι εισαγωγείς με εργατικό δυναμικό από τη Σικελία σε χωράφια ζαχαρότευτλων και βαμβακιού.
Η βιομηχανική παραγωγή μεγάλης κλίμακας κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, φυσικά και βασίστηκε στη μαζική μετανάστευση εργατικού δυναμικού κυρίως από τις ανατολικές και νότιες άκρες της Ευρώπης. Οι καινοτομίες της επιστήμης σχετικά με τη φυλή- με άλλα λόγια, της ρατσιστικής λαϊκής ιδεολογίας που μετατράπηκε σε ακαδημαϊκό επάγγελμα- υποσχέθηκε να βοηθήσει τις ανάγκες των εργοδοτών για ορθολογική διαχείριση του εργατικού δυναμικού και ήταν παρούσες στην ίδρυση των πεδίων των βιομηχανικών σχέσεων και της βιομηχανικής ψυχολογίας. Ο Hugo Münsterberg, ιδρυτικός φωστήρας της βιομηχανικής ψυχολογίας, περιέλαβε την “φυλετική ψυχολογική διάγνωση’’ ως παράγοντα κατά την αξιολόγηση των ικανοτήτων των εργαζομένων, αν και τόνισε ότι οι φυλετικές κι εθνικές ιδιοσυγκρασίες δεν είναι παρά μέσοι όροι και ότι υπάρχει σημαντική ατομική διακύμανση μέσα στις ομάδες. Υποστήριξε, επομένως, ότι στην αξιολόγηση θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα ατομικά χαρακτηριστικά και ότι η επίδραση της “ομαδικής ψυχολογίας” θα ήταν σημαντική εάν τεθεί υπό αμφισβήτηση όχι μόνο η απασχόληση ενός ατόμου αλλά ενός μεγάλου αριθμού, καθώς είναι πιο πιθανό ότι ο μέσος χαρακτήρας θα αποκαλυφθεί σε έναν επαρκή βαθμό όταν εμπλακούν πολλά μέλη της ομάδας.
Όπως το ακαδημαϊκό έργο πάνω στην επιστήμη της φυλής και της συγγενικής της ευγονικής έχει δείξει, η έρευνα που ξεκινά για να βρει στοιχεία για τη φυλετική διαφορά θα τα βρει, είτε υπάρχουν είτε όχι. Έτσι, η επιστήμη της φυλής παρήγαγε προοδευτικά εξευγενισμένες ταξινομήσεις φυλετικών ομάδων- μέχρι και 63 “βασικά” φύλα. Η προφανής ακρίβεια των καλά σχεδιασμένων ιστοριών των θεωρητικών της φυλής σχετικά με τις διαφορετικές φυλετικές ικανότητες παρείχαν σκεπτικά για τον περιορισμό της μετανάστευσης, την αποστείρωση, τον διαχωρισμό και για άλλα καθεστώτα ανισότητας. Επιπλέον κράτησε την υπόσχεση της για βοήθεια προς τους εργοδότες να αναθέτουν εργασία σε εργάτες που ήταν φυλετικά κατάλληλοι για αυτή. Ο John Bodnar και οι συν-συγγραφείς του αναπαράγουν ένα Γράφημα Φυλετικής Προσαρμοστικότητας, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από μια εταιρία στο Πίτσεμπεργκ το 1920 και χαρτογραφεί 36 διαφορετικές ικανότητες φυλετικών ομάδων για 22 διαφορετικές εργασίες, 8 διαφορετικές ατμοσφαιρικές συνθήκες, για εργασίες που απαιτούν ταχύτητα ή ακρίβεια, και για πρωινή ή βραδινή βάρδια. Για παράδειγμα, οι Λετονοί θεωρούνταν καλούτσικοι με την αξίνα και το φτυάρι, με το μπετόν και το χειράμαξο, κακοί ως κουβαλητές πηλοφοριού, καθαριστές και φροντιστές, όπως και βοηθοί κατασκευαστών λεβήτων, καλοί για μεταφορείς άνθρακα και σιδηρουργοί και για δουλειές που απαιτούσαν ταχύτητα ή ακρίβεια΄ και καλοί σε δροσερές και ξηρές, με καπνό ή σκόνη συνθήκες΄ καλούτσικοι σε λιπαρές ή βρώμικες μεθόδους΄ και καλοί τόσο σε πρωινές όσο και βραδινές βάρδιες.[5]
Φυσικά όλα αυτά ήταν ψέματα, τίποτα παραπάνω από στενόμυαλες προκαταλήψεις των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων που μοστράρονταν ως επιστήμη. Ήταν πειστικά μόνο εάν κάποιος διηγούταν τις λαϊκές αφηγήσεις περί ουσιοκρατικής ιεραρχίας την οποία προϋπέθεσε από την αρχή η έρευνα. Αλλά οι θεωρίες περί φυλής δε χρειαζόταν να είναι αληθείς για να είναι αποτελεσματικές. Έπρεπε απλώς να χρησιμοποιηθούν ως αληθείς για να παράγουν τα υλικά αποτελέσματα που έδωσαν στην ιδεολογία μια πιστοποίηση αληθοφάνειας. Οι Πολωνοί έγιναν εργάτες χάλυβα στο Πίτσεμπεργκ, τη Βαλτιμόρη, το Μπάφαλο, το Σικάγο και το Γκάρι όχι λόγω κάποιας φυσικής κλίσης ή προτίμησης αλλά επειδή οι εργοδότες και οι υπεύθυνοι πρόσληψης εργατικού προσωπικού τους κατέταξαν σε δουλειές σε χαλυβουργεία.
Ακόμα και η Νέα Συμφωνία ενσωμάτωσε προϋποθέσεις φυλετικών κι έμφυλων ιεραρχιών στις πιο θεμελιώδεις πολιτικές της προτάσεις. Έτσι δημιουργήθηκαν οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του συστήματος κοινωνικών προνομίων δυο ταχυτήτων, που επιμένουν έως και σήμερα. Αυτή η εκτεταμένη ιστορία αποτυπώνει, όπως ο μαρξιστής θεωρητικός Harry Chang παρατήρησε το 1970, ότι ο φυλετικός σχηματισμός ανέκαθεν υπήρξε μια διάσταση του ταξικού σχηματισμού, ως “κοινωνική προϋπόθεση της παραγωγής.” Η φυλή έχει υπάρξει βασικό στοιχείο στην καπιταλιστική κοινωνική δυναμική όπου “κοινωνικοί τύποι (αντί για ανθρώπους) λαμβάνονται ως βασικές μονάδες της οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης.” [6] Ο Chang με οξυδέρκεια παραλληλίζει τη φυλή με αυτό που ο Μαρξ περιέγραψε ως τον φετιχιστικό χαρακτήρα του χρήματος. Ο Μαρξ, παρατηρεί, περιέγραψε το χρήμα ως “το λειτουργικό αντικείμενο (ή υποκείμενο ως αντικείμενο) στην πραγμοποίηση της σχέσης που ονομάζεται αξία” και ως μια “λειτουργία που μετατράπηκε σε αντικείμενο.” Η φυλή κατά παρόμοιο τρόπο είναι λειτουργία-μια ιεραρχική σχέση ριζωμένη στην καπιταλιστική κατανομή της εργασίας-που έχει μετατραπεί σε αντικείμενο.[7] “Το χρήμα αναζητεί τον χρυσό για να αντικειμενοποιηθεί-ο χρυσός δε φωνάζει για χρήμα.” Παρομοίως, “η πιο πρόσφατη προσέγγιση σχετικά με τους φυλετικούς καθορισμούς των ανθρώπων είναι η κοινωνική ‘επιβολή’ πάνω στη φύση,” η οποία από μόνη της δεν υποκύπτει σε τέτοιες κατηγορίες.[8]
Η έρευνα που ξεκινά για να βρει στοιχεία για τη φυλετική διαφορά θα τα βρει, είτε υπάρχουν είτε όχι.
Αν και συζητά συγκεκριμένα τη φυλή, ο Chang προσδιορίζει επίσης τα κεντρικά χαρακτηριστικά των ιδεολογιών συγκροτητικής ιεραρχίας εν γένει: Στην πράξη, ο πολιτικός οικονομικός λόγος ύπαρξης των φυλετικών κατηγοριών βρίσκεται στην ακλόνητη κοινωνική ευστάθεια που είναι πιθανή εάν οι σχέσεις αντικειμενοποιούνται ως εγγενής ιδιότητα των “φυλετικών χαρακτηριστικών.” Οι μαύροι ως η απουσία της ελάχιστης εγγύησης των αστικών δικαιωμάτων (κατά της υποδούλωσης και της δουλείας) προυποθέτει τους λευκούς ως εγγυητές της ασυλίας από τέτοια κοινωνική υποβάθμιση.[9]
Αυτός ο σχηματισμός εφαρμόζει εξίσου σε πληθυσμούς στιγματισμένους ως ελαφρόμυαλοι, γεννημένοι εγκληματίες, “αποβράσματα”, κουλτούρες που έχουν ταυτιστεί με τη φτώχεια, τις χαμηλότερες τάξεις, τους τοξικομανείς, τους νεαρούς με παραβατική συμπεριφορά, και άλλες αφηγήσεις σωματικών και μη ιεραρχιών. Κάθε τέτοια αφήγηση είναι ένα είδος από το γένος των ιδεολογιών που νομιμοποιούν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, φυσικοποιώντας τες. Το χαρακτηριστικό που συνδέει τα είδη αυτού του γένους των αποδιδόμενων ιδεολογιών είναι ότι πρόκειται για πληθυσμούς που ζουν, αν όχι ακριβώς έξω από την “ελάχιστη εγγύηση των αστικών δικαιωμάτων”, τουλάχιστον υπό το μέσο επίπεδο κοινωνικής αξίας και υπόληψης. Στην πράξη, το τελευταίο οπισθοχωρεί προς το πρώτο.
Η οπτική του Chang ίσως μας βοηθήσει να δούμε πιο καθαρά πως λειτουργούν οι ιδεολογίες βάσει σωματικών και μη χαρακτηριστικών. Σίγουρα δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι κυρίαρχες τάξεις λειτουργούν μεταξύ τους με μια κοινή λογική που αναγνωρίζει την κυριαρχία τους χωρίς περαιτέρω προβληματισμούς, ως ορισμένη από τη φύση των πραγμάτων. Σε περιόδους που η κυριαρχία τους αντιμετωπίζει προκλήσεις, αυτές οι αφηγήσεις μπορεί να αρθρωθούν πιο κατηγορηματικά και προς ευρύτερη διάδοση. Αυτή η λογική, για παράδειγμα, στηρίζει την μετατόπιση πριν τον εμφύλιο, παρά την αυξανόμενη ταραχή κατά της δουλείας, από πραγματολογική υπεράσπιση της δουλείας ως αναγκαίο κακό- μια στάση που προϋπέθετε μια άρχουσα τάξη να μιλάει μόνη της με τον ίδιο της τον εαυτό- σε ουσιοκρατικά επιχειρήματα, φερόμενα να υπερβαίνουν ταξικά συμφέροντα, δηλαδή, ότι η δουλεία ήταν κάτι θετικό. Μπορεί επίσης να εντοπιστεί στην έκρηξη των ρατσιστικών ιδεολογιών στις διάφορες μορφές τους, συμπεριλαμβανομένης της ευγονικής, για τη δικαιολόγηση του ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού και την παγίωση της ήττας του λαϊκισμού και της εξέγερσης της εργατικής τάξης κατά τις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτή η ίδια δυναμική εφαρμόστηκε αντικαθιστώντας τη γλώσσα της τάξης και της πολιτικής οικονομίας από την κουλτούρα και την πολιτισμολογία κατά τον μεταπολεμικό φιλελευθερισμό που παγίωσε την ήττα του ριζοσπαστισμού του CIO. Αργότερα, η φυλετική ουσιοκρατία βοήθησε στην πραγμάτωση των αγώνων κατά της απομόνωσης του νότου, της φυλετικής διάκρισης και της φτώχειας κατά τη δεκαετία του ‘60, διαχωρίζοντας τις συζητήσεις περί αδικίας από τη λογική του καπιταλισμού περί αναπαραγωγής. Η φτώχεια ανακατασκευάστηκε ως πολιτισμικό δίλημμα, και ο “λευκός ρατσισμός” ξεχώρισε ως η ρίζα της φυλετικής ανισότητας.
Με αυτό τον τρόπο, η οπτική του Chang μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για τη σχηματοποίηση διάφορων σημαντικών περιορισμών σε συζητήσεις περί φυλής και τάξης, χαρακτηριστικών της σύγχρονης αριστεράς. Μπορεί επίσης να βοηθήσει στην κατανόηση της εντυπωσιακής σύγκλισης μεταξύ της σχετικής επιτυχίας των ταυτοτικών αντιλήψεων περί κοινωνικής δικαιοσύνης και της σταθερής, εντεινόμενης προέλασης του νεοφιλελευθερισμού. Υποστηρίζει μια συγγένεια εκεί όπου πολλοί από την αριστερά υποθέτουν εχθρότητα. Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού συγκεκριμένα υποδηλώνει ένα σοβαρό πρόβλημα με τα επιχειρήματα που αναπαριστούν τη φυλή και την τάξη ως διχοτομημένα ή εναλλακτικά πλαίσια πολιτικής κριτικής και δράσης, όπως και με εκείνα τα επιχειρήματα που θέτουν τη διχοτομία ενώ επιχειρούν να συμφιλιώσουν τα στοιχεία της με φορμαλιστικές κινήσεις, όπως για παράδειγμα, την κοινή κατασκευή “φυλής και τάξης”.
Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού υποδηλώνει ένα σοβαρό πρόβλημα με τα επιχειρήματα που αναπαριστούν τη φυλή και την τάξη ως διχοτομημένα ή εναλλακτικά πλαίσια πολιτικής κριτικής και δράσης.
Αυτού του είδους οπτικής βασισμένη στον ιστορικό υλισμό παρουσιάζει ανάγλυφα έναν βασικό περιορισμό για την έννοια της “λευκότητας” η οποία έχει γίνει της μόδας στην ακαδημαϊκή αριστερά για περίπου δύο δεκαετίες: καθιερώνει τη λευκότητα ως διιστορική/υπεριστορική κοινωνική κατηγορία. Ουσιαστικά, χειρίζεται τη “λευκότητα”- οπότε και τη “φυλή”- ως κάτι που υπάρχει πριν και εκτός κοινωνικού πλαισίου. [10] Τόσο το ποιος περνιέται για λευκός όσο και η σημασία του να είσαι λευκός έχουν αλλάξει με το χρόνο. Επιπλέον, ο λόγος περί λευκότητας λειτουργεί ως ένα είδος μοραλιστικής έκθεσης παρά μια βάση για στρατηγική πολιτική΄ αυτό είναι σαφές καθώς το πρόγραμμα που εμφανώς έχει διατυπωθεί στο όνομα του στοχεύει απλώς στο να εγείρει το αίτημα για “κατάργηση της λευκότητας” , δηλαδή να καλέσει τους λευκούς να αποκηρύξουν το φυλετικό τους προνόμιο. Στην πραγματικότητα, η εμμονή του να επιδείξει το βάθος της αποδοχής των λευκών αυτού που ήταν γνωστού ως “προνόμιο του λευκού δέρματος”, μια παλιότερη εκδοχή του ίδιου επιχειρήματος, και η τάση να ολισθαίνει σε τελεολογικές εξηγήσεις όπου ομάδες ή άτομα “προσεγγίζουν” ή “επιδιώκουν” τη λευκότητα διαγράφει την πραγματική ιστορική δυναμική και τις αντιφάσεις της Αμερικάνικης φυλετικής ιστορίας.
Ο λόγος περί λευκότητας επικαλύπτει άλλα επιχειρήματα που υποθέτουν πως ο ρατσισμός είναι μια sui generis μορφή αδικίας. Αν και φαίνονται προκλητικά, αυτά τα επιχειρήματα δεν ξεπερνούν τα δεδομένα του φυλετικού φιλελευθερισμού στον οποίον αποσκοπούν συνήθως να εναντιωθούν. Διαφέρουν μόνο στις ρητορικές φανφάρες, όχι στο περιεχόμενο. Σχηματισμοί που εφαρμόζουν μεταφορές ασθένειας ή προπατορικού αμαρτήματος παγιώνουν τον ρατσισμό αποσυνδέοντας τον από τις διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και τις κοινωνικές δομές στα οποία είναι ενσωματωμένος και αντιμετωπίζοντας τον ως αυτόνομη δύναμη. Η αποσύνδεση από την πολιτική οικονομία είναι επίσης καίριο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής φιλελεύθερης κατασκευής της φυλετικής ανισότητας ως προκατάληψης ή μισαλλοδοξίας. Ο ρατσισμός γίνεται μια ανεξάρτητη μεταβλητή σε ένα μοραλιστικό επιχείρημα που είναι διανοητικά ιδεαλιστικό και πολιτικά εντελώς ηττοπαθές.
Αυτή η τάση να βλέπουμε το ρατσισμό ως sui generis δημιουργεί επίσης αντίσταση στην ακρίβεια της ανάλυσης. Τροφοδοτείται από μια τάση που παραφουσκώνει τη γλώσσα του ρατσισμού στο χείλος των λογικών νοητικών ορίων, αν όχι και παραπέρα. Η ιδεολογική αφοσίωση στο στρίμωγμα υπό την κατηγορία του ρατσισμού κάθε είδους ανισότητας που μπορεί να παρουσιαστεί στατιστικά ως φυλετική διαφορά έχει επιφέρει δύο σχετιζόμενες ερμηνευτικές παθολογίες. Η μία είναι η συνεχής διεύρυνση του οπλοστασίου των νεολογισμών- “θεσμικός ρατσισμός”, “συστημικός ρατσισμός”, “δομικός ρατσισμός”, “μη χρωματικός ρατσισμός”, “μεταφυλετικός ρατσισμός”, κλπ.- που αποσκοπεί να μπολιάσει μια πιο περίπλοκη κοινωνική δυναμική με μια απλοϊκή και συχνά ψυχολογικά μεταβαλλόμενη ρατσιστική/αντιρατσιστική πολιτική οντολογία. Πράγματι, αυτές οι προσπάθειες φέρνουν στο μυαλό τις αναφορές του Thomas S. Kuhn σχετικά με τις προσπάθειες να προσαρμόσει αυξανόμενες αποκλείσεις για να περισώσει ένα ερμηνευτικό παράδειγμα με κίνδυνο να καταρρεύσει υπό μια κρίση αυθεντίας.[11]
Η δεύτερη ουσιοκρατική ταχυδακτυλουργική πρόοδος υποστηρίζει την πρωτοκαθεδρία των φυλής/ρατσισμού ως μια επεξήγηση των ανισοτήτων στο παρόν, επικαλούμενη αναλογίες με καθεστώτα φυλετικής υποταγής του παρελθόντος. Σε αυτά τα επιχειρήματα, η αναλογία αντικαθιστά τα στοιχεία και την επεξήγηση της σύγχρονης κεντρικής θέσης που κατέχει ο ρατσισμός. Το The New Jim Crow, ένα βίβλιο της Michelle Alexander με πολλούς αναγνώστες και αναφορές, είναι η πιο εμφανής έκφραση αυτής της τάσης΄ακόμα και η ίδια οφείλει να αναγνωρίσει ότι η αναλογία είναι αποτυχημένη καθώς οι ιστορικές συνθήκες είναι τόσο ριζικά διαφορετικές. [12]
Η αυστηρή επιδίωξη της ισότητας ευκαιριών αποκλειστικά εντός των ορίων των καπιταλιστικών ταξικών σχέσεων έχει νομιμοποιηθεί πλήρως υπό την πρίσμα της “πολυπολιτισμικότητας.”
Από την οπτική του ιστορικού υλισμού, η θεώρηση της φυλετικής ανισότητας ως sui generis αδικία και των διχοτομημένων σχηματισμών της σχέσης φυλής και τάξης ως συστήματα ιεραρχίας στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι απλώς αποπροσανατολιστική αλλά επίσης κατά βάση αντιπαραγωγική. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε αυτό το σημείο να αναγνωρίσουμε ότι η συνηθισμένη ταξινόμηση των φυλετικών διαφορών δεν είναι παρά μία ιστορικά συγκεκριμένη περίπτωση από ένα γένος ιδεολογιών που βασίζεται σε σωματικές και μη ιεραρχίες που σταθεροποιούν την καπιταλιστική κοινωνική αναπαραγωγή. Ισχυρίστηκα προηγουμένως ότι εντελώς νέες ταξινομήσεις που αφορούν τη φυλή θα μπορούσαν να προκύψουν και να αντικαταστήσουν τις συνηθισμένες. Για παράδειγμα, η χαμηλότερη τάξη θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο φυλετικά προσδιορίσιμη ως ξεχωριστός και ουσιοκρατούμενος πληθυσμός από τις σημερινές λαικές νόρμες, πολυφυλετικός στη σύνθεση, αν και το πιο πιθανό είναι ότι περιλαμβάνει σε αισθητά μεγαλύτερη συχνότητα ανθρώπους που θα κατηγοριοποιούνταν “φυλετικά” ως μαύροι ή λατίνοι, αν και με μικρή πλειοψηφία ώστε να αποκλείσει να αφομοιώσει την ομάδα ιδεολογικά ως έναν απλό εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο για μη λευκούς κατώτερους. [13]
Αυτή η πιθανότητα ελλοχεύει απειλητικότερα τώρα. Οι αγώνες για φυλετική και έμφυλη ισότητα έχουν απογυμνώσει τη φυλή και το φύλο από την αληθοφάνεια της κοινής λογικής ως βάσεις για ουσιοκρατική διαφοροποίηση. Επιπλέον, εκδοχές φυλετικής κι έμφυλης ισότητας πλέον είναι ενσωματωμένες στο κανονιστικό και προγραμματικό σχέδιο του “αριστερού” νεοφιλελευθερισμού. Η αυστηρή επιδίωξη της ισότητας ευκαιριών αποκλειστικά εντός των ορίων των καπιταλιστικών ταξικών σχέσεων- που είναι στη τελική το ιδανικό του φυλετικού φιλελευθερισμού- έχει νομιμοποιηθεί πλήρως υπό το πρίσμα της “πολυπολιτισμικότητας.” Αυτό το ιδανικό πραγματώνεται πετυχαίνοντας σχετική ισότητα στην κατανομή κοινωνικών αγαθών και προβλημάτων μεταξύ ορισμένων πληθυσμιακών κατηγοριών. Όπως έχει υποστηρίξει σθεναρά ο Walter Benn Michaels, σύμφωνα με αυτό το ιδανικό, η κοινωνία θα ήταν δίκαιη εάν το 1% του πληθυσμού έλεγχε το 90% των πόρων, με την προϋπόθεση ότι μαύροι και άλλοι μη λευκοί, γυναίκες, και λεσβίες, γκέυ, αμφιφυλόφιλοι και τρανς (ΛΟΑΤ) άτομα εκπροσωπούνταν σε αυτό το 1% σε σχετικά παρόμοια αναλογία με την παρουσία τους στο γενικό πληθυσμό.[14]
Δεδομένου του θριάμβου του φυλετικού φιλελευθερισμού, είναι εντελώς πιθανό ότι νέοι λόγοι σωματικών και μη διαφορών μπορεί να πάρουν μορφή ώστε να ταιριάζουν με τη λαϊκή κοινή γνώμη της εποχής μας και των πολιτισμικών νορμών και ευαισθησιών της. Πράγματι, η εκρηκτική αναζωπύρωση κατά τα τελευταία χρόνια των ακαδημαϊκά νομιμοοποιημένων ντετερμινιστικών λόγων- εκ των οποίων όλοι απλώς προβάρουν τα κλασικά ιδεαλιστικά σχήματα λόγου και κυκλικές αναλώσιμες ψευδοεπιστημονικές αφηγήσεις- ενισχύουν αυτή την ανησυχία.
Οι υποστηρικτικές προϋποθέσεις των ακαδημαϊκών προγραμμάτων όπως η εξελικτική ψυχολογία, τα συμπεριφορικά οικονομικά, γονίδια και πολιτική, και η νευροεγκληματολογία μοιάζουν εντυπωσιακά με ευθείες εξαγωγές από την επιστήμη της φυλής κατά τη Βικτωριανή εποχή- αν και στο μεγαλύτερο μέρος τους, όχι όμως εντελώς, οι ακαδημαϊκοί που δουλεύουν σε αυτούς τους τομείς είναι σχολαστικοί ή τουλάχιστον ιδιότροποι όσον αφορά το ότι δεν εφαρμόζουν τις συνηθισμένες φυλετικές ταξινομήσεις στις ντετερμινιστικές τους σοφιστίες. Κάποιοι ακαδημαϊκοί φαντασιώνονται ότι η “επιγενετική”- μια οπτική που εστιάζει στην αλληλεπίδραση των γονιδίων και του περιβάλλοντος για την παραγωγή οργανισμών και γονότυπων- αποφεύγει το ντετερμινισμό παρέχοντας αιτιακές επεξηγήσεις που δεν είναι αμιγώς βιολογικές. Πρόσφατη έρευνα που επιχειρεί να βρει επιγενετικές επεξηγήσεις για την κοινωνικοοικονομική ανισότητα ήδη προμηνύει ένα πιθανό πλαίσιο για ντετερμινιστικές αφηγήσεις περί κατωτέρων τάξεων που αποφεύγουν το στίγμα που συνοδεύεται με βιολογικές αιτιολογήσεις της ανισότητας και αναφορές σε επί του παρόντος αναγνωρισμένες φυλετικές κατηγορίες.[15] Κατά ειρωνεία της τύχης, κάποιοι θιασώτες αυτής της επιγενετικής φλυαρίας την παρομοίασαν ρητά με την εξελικτική θεωρία του Λαμάρκ, η οποία τόνιζε την κληρονομικότητα των χαρακτηριστικών που αποκτούνταν μετά τη γέννηση, λες και αυτό αποτελούσε απομόνωση του ντετερμινισμού. Όπως ο ιστορικός της ανθρωπολογίας George Stocking, Jr. και άλλοι έχουν δείξει, η φυλετική θεωρία του Λαμάρκ δεν ήταν λιγότερο ντετερμινιστική από εκείνη του Δαρβίνου, που προϋπέθετε αυστηρά βιολογικό ντετερμινισμό. Όπως σημειώνει ο Stocking, η στήριξη των Λαμαρκιστών σε μια “ασαφή κοινωνιοβιολογική πιθανότητα” έκανε ακόμα περισσότερο δύσκολο το να αμφισβητηθούν οι κυκλικές του θεωρίες περί φυλής. [16] Σε κάθε περίπτωση, στενές προσεγγίσεις που μειώνουν την συγκροτητική ιδεολογία σε πραγματωμένες αντιλήψεις της φυλής και του ρατσισμού δεν εξαρτώνται επ’ ουδενί από την πρόκληση που θέτει αυτή η νέα ντετερμινιστική στροφή.
Τέλος, η ακλόνητη αφοσίωση σε μια οπτική περί ανισότητας που δίνει προτεραιότητα στη φυλή και η οποία εμφανίζεται ως στατιστικές διαφορές έχει υλική βάση. Οι νίκες του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων έφεραν μαζί τους μια πιο καλοήθη και αναπόφευκτη πολιτική επιτακτικότητα. Νομικές θεραπείες μπορούν να αναζητηθούν για αδικίες που γίνονται κατανοητές ως διακρίσεις με βάση τη φυλή, το φύλο ή άλλες οικείες κατηγορίες προσβλητικών καταλογισμών, δεν υπάρχει καμιά τέτοια διέξοδος για αδικίες που παράγονται από τη λογική της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής χωρίς όμως τη διαμεσολάβηση μιας από αυτές τις κατηγορίες που αναλύθηκαν. Όπως έχω υποστηρίξει αλλού, αυτό μας κάνει να αναγνωρίζουμε το “ρατσισμό” ως ένα τεχνικό προαπαιτούμενο για την επιδίωξη ορισμένων καταγγελιών, όχι ως μια βάση για μια συνολική στρατηγική για την επιδίωξη της φυλετικής ισότητας ή, όπως πιστεύω είναι ένας σαφής αριστερός σχεδιασμός, τη φυλετική ισότητα ως απαραίτητο συστατικό του προγράμματος για κοινωνική δικαιοσύνη[17].
Παρόλα αυτά, για όσους επιμένουν ότι ο φυλετικός αναγωγισμός(η αναγωγή της ανισότητας στην κατηγορία της «φυλής) είναι κάτι παραπάνω από πραγματολογικός/πρακτικός συμβιβασμός στην αναγκαιότητα επιδίωξης νομικών ή διοικητικών καταγγελιών, υπάρχει και κάτι ακόμα στο παιχνίδι. Η οπτική του ιστορικού υλισμού μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για την αναγνώριση της “κόλλας” που συνδέει αυτή την αφοσίωση προς τον πολιτικό λόγο περί προτεραιότητας της φυλής με την πρακτική.
Η πολιτική στην καπιταλιστική κοινωνία είναι ταξική πολιτική ή τουλάχιστον καθορισμένη από την τάξη. Αυτό είναι επίσης αληθές και για την πολιτική οπτική που συμπιέζεται σε προγράμματα αποκατάστασης, αντιρατσισμού και επιμονής στο sui generis χαρακτήρα της κοινωνικής αδικίας. Προτείνω πως αυτές οι τάσεις συσπειρώνονται γύρω από μια πολιτική που είναι “εντελώς συνεπής με το νεοφιλελεύθερο επανορισμό της ισότητας και της δημοκρατίας κατά τις διαφοροποιητικές γραμμές.” Αυτή η πολιτική αντικατοπτρίζει την κοινωνική θέση αυτών των οποίων η θέση ωφελείται από την αντίληψη ότι η αγορά αποτελεί ή μπορεί να αποτελέσει ένα δίκαιο, αποτελεσματικό ή ακόμα και ικανοποιητικό σύστημα επιβράβευσης του ταλέντου και της αρετής και τιμωρίας των αντιθέτων τους και ότι, έτσι, η απομάκρυνση των “τεχνητών” εμποδίων για τη λειτουργία του όπως η φυλή και το φύλο θα το καταστήσουν ακόμα πιο αποδοτικό και δίκαιο[18].
Αυτή είναι η πολιτική των τωρινών αλλά και των μελλοντικών διαχειριστών των φυλετικών σχέσεων και είναι εντελώς ενσωματωμένη στον αμερικάνικο καπιταλισμό και τις δομές των διαμεσολαβητών της ελίτ. Είναι στην ουσία του ανταγωνιστική προς την πολιτική της εργατικής τάξης, παρά τους θεατρινίστικους ισχυρισμούς των ταυτοτικών αριστερών για το αντίθετο.
υποσημειώσεις.
[1]Δες Adolph Reed, Jr., “Unraveling the Relation of Race and Class in American Politics,” Politi-cal Power and Social Theory 15 (2002): 265-274; Ellen Meiksins Wood, “Class, Race and Capitalism,” Political Power and Social Theory 15 (2002): 275-284; Maurice Zeitlin, “On the ‘Confluence of Race and Class’ in America,” Political Power and Social Theory 15 (2002): 285-288; Steven Gregory, “The ‘Paradoxes’ of Misplaced Concreteness: Thinking through the State,” Political Power and Social Theory 15 (2002): 289-300; and Reed, “Rejoinder,” Politi-cal Power and Social Theory 15 (2002): 301-315. See also my chapter, “The ‘Color Line’ Then and Now: The Souls of Black Folk and the Changing Context of African American Politics” in Adolph Reed, Jr., Kenneth W. Warren, Renewing Black Intellectual History: The Ideological and Material Foundations of Black American Thought (Boulder, CO & London: Paradigm Publishers, 2010).
[2]Edmund S. Morgan, American Slavery, American Freedom (New York: W. W. Norton, 1975) and Kathleen M. Brown, Good Wives, Nasty Wenches and Anxious Patriarchs: Gender, Race, and Power in Colonial Virginia (Chapel Hill & London: University of North Carolina Press, 1996).Όπως δείχνει και ο τίτλος, η Brown εξετάζει και το αμοιβαίο παιχνίδι μεταξύ φύλου και φυλής στην συγκρότηση της διάκρισης αφέντη και δούλου, λευκού και μαύρου.
[3]Ο νομικός ιστορικός Robert J. Steinfeld σε δύο πολύ σημαντικά βιβλία εξετάζει το τελευταίο ζήτημα. Δες Steinfeld, The Invention of Free Labor: The Employment Relation in English and American Law and Culture, 1350-1870 (Chapel Hill & London: University of North Carolina Press, 2002) and Coercion, Contract, and Free Labor in the Nineteenth Century (Cambridge: Cambridge University Press, 2001)
[4]Hugo Münsterberg, Psychology and Industrial Efficiency (Boston & New York: Houghton Mifflin, 1913), 130. Ο Münsterberg κριτικάρει αυτό που θεωρεί ως διαδεδομένη τάση μεταξύ των υπευθύνων προσλήψεων αμερικανικών εταιριών να χρησιμοποιούν με πολύ μεγάλη ευκολία φυλετικά χαρακτηριστικά και στερεότυπα για ομάδες εργαζομένων (130-131)
[5]John Bodnar, Roger Simon, and Michael P. Weber, Lives of Their Own: Blacks, Italians, and Poles in Pittsburgh, 1900-1960 (Urbana & Chicago: University of Illinois Press, 1983), 240. On the history and logic of race science, see Jonathan Marks, What It Means to Be 98% Chimpanzee: Apes, People and Their Genes (Berkeley & Los Angeles: University of California Press, 2003), καθώς και σχετικά πρόσφατες ιστορίες για την ευγονική στην Αμερική, όπως του Edwin Black, War Against the Weak: Eugenics and America’s Campaign to Create a Master Race (New York: Dialog Press, 2012), and Alexandra Minna Stern, Eugenic Nation: Faults and Frontiers of Better Breeding in Modern America (Berkeley & Los Angeles: University of California Press, 2005). Για παράδειγμα επιστημόνων που ασχολούνται με τη φυλή δες Daniel G. Brinton, Races and Peoples: Lectures on the Science of Ethnography (Philadelphia: David McKay, 1901), 17-50; Joseph Deniker, The Races of Man: An Outline of Anthropology and Ethnography (New York: Charles Scribner, 1900), 280-298; William Z. Ripley,The Races of Europe:A Sociological Study (London: Kegan Paul, 1900); and William P. Dillingham, A Dictionary of Races or Peoples (Washington, DC: GPO, 1911), 3
[6]Paul Liem and Eric Montague, eds., “Toward a Marxist Theory of Racism: Two Essays by Harry Chang,” Review of Radical Political Economics 17, no. 3 (1985): 43
[7]στο ίδιο 38
[8]στο ίδιο 39
[9]στο ιδιο 44
[10]Για μια κριτική εξέταση της έννοιας της λευκότητας στην βιβλιογραφία τουλάχιστον όπως εχει σχηματοποιηθεί μεταξύ των ιστορικών, δες “Scholarly Controversy: Whiteness and the Historians’ Imagination,” International Labor and Working-Class History 60 (Fall 2001): 1-92, με εισαγωγή από την Judith Stein και άρθρα από Eric Arnesen, James Barrett, David Brody, Barbara J. Fields, Adolph Reed, Jr.Victoria C. Hattam, Eric Foner, and a response by Arnesen. See also Barbara J.Fields and Karen Fields, Racecraft: The Soul of Inequality in American Life (New York & London: Verso, 2012)
[11]Adolph Reed, Jr. and Merlin Chowkwanyun, “Race, Class, Crisis: The Discourse of Racial Disparity and its Analytical Discontents,” Socialist Register 48 (2012): 167. Εδώ υποστηρίζουμε επίσης ότι “αριστερίζουσες άμυνες που επιμένουν στην σημαντικότητα της τάξης και της φυλής είναι προσπάθειες να αρνηθούν την ρητορική δύναμη της «φυλετικής γραμμής επιχειρηματολογίας.
[12]Michelle Alexander, The New Jim Crow: Mass Incarceration in the Age of Color-Blindness (New York: New Press, 2010). Για μια συστηματική κριτική, τα όρια και τελικά τα προβλήματα μιας τέτοιας προσέγγισης, δες James Forman, Jr., “Racial Critiques of Mass Incarceration: Beyond the New Jim Crow,” New York University Law Review 87 (2012): 21-69. Επίσης Reed and Chowkwanyun, “Race, Class, Crisis” and Adolph Reed, Jr., “Three Tremés,” July 4, 2011, available at http://nonsite.org/editorial/three-tremes
[13]Reed, “The ‘Color Line’Then and Now,” 261
[14]Walter Benn Michaels, The Trouble with Diversity: How We Learned to Love Identity and Ignore Inequality(New York: Metropolitan Books, 2007). Είναι ενδιαφέρον ότι ο αναγωγισμός της φυλής και των ανισοτήτων της σε φαινόμενα οικονομικής φύσης οδηγεί σε απαντήσεις όπως της Sheradeen που προτείνει ταμεία κοινοτήτων για την ατοική ανάπτυξη και προώθηση—που επιδιώκουν “να δημιουργήσουν ανταγωνιστικά άτομα από τις μειονότητες που θα έχουν καλύτερες πιθανότητες επιτυχιών στην αρένα του νεοφιλελεύθερου ανταγωνισμού, και έτσι εκμηδενίζει την ανάγκη για πάλη για μια εναλλακτική οργάνωση της κοινωνίας που δεν θα χρειάζεται να παλεύουμε διαρκώς ενάντια στις ασυνέχειες και τις ανισότητες της καπιταλιστικής αγοράς” Reed and Chowkwanyun, “Race, Class, Crisis,” 166. Επίσης τονίζουμε ότι “εντός του φυλετικού πλαισίου τέτοιες προσπάθειες δεν προωθούν μόνο την φυλετική αυτοβοήθεια και έναν υποτιθέμενο κοινοτισμό εντός των μειονοτήτων αλλά και μια έντονη οσμή «ρεπουμπλικανικής νοσταλγίας»
[15]Περί της εξελικτικής ψυχολογίας, δες Susan McKinnon, Neo-Liberal Genetics: The Myths and Moral Tales of Evolutionary Psychology (Chicago: Prickly Paradigm, 2005). On genes and politics, see Evan Charney, “Genes and Ideologies,” Perspectives on Politics 6, no.2 (June 2008), with responses from John R. Alford et al.; Rebecca J. Hannagan and Peter K. Hatemi, and a rejoinder by Charney in Perspectives on Politics 6, no. 2 (June 2008).Για μια σκιαγράφηση των τελευταίων εξελίξεων στην νευροεγκληματολογία, δες την δουλεία του πανεπιστημίου της Pennsylvania και συγκεκριμένα του εγκληματολόγου Adrian Raine at http://www.crim.upenn.edu/faculty/profiles/raine.html. Καθώς και το κείμενο του James J.Heckman’s “Promoting Social Mobility,” Boston Review, September/October 2012, το οποίο δείχνει τον τρόπο διαπλοκής της γενετικής και της οικονομικής επιστήμης. Δες επίσης Daniel A. Hackman and Martha J. Farah, “Socioeconomic Status and the Developing Brain,” Trends in Cognitive Sciences 13, no. 2 (February 2009): 65-73. Jiannbin Lee Shiao,Thomas Bode, Amber Beyer, and Daniel Selvig, “The Genomic Challenge to the Social Construction of Race,” Sociological Theory 30 (June 2012): 67-88 —όλα αυτά καθηστούν μια ευρύτερη βιβλιογραφία για την χαρτογράφηση του ανθρωπίνου γονιδιώματος με σκοπό την υποστήριξη φυλετικών επιχειρημάτων.
[16]George W. Stocking, Jr.Race, Culture, and Evolution: Essays in the History of Anthropology (Chicago & London: University of Chicago Press, 1968), 265
[17]Adolph Reed, Jr.“The Limits of Anti-Racism,” Left Business Observer #121, September 2009, available at http://www.leftbusinessobserver.com Antiracism.html
[18]στο ίδιο.
.
Συζήτηση
Δεν υπάρχουν σχόλια.