//
you're reading...
Αναλύσεις, μεταφράσεις

Η «κρίση» του Ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος: Προς μια μαρξιστική θεωρία των Συνόρων

naurefugiadosafricanos

Εισαγωγή

Μεταφράσαμε και αναδημοσιεύουμε το κείμενο του ελβετού πανεπιστημιακού Nicholas de Genova . Ο Genova ανήκει ξεκάθαρα στην τάση αυτή του μαρξισμού που έχει συσχετίσει την ανάλυση του ιμπεριαλισμού με την ανάλυση της ανθρώπινης κινητικότητας, της μετανάστευσης και των μετά-αποικιακών συζητήσεων. Η ανάλυση του για τον ιμπεριαλισμό θα λέγαμε είναι κλασική υπο την έννοια ότι αντιλαμβάνεται την παγκόσμια οργάνωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ως κάτι το οποίο στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην πολιτική και στρατιωτική ηγεμονία των ΗΠΑ και της ικανότητας τους για στρατιωτικές επεμβάσεις. Η ρευστοποίηση της σχέσης-κεφάλαιο από το 75 και μετά, το χρήμα ως νόρμα μελλοντικής απόδοσης και η τεράστια διεθνής κινητικότητα του, μεταβάλουν εμφανώς το περιεχόμενο των καπιταλιστικών ένοπλων συγκρούσεων και των παραγόμενων από αυτές ανθρώπινων κινητικοτήτων σε σχέση με το παρελθόν και τις τότε θεωρητικές προσεγγίσεις. Επίσης ο Genova στο κείμενο κάνει σποραδικές αναφορές στην νεο-φιλελεύθερη Ευρώπη χωρίς να αποσαφηνίζει αν θεωρεί το νεοφιλελευθερισμό δομικό στοιχείο ή απλό προϊόν πολιτικών συσχετισμών εντός της.

Παρόλα αυτά η ανάλυση του Genova έχει δύο πλεονεκτήματα. Καταρχάς προσπαθεί να συνδέσει τα γεγονότα της μετανάστευσης με τις ευρύτερες ιστορικές τους προεκτάσεις και προϋποθέσεις στο σήμερα και διερωτάται πως προκύπτει η ίδια ή έννοια της μετανάστευσης. Εδώ είναι και το ισχυρό σημείο της ανάλυσης του -το οποίο όμως δυστυχώς δεν το επεξεργάζεται αρκετά- αντί να αρκεστεί στον ισχυρισμό ότι η μετανάστευση προκύπτει από «τους ιμπεριαλιστικούς» πολέμους ο Genova κοιτά την μετανάστευση οντολογικά δηλαδή από ποιους συνολικούς μηχανισμούς και λόγους προκύπτει και ορίζεται ως τέτοια, ως υλικό φαινόμενο αλλά και ως έννοια. Απαντά ξεκάθαρα: πέρα από τις επιμέρους πολιτικές, η μετανάστευση ορίζεται ως μια πόλωση μεταξύ «έξω» και «εντός» από την ίδια τη κατάτμηση του πλανήτη σε εθνικά κράτη. Το σύνορο κατά τον συγγραφέα ως λόγος αλλά και ως πρακτική/υλική διαδικασία είναι διαρκώς υπό εννοιολογική και υλική αμφισβήτηση καθώς το ίδιο αντιφατικά προσπαθεί να απωθήσει την εξωτερικότητα που το ίδιο παράγει και ορίζει. Θα λέγαμε ότι η διαρκής κυρίως εννοιολογική αμφισημία του συνόρου αντηχεί απόμακρα στον Genova μια διαλεκτική παρόμοια με αυτή της επιθυμίας για παραβίαση του νόμου και ταυτόχρονα της επιβολής του. Το ένα παράγει το άλλο ατέρμονα. Επιπρόσθετα το σύνορο είναι το σημείο το οποίο ορίζει αλλά και ορίζεται/παράγεται από την πάλη για το τι θεωρείται «άξιο και ικανό να αναπαραχθεί κοινωνικά». Είναι το εξωτερικευμένο αποτέλεσμα της πάλης για κοινωνική αναπαραγωγή, για πρόσβαση στην κοινότητα «κυκλοφορίας της αξίας» συνεπώς για τον Genova το σύνορο δεν είναι (μόνο) γεωγραφικής φύσης αποκλεισμός και όριο αλλά κοινωνική σχέση: ο μετανάστης που ζει εντός Λονδίνου χωρίς χαρτιά ή σε συνθήκες επισφάλειας είναι εκτός βρετανικών συνόρων. Το σύνορο δηλαδή είναι κάτι το οποίο εμφανίζεται ως σταθερό και φυσικό αλλά είναι -όπως και το εμπόρευμα- το αποτέλεσμα της ανταγωνιστικής σχέσης των εμπλεκόμενων φορέων, το οποίο μετά εμφανίζεται ως προϋπόθεση και βάση του ίδιου του ανταγωνισμού. Οι επακόλουθες έννοιες όπως «Ευρώπη» και «έθνος» στοιχειοθετούνται ακριβώς πάνω σε έναν τέτοιο διαρκή ανταγωνισμό. Και είναι αυτός ο ανταγωνισμός ακριβώς περί «ένταξης των μεταναστών» που οξύνει και τις εσωτερικές αντιφάσεις και πιέζει τον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων των εθνικών κρατών ως προς την «βάση» τους, δημιουργώντας τις εντάσεις και των κατακερματισμό σε κάποιο βαθμό μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών και της Ευρώπης καθ’ αυτής. Παρόλα αυτά η επιχειρηματολογία του εδώ αν και καίρια δεν είναι ξεκάθαρα αποτυπωμένη: το σύνορο είναι το διαλεκτικό αποτέλεσμα του ανταγωνισμού και μετά το ίδιο παράγει τον ανταγωνισμό περί ένταξης ή αποκλεισμού. Ενώ η σχέση αυτή είναι διαλεκτική και δεν επιδέχεται χρονική προτεραιότητα ο Genova διολισθαίνει στο να ισχυριστεί ότι «πρώτα έρχεται η αυτόνομη μετανάστευση και μετά το κράτος αντιδρά αντανακλαστικά σε αυτή». Γιατί όμως η επιχειρηματολογία έχει αυτή την αντίφαση;.

Κομβική έννοια για να μπορέσει να επιχειρηματολογήσει ο Genova σε αυτό είναι η έννοια της «αυτονομίας της κινητικότητας των ανθρώπων«. Αυτή η έννοια είναι στο κείμενο ταυτόχρονα αναλυτικά προωθητική και προβληματική. Είναι προωθητική καθώς υπενθυμίζει ότι οι μετανάστες δεν είναι άβουλα όντα, χρήζοντες φιλανθρωπίας ή πιόνια στα χέρια του κεφαλαίου που τους «φέρνουν κάποιοι εδώ για να τους εκμεταλλευτούν» αλλά ότι λειτουργούν με βάση κάποια δικά τους κριτήρια, με σκοπό την καλύτερη δυνατή αναπαραγωγή τους. Στο πλαίσιο ακριβώς δίνουν μάχες και αγώνες που προκαλούν την αντίδραση του έθνους κράτους, την εξέλιξη των τεχνολογιών του αλλά και τη σχετικοποίηση και τον επανακαθορισμό του τι είναι «Ευρώπη», που τελειώνουν τα εννοιολογικά και θεσμικά της όρια κτλ. Από την άλλη ο Genova θέλοντας να εκθειάσει τους αγώνες των μεταναστών τείνει-μερικές φορές- σχεδόν να φυσικοποιήσει την κινητικότητα τους και γενικότερα την «αυτονομία» θεωρώντας την σε μερικά σημεία ως εντελώς «ανεξάρτητο και αστάθμητο» παράγοντα που το έθνος κράτος και το κεφάλαιο πρέπει να αντιμετωπίσουν ως «εξωτερικές από αυτά συνθήκες». Η ανάλυση σε μερικά σημεία του έχει έναν έντονο τόνο μιας θεωρίας «κοινών» όπου η μετανάστευση και η κίνηση γίνονται αντιληπτές ως εξωτερικότητες στο κεφάλαιο τις οποίες στη συνέχεια αυτό τις εκμεταλλεύεται. Αντιθέτως εμείς πιστεύουμε ότι η κινητικότητα των μεταναστών εμφανίζεται ως αυτόνομη μόνο όταν έρχεται αντιμέτωπη με τον κάθε επιμέρους «καπιταλιστή» ή κρατικό σχηματισμό ή έστω με ομάδες αυτών(ΕΕ). Παρόλα αυτά σε παγκόσμιο επίπεδο με όρους αιτιότητας, εντάσσεται η κινητικότητα αυτή στην παγκόσμια εσωτερική αντίφαση του κεφαλαίου, στην δομική παραγωγή πληθυσμών παγκοσμίως που δεν μπορούν αλλά θέλουν να ενσωματωθούν στο κεφάλαιο. Αυτή η προσδοκία για καλύτερο μισθό, καλύτερο κράτος κτλ είναι που κινητοποιεί τους μετανάστες προς την Ευρώπη και ακριβώς αυτή η κινητοποίηση αν βγει εκτός ελέγχου-εκτός των ζυγισμένων ορίων των οικονομικών προϋπολογισμών-που υποσκάπτει τα θεμέλια ακριβώς αυτού που προσδοκά. Αυτή η παραδοχή προκύπτει από τα επιχειρήματα του κειμένου αλλά δεν αρθρώνεται ρητά καθώς μπορεί να θεωρηθεί ότι απαξιώνει κάπως την αγωνιστικότητα των μεταναστών. Από την άλλη όμως θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να αναφέρεται καθώς μια τέτοια προσέγγιση όπως του συγγραφέα δεν μπορεί να ερμηνεύσει-και δεν είναι τυχαίο που είναι το μοναδικό γεγονός που δεν αναφέρεται στο κατά τα άλλα εξαιρετικά αναλυτικό κείμενο του- τους ανταγωνισμούς που προκύπτουν μεταξύ των ίδιων των μεταναστών στην προσπάθεια τους να περάσουν τα σύνορα και να «ενταχθούν». Δεν ερμηνεύεται δηλαδή η ικανότητα και η αποτελεσματικότητα των ίδιων των κρατικών τεχνολογιών να διαχωρίσουν ή να εκμεταλλευτούν ήδη υπάρχοντες διαχωρισμούς εντός των μεταναστευτικών κινήσεων.

Σε γενικές γραμμές μια αρκετά περιεκτική και σφαιρική συμπύκνωση της συζήτησης για όλο το μεταναστευτικό. Πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο μαζί με το κείμενο των wildcat το οποίο μεταφράστηκε από συντρόφισσες/φους από Ρεσάλτο, Θερσίτη and friends αποτελεί εργαλείο συζήτησης και παραγωγής ερωτημάτων για το κίνημα το οποίο πέρασε και γιαυτό το οποίο θα ‘ρθει.

R.C.

Tου Nicholas de Genova. *

Από τότε που ο Μαρξ και ο Ένγκελς διακήρυξαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα, ήταν μία στοιχειώδης και ξεκάθαρη παραδοχή της μαρξιστικής πολιτικής ότι είμαστε διεθνιστές1 . Δεν υπήρξε ποτέ μια πιο σαφής απόδειξη ότι ο σταλινισμός αποτέλεσε μια ριζική προδοσία του μαρξισμού, περισσότερο, από την ύπουλη και συμφεροντολογική πρόταση ότι ήταν δυνατόν να χτιστεί «σοσιαλισμός σε μία χώρα». Πράγματι, η ανάδειξη της λέξης «διεθνούς» στο όνομα του περιοδικού έχει ως στόχο να επιβεβαιώσει τη δέσμευσή της σε μια συγκεκριμένη μαρξιστική σοσιαλιστική πολιτική, ενώ επίσης κατηγορηματικά να διακρίνει τον εαυτό της από την άθλια αντεπαναστατική κληρονομιά του σταλινισμού. Είναι αναγκαίο να χρησιμοποιήσω αυτή την θεμελιώδη διεθνιστική προοπτική οποιοσδήποτε πραγματικά μαρξιστικής πολιτικής ως σημείο εκκίνησης για κάθε μαρξιστικό προβληματισμό σχετικά με τα ζητήματα της μετανάστευσης και των συνόρων. Πέρα από όλα αυτά, μας μένει να παλέψουμε με ένα πολύ ουσιαστικό και συνεπαγόμενο παράδοξο: οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα, και όμως ζούμε σε έναν κόσμο υποτιθέμενα ξεχωριστών και διακριτών «χωρών», – ένας κόσμος που χωρίζεται σε “εθνικά” κράτη.

Μια μαρξιστική πολιτική του διεθνισμού πρέπει να προσφέρει κατ ‘ανάγκην μια αυστηρή κριτική του εθνικισμού, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει επαρκής κριτική του εθνικισμού χωρίς θεωρία του κράτους, ιδιαίτερα ως “το” κράτος που παντού γίνεται κατανοητό ως μια πολλαπλότητα από ξεχωριστά και διακριτά κράτη, τα οποία συνήθως προβάλλουν τους ίδιους τους εαυτούς τους, αρκετά κατηγορηματικά ως «εθνικά». Δεδομένης της παγκόσμιας διαμόρφωσης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, πρέπει να είμαστε σε θέση να επιχειρηματολογήσουμε για το γεγονός ότι αντί για ένα παγκόσμιο κράτος, έχουμε μια μεγάλη εξάπλωση των εδαφικά-οριζόμενων και οριοθετημένων (εθνικών) κρατών. Ως εκ τούτου, η κατανόηση της ίδιας της διαδικασίας καθ’ αυτής με την οποία ένα κράτος εδαφικά οριοθετείται – κατανόηση, με άλλα λόγια, πώς ένα κράτος καταλήγει να ορίζεται από σύνορα – θα πρέπει να είναι ένα κεντρικό πρόβλημα για τη συλλογιστική περί της σχέσης μεταξύ του εδαφικά καθορισμένου (εθνικού) κράτος και του παγκόσμιου κεφαλαίου. Επιπλέον, εάν οι εργάτες ως τάξη σε παγκόσμια κλίμακα δεν έχουν πατρίδα, δεν υπάρχει σίγουρα καλύτερα βιωμένο και υποστασιοποιημένο παράδειγμα αυτής της πρότασης από εκείνους τους μετανάστες εργαζόμενους που διασχίζουν τα σύνορα των εθνών κρατών. Με λίγα λόγια, η διεθνής μετανάστευση δεν είναι ποτέ διαχωρισμένη από την παγκόσμια κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και κάθε ουσιαστικός σοσιαλιστικός διεθνισμός πρέπει να ξεκινήσει από αυτό το γεγονός. Από αυτή την άποψη, θεωρητικά μιλώντας, δεν μπορεί κυριολεκτικά να υπάρξει βιώσιμος σοσιαλιστικός διεθνισμός που δεν λαμβάνει τη μετανάστευση του εργατικού δυναμικού ως κορυφαίο θέμα οποιασδήποτε ριζοσπαστικής πολιτικής της εργατικής τάξης.

Σε αυτό το άρθρο, θα αρχίσω από τον προβληματισμό σχετικά με τα ταλαιπωρημένα στοιχεία των μεταναστευτικών και προσφυγικών μετακινήσεων προς και εντός της Ευρώπης, και ως εκ τούτου θα εξετάσω επίσης τη διφορούμενη εικόνα των συνόρων αυτού του ασαφούς και άμορφου μέρους που ονομάζεται «Ευρώπη». Πρέπει να αρχίσουμε διερευνώντας πως έχει ποικιλοτρόπως κληθεί η «μετανάστευτική κρίση» ή η «κρίση προσφύγων», η οποία κατ ‘άλλον τρόπο σηματοδοτεί μια «κρίση» των συνόρων της Ευρώπης. Πέρα από την εξέταση της διάδοσης των λόγων της «κρίσης», ωστόσο, θέλω επίσης να αντιπαρατεθώ αποδομώντας την ίδια την φιγούρα της «Ευρώπης». Τέλος, θα ήθελα να προτείνω το περίγραμμα ενός τρόπου θεωρητικοποίησης αυτής της δήθεν «κρίσης» του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος στοχαζόμενος γενικότερα για τη μετανάστευση και τα σύνορα. Δεν προτίθεμαι απλώς να παρέχω μια περιγραφική και ιστορική εννοιολόγηση της πολιτικής οικονομίας ή γεωπολιτικής που μπορεί να συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση της σημερινής κατάστασης. Αντίθετα, θέλω να επεξεργαστώ κάποια θεωρητικά εργαλεία για να κατανοούμε αυτές τις στοιχειώδεις αναλυτικές κατηγορίες – μετανάστευση, σύνορα, και ούτω καθεξής. Προκειμένου να διατηρηθεί μια πραγματικά μαρξιστική κριτική, θα είναι απαραίτητο να αρνηθεί να λάβει ως δεδομένες τις ίδιες τις εννοιολογικές κατηγορίες που οργανώνουν αυτό το κυρίαρχο λόγο της υποτιθέμενης «κρίσης» του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος.

Ο πολλαπλασιασμός της “κρίσης”

Όταν ένα πλοίο που μετέφερε 850 μετανάστες και πρόσφυγες ανατράπηκε στις 19 Απριλίου του 2015, όλα εκτός από 28 από τους επιβάτες του πλοίου στάλθηκαν στο θάνατό τους, σε ό,τι φαίνεται να ήταν η χειρότερη διέλευση συνόρων-ναυάγιο στη Μεσόγειο Θάλασσα που έχει καταγραφεί, αυτό γεγονός και μόνο έθεσε αμέσως την προοπτική ότι το 2015 θα κερδίσει την αμφίβολη “διάκριση” της πιο θανατηφόρας χρονιάς μέχρι σήμερα για τους επίδοξους «αιτούντες άσυλο» που υπομένουν τα σύνορα της Ευρώπης. Στη συνέχεια, αμέτρητες «βάρκες μεταναστών» ανατράπηκαν και περιστατικά μαζικού θανάτου απέδειξαν τη ζοφερή πιθανότητα σε φρικιαστική αλήθεια. Αυτές οι ανθρώπινες καταστροφές στη θάλασσα έχουν αναμφισβήτητα μετατρέψει τα θαλάσσια σύνορα της Ευρώπης σε ένα μακάβριο τοπίο θανάτου. Στη συνέχεια, στις 2 Σεπτεμβρίου 2015, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ειδήσεων σύντομα κατακλύστηκαν από φωτογραφίες του πτώματος ενός πνιγμένου παιδιού από τη Συρία, που σύντομα αναγνωρίστηκε ως ο Aylan Kurdi, το οποίο είχε ξεβραστεί στις ακτές της Τουρκίας μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να φτάσει στο ελληνικό νησί της Κω, όπου το ναυάγιο άφησε τουλάχιστον 12 νεκρούς πίσω του. Απότομα, η απευαισθητοποιημένη και μάλλον κυνική ρητορική της «μεταναστευτικής κρίσης» άρχισε να υποχωρεί υπέρ των προσφυγών για συμπόνια στο πρόσωπο της τραγωδίας, που συνοδεύεται από μια ανανεωμένη (αν και εφήμερη) ρητορική περί «κρίσης προσφύγων»2.

Η υποτιθέμενη «κρίση» γύρω από την εισροή των μεταναστών και των προσφύγων στην Ευρώπη – και τα ζητήματα συνόρων που δημιουργεί3 – πουθενά δεν είναι πιο πασιφανής από ό,τι στη Μεσόγειο Θάλασσα. Πράγματι, εδώ και πολλά χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει μετατρέψει τη Μεσόγειο σε ένα μαζικό τάφο. Η μοναδικότητα ή σπουδαιότητα του ναυαγίου 19ης Απριλίου ήταν στην πραγματικότητα μόνο φαινομενική, όμως, καθώς αποτέλεσε το πιο άθλιο και πιο δημοσιευμένο περιστατικό σε μια μακρά και αδυσώπητη λίστα συγκρίσιμων επεισοδίων που έχουν καταστήσει ανάλογες ανθρώπινες καταστροφές εντελώς τετριμμένες, και που συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών. Πριν από το ρεκόρ θανάτων του 2015, δεκάδες χιλιάδες (συνήθως ανώνυμοι) πρόσφυγες, μετανάστες και τα παιδιά τους βρήκαν τρομακτικό, αφύσικο, και πρόωρο θάνατο από ναυάγια και πνιγμό, συχνά μετά από παρατεταμένες δοκιμασίες πείνας, δίψας, την έκθεση και την εγκατάλειψη στην ανοικτή θάλασσα4.

Τα υποψήφια ναυάγια μεταναστών έχουν ίσως υποχωρήσει ανά περιόδους (και με ασυνέπεια) κατά τη διάρκεια της μίας ή της άλλης περιόδου αυξημένων επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης από τις διάφορες αρχές αστυνόμευσης των συνόρων της Ευρώπης. Αλλά είναι επίσης πιθανό ότι πολλά περιστατικά θανάτων των μαζικών κινήσεων μεταναστών και προσφύγων προκλήθηκαν από τις προσπάθειες τους να βρουν εναλλακτικά περάσματα για την στεριά, στην επαύριο τέτοιων τραγωδιών. Κατά συνέπεια, μετά το ναυάγιο του Απριλίου, παρόλο που συνέχισαν τα πρωτοφανή ποσοστά μετανάστευσης μέσω της Μεσογείου, υπήρχε και μια αύξηση στις ενδείξεις για μαζικές ανακατευθύνσεις της μεταναστευτικής κίνησης σε χερσαίες οδούς διαμέσω των Βαλκανίων.

Βέβαια η επιλογή της μετακίνησης δια ξηράς είναι εξίσου ριψοκίνδυνη: πείνα, δίψα, έκθεση σε κινδύνους, εγκατάλειψη και τα σχετικά θανατηφόρα ρίσκα δεν είναι αποκλειστικότητες των θαλάσσιων μετακινήσεων. Στις 27 Αυγούστου του 2015 η αυστριακή αστυνομία ανακάλυψε ένα εγκαταλελειμμένο φορτηγό κρεάτων στην εθνική οδό στο Nicklesdorf κοντά στα σύνορα με την Ουγγαρία στο οποίο βρεθηκαν 71 πτώματα (κυρίως σύριων και ιρακινών) μεταναστών και προσφύγων να αποσυντίθενται σε αεροστεγώς κλεισμένο χώρο κατάψυξης. Εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες μετανάστες έχουν πεθάνει από ασφυξία ύστερα από παρατεταμένη παραμονή σε υπερσυνωστισμένα μέσα, φορτηγά ή τρένα σε σφραγισμένα μη αεριζόμενα conteiners και άλλα μέσα λαθραίας (παρανομοποιημένης) μεταφοράς διά ξηράς. Άλλοι γνωρίσαν το τέλος τους απλά καθώς κρέμονταν επικίνδυνα από το κάτω μέρος τρένων και φορτηγών. Επίσης οι μετανάστες πρέπει μερικές φορές να βρουν το δρόμο τους μέσα από την θανατηφόρα βία των ευρωπαϊκών συνοριακών αρχών καθώς και των “μη-ευρωπαϊκών” ομολόγων τους, στους οποίους πολλές φορές ανατίθεται η πιο βίαιη και επιθετική συνοριακή πολιτική φύλαξης. Επιπρόσθετα θα πρέπει να σκεφτούν και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αστυνομικές δυνάμεις που συνήθως εμπλέκονται στην εντατικοποίηση της επισφάλειας της ζωή των μεταναστών5. Όντως ένα άλλο είδος συνόρων εμφανίζεται κατά τις παρατεταμένες μεταναστευτικές κινήσεις λόγω μη-πρόσβασης σε κρίσιμες δομές υγείας  ή την εμφανή αδιαφορία για τις ανάγκες σε φάρμακα και περίθαλψη των μεταναστών κατά τη διάρκεια επαναπροωθήσεων ή της κράτησης τους. Επιπρόσθετα, κάθε ανάλυση της διάχυτης βίας αυτών των διευρυμένων συνόρων δεν πρέπει να παραβλέπει το γεγονός της λιγότερα συστηματικής αλλά όχι λιγότερο συστημικής βίας των σωματικών επιθέσεων ακροδεξιών ρατσιστών κινούμενων εναντίων των μεταναστών.6

Πέρα από τις διάφορες συγκεκριμένες τοποθεσίες και μεθόδους συγκρότησης των συνόρων, οι ζωές των “μεταναστών και των προσφύγων” έχουν χωρίς έλεος θυσιαστεί — συνήθως με ανάλγητη αδιαφορία, ενίοτε με απολογητική υποκρισία — στο συμφέρον της θεσμοποίησης μιας νέας “Ευρώπης” περικυκλωμένης από όλο και πιο στρατιωτικοποιημένα και φυλασσόμενα σύνορα. Συνεπώς, στην επαύριο των νέων για το ναυάγιο της 19ης Απριλίου, όπως έχει συμβεί κατ ‘επανάληψη τόσες πολλές φορές στο παρελθόν και από τότε, οι ευρωπαϊκές αρχές αμέσως εκτόξευσαν έναν πολιτικό παροξυσμό περί της “αντιμετώπισης αυτής της «τραγωδίας επικών διαστάσεων»7. Όπως ήταν όμως προβλεπόμενο, και παρά την αναγκαστική αναφορά στα ανθρωπιστικά ιδανικά η επακόλουθη συζήτηση ήταν καταναγκαστικά απορροφημένη με την «παράνομη» μετανάστευση και τις «εγκληματικές» επιδρομές των «λαθρεμπόρων” και των “διακινητών” ως προσχήματα για την ανανέωση και επέκταση της τακτικής της στρατιωτικοποιημένης αποτροπής των μεταναστών, συμπεριλαμβανομένων των προτάσεων για να βομβαρδιστούν οι ακτές της Λιβύης από την οποία πολλοί διασχίζουν τα θαλάσσια σύνορα όταν ξεκινούν την κίνηση τους προς την Ευρώπη, ή ακόμα και για την ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων8. Με ένα κυρίαρχο λόγο ο οποίος ανοιχτά συνέδεε την μετανάστευση στην Μεσόγειο με (τώρα πλέον εξισώνεται με την “εμπορία ανθρώπων”-human trafficking) την δουλεία,9 η επίκληση της τραγωδίας κυνικά επιστρατεύεται για να παρέχει την αφορμή για την οχύρωση των διαφόρων μορφών της αστυνόμευσης των συνόρων. Αυτό και μόνο ενήργησε για να επιδεινώσει τους υλικούς και πρακτικούς όρους για κλιμάκωση των πιθανών θανάτων μεταναστών, αναπόφευκτα συνεισφέρουν στην ανακατεύθυνση της παρανομοποιημένης ανθρώπινης κινητικότητας σε όλο και πιο επικίνδυνα μονοπάτια και τρόπους περάσματος. Αν το «λαθρεμπόριο» μεταναστών είναι να παρομοιαστεί πραγματικά με το δουλεμπόριο, είναι ακριβώς οι ευρωπαϊκές αρχές που έχουν την εξουσία πλήρως (και περισσότερο ή λιγότερο άμεσα) για να το εξαλείψουν – αντιστρέφοντας την ίδια την επιβολή της συνθήκης των συνόρων που αποτελεί την απόλυτη προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο αρχικά. Μέρος της επίσημης συζήτησης μετατρέπεται έτσι σε διάφορες εκδοχές ενός στρατιωτικού ανθρωπισμού, σύμφωνα με τον οποία οι ευρωπαϊκές αρχές μπορούν να αναλάβουν διευρυμένες αρμοδιότητες για την «διάσωση» των λεγόμενων «βαρκών των μεταναστών» που βρίσκονται σε κίνδυνο στα ανοιχτά των θαλασσών10. Παρ ‘όλα αυτά, κάθε φαινομενική διάσωση έρχεται να στοιχειώθει για όσους διασχίζουν σύνορα παρανομοποιημένα από τη διφορούμενη προοπτική της απαγόρευσης, σύλληψης και κράτησης επ’ αόριστον, με την απέλαση ως σταθερό ορίζοντα. Πράγματι, ο κοινός τόπος χρήσης του όρου «αιτών άσυλο» υπονοεί εγγενώς ένα φάντασμα του δήθεν «ψεύτικου» πρόσφυγα που αναζητά αδικαιολόγητες παροχές ή του «ανάξιου» μετανάστη που καιροσκοπικά ζητά άσυλο. Πράγματι, οι άνθρωποι που διασχίζουν τα κρατικά σύνορα δεν θεωρούνται στην πραγματικότητα ότι είναι οι γνήσιοι φορείς κάποιου τεκμηριωμένου (και υποτίθεται καθολικού) «ανθρώπινου δικαιώματος» σε άσυλο, αλλά μάλλον είναι πάντα κάτω από την υποψία της κατηγορίας για εξαπάτηση και τεχνάσματα, τα οποία παράγονται άμεσα ως εγγενή παρελκόμενα των διάφορων μορφών της θεσμοθετημένης διεθνούς προστασίας. Ομοίως, η τεκμαρτή και διεισδυτική απεικόνιση των προσφύγων, ως (απλών) «μεταναστών» ήταν ο ρητορικός ελιγμός στο θέαμα της “συνοριακής κρίσης” στην Ευρώπη. Μικρή έκπληξη λοιπόν προκαλεί το γεγονός, ότι οι φειδωλές χειρονομίες εκπρόθεσμης μεγαλοψυχίας απέναντι σε όσους μπορεί τελικά να τους χορηγηθεί το καθεστώς του καλόπιστου «πρόσφυγα» έρχονται σε συνδυασμό με την προοπτική της ταχείας απέλασης για εκείνους που μπορεί τελικά να θεωρηθούν μόνο «μετανάστες» από τις ευρωπαϊκές αρχές – παρανομοποιημένοι και προφανώς ανεπιθύμητοι και απελάσιμοι.

Η κάλυψη του γεγονότος από τα ΜΜΕ αμφιταλαντεύεται πρωτοφανώς μεταξύ αναφορών περί “ευρωπαϊκής προσφυγικής κρίσης” και του όρου “μεταναστευτική κρίση” (έναν έμμεσα παραπλανητικό όρο στο βαθμό που δημιουργεί μια αμφιβολία για τη “εγκυρότητα” των μεταναστών αιτούντων για άσυλο. Αυτή η αμφισημία και οι υπεκφυγές γύρω από τις πιο βασικές κατηγορίες με τις οποίες η ανθρώπινη κινητικότητα υποτίθεται ότι γίνεται κατανοητή, είναι σημάδια ασαφειών και αμφιβολιών που ταλανίζουν τις έννοιες και ορολογίες αυτές ως επινοήσεις κυβερνησιμότητας11. Το επίμαχο ερώτημα του πως να χαρακτηριστούν οι άνθρωποι που κινούνται μεταξύ των συνόρων των εθνών-κρατών, συνήθως αναβάλλεται για την τελική “απόφαση” από πλευράς των κατάλληλων κυβερνητικών αρχών, τους υποτιθέμενους “ειδικούς” που φιλοδοξούν να ορίσουν το συνοριακό καθεστώς της Ευρώπης, με το να ταξινομούν και να αξιολογούν διακριτές κατηγορίες μετακινούμενων ανθρώπων — σε αυτή τη περίπτωση αξιολογώντας τις αιτήσεις ασύλου και ορίζοντας το ποίος μπορεί να χαρακτηριστεί ως “ουσιαστικός” και “έγκυρος” πρόσφυγας. Επακόλουθα, μέχρι εκείνη τη στιγμή της “αναγνώρισης”, όλοι οι πρόσφυγες τείνουν να απομειώνονται και να τους αποδίδεται το υποθετικό status του απλού μετανάστη. Και πάλι, μας υπενθυμίζεται ότι ο ίδιος ο όρος «αιτών άσυλο» στηρίζεται σε μια βασική υποψία όλων των ανθρώπων οι οποίοι αναζητούν άσυλο στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, το οποίο τακτικά και συστηματικά αποκλείει και απορρίπτει την μεγάλη πλειοψηφία των αιτούντων, και με αυτόν τον τρόπο επικυρώνει εκ νέου τις διαδικασίες με τις οποίες έχουν παρανομοποιηθεί αυτές οι μετακινήσεις12.

Η συνεχιζόμενη “κρίση” των Ευρωπαϊκών συνόρων, συνεπώς, αντιστοιχεί πάνω απ όλα, σε μια εμμενή γνωσιολογική αστάθεια εντός της διαχείρισης των διεθνικών/διακρατικών ανθρώπινων κινητικοτήτων, η οποία βασίζεται σε μια άσκηση εξουσίας που ταξινομεί, ονομάζει και διαχωρίζει σε μετανάστες/πρόσφυγες, αλλά και στον γενικότερο πολλαπλασιασμό των λεπτών διαφορών και αντιφάσεων μεταξύ των κατηγοριών που διακυβερνούν την ανθρώπινη κινητικότητα. Όντως, ένας τέτοιος πολλαπλασιασμός αναδύεται ως μια αναπόφευκτη συνέπεια των πολυσχιδών αιτιών και πολύπλοκων αντιξοοτήτων που κινητοποιούν ή ωθούν τους ανθρώπους να διασχίσουν τα κρατικά σύνορα, ή εναλλακτικά βρίσκονται κολλημένοι σε κάποιο μέρος της διαδρομής τους καθ’ οδόν, σε ένα προσωρινό μα μόνιμο καθεστώς. Οι πρόσφυγες δεν παύουν ποτέ να έχουν φιλοδοξίες. Ενάντια στην κυρίαρχη τάση να παρουσιάζονται ως “απλά θύματα”(και συνεπώς ως παθητικά αντικείμενα της καλοσύνης, του οίκτου ή της προστασίας των άλλων), παραμένουν υποκείμενα που λαμβάνουν περισσότερο ή λιγότερο καλά υπολογισμένες αποφάσεις και στρατηγικές επιλογές για το πως να αναμορφώσουν τη ζωή τους και να προωθήσουν τα σχέδια τους, παρά την αποστέρηση και εκτόπιση που επέφερε τη προσφυγική τους κατάσταση. Με άλλα λόγια, σε ένα τέτοιο θεμελιώδες επίπεδο, όλοι οι πρόσφυγες ομοιάζουν σε «μετανάστες». Και αντιστοίχως, όλοι οι μετανάστες τις περισσότερες φορές προσπαθούν να αποφύγουν και να διαφύγουν διάφορες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, τις οποίες θεωρούν αβίωτες, συνεπώς ενεργητικά “αποδρούν”, ή εγκαταλείπουν διάφορες μορφές καθημερινής υποτίμησης, διώξεων ή (δομικής) βίας, πράγματα τα οποία μπορεί να είναι εξίσου ολέθρια για την καθημερινότητα τους. Συνεπώς η μετανάστευση μπορεί να είναι ο τρόπος να αποδράσει κάποια/ος από κοινωνικές καταστάσεις αμαυρωμένες από όλες τις ταπεινώσεις της φτώχειας και τις καθημερινές μα όχι λιγότερο υποτιμητικές αδικίες των τοπικών ιεραρχιών. Είναι εμφανές λοιπόν ότι και οι μετανάστες ομοιάζουν σε ‘πρόσφυγες”. Συνεπώς, οι ταξινομήσεις “μετανάστης” και “πρόσφυγας” συνήθως παραμένουν σε μια διαρκή κατάσταση αμφισημίας και έντασης μεταξύ τους, η οποία μπορεί να επιλυθεί σε ξεκάθαρους διαχωρισμούς και ερμητικά κλειστές κατηγοριοποιήσεις μόνο μέσω έντονα κυβερνητικών παρεμβάσεων.

Συνεπώς, μπροστά στην όλο και αυξανομένη και προφανώς αδιαφοροποιήτη εναλλαγή χρήσης των όρων “μεταναστευτικής” και “προσφυγικής κρίσης”, η βασική ερώτηση που πρέπει να θέσουμε είναι “κρίση σε τι; ποιανού είναι η κρίση;” Η περιγραφή της κατάστασης ως “κρίσης” φαίνεται να είναι ακριβώς μια μέθοδος αιτιολόγησης των μέτρων εξαίρεσης ή “έκτακτης ανάγκης” των κυβερνήσεων που σκοπεύουν στην ενίσχυση και επέκταση των πολιτικών επιτήρησης της μετανάστευσης και ενίσχυσης των συνόρων13. Το θέαμα της μεταναστευτικής ευρωπαϊκής κρίσης εξισώνεται συνεπώς ευρέως, με μια κρίση του ελέγχου των υποτιθέμενων συνόρων της Ευρώπης. Ένα τέτοιο ευρωπαϊκό σύνορο, συγκροτημένο στο λιμάνι του Καλάι στη Γαλλία, κοντά στην είσοδο του τούνελ που συνδέει την Αγγλία με την ηπειρωτική Ευρώπη, εδώ και καιρό αποτελεί σκηνικό όπου οι μετανάστες προσπαθούν να ανακτήσουν την ενέργεια τους κατά το μάλλον ή ήττον παρατεταμένες περιόδους επιβράδυνσης της κίνησης τους σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς, τους περιβόητα αποκαλούμενους και ως “ η ζούγκλα”.14 Μετά από απεργιακές κινητοποιήσεις των γάλλων λιμενεργατών και ναυτεργατών, μερικές χιλιάδες μετανάστες πέρασαν τα διαχωριστικά του τούνελ κατά το τέλος του Ιουλίου του 2015 σε μια προσπάθεια να επιβιβαστούν σε φορτηγά και τρένα που κατευθύνονταν προς την Αγγλία, ενέργεια που προκάλεσε μαζικές καθυστερήσεις και προβλήματα στην κίνηση των οχημάτων. Οι γαλλικές αρχές ανέπτυξαν αστυνομικές δυνάμεις για την καταστολή πορειών και οι άγγλοι ανήγειραν έναν φράχτη από αγκυλωτό σύρμα. Αντιμέτωπος με την “κρίση του Καλάι” ο βρετανός πρωθυπουργός David Cameron αντέδρασε με υποσχέσεις για απελάσεις και εκκλήσεις εγρήγορσης για πιο σκληρή αστυνόμευση των συνόρων, να αναχαιτιστεί η εισροή του “σμήνους” των μεταναστών, συνοδευόμενα όλα αυτά από μια “βαβούρα” του βρετανικού τύπου ώστε οι “αρχές να στείλουν τον στρατό”.15

Αξιοσημείωτο είναι, ότι από τον Αύγουστο, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2015, κυριολεκτικά από εβδομάδα σε εβδομάδα ή από μέρα σε μέρα το υποτιθέμενο “μέτωπο” των ευρωπαϊκών συνόρων και των αγώνων στα σύνορα, επανειλημμένα μετακινήθηκε από τη μία χώρα στην επόμενη, πολλές φορές όλο και μακρύτερα από οποιοδήποτε μέχρι τώρα νοούμενο όριο της περιφέρειας της Ευρώπης, σε μια δραματική διαλεκτική αμφισβήτησης και διεκδίκησης μεταξύ των διάφορων μεταναστευτικών και προσφυγικών αυτονομιών και ποικίλων αντανακλαστικών τακτικών αστυνόμευσης των συνόρων. Το υποτιθέμενο δράμα του “ευρωπαϊκού μετώπου” στα σύνορα της Ευρώπης, είχε μετακινηθεί αναμφισβήτητα προς τα μέσα, από τις ακτές της Ιταλίας, της Μάλτας και της Ελλάδας (ή τα σύνορα της Ελλάδας και της Βουλγαρίας με την Τουρκία), στην Μακεδονία, την Σερβία, την Ουγγαρία και τελικά ακόμα και στην Αυστρία και την Γερμανία, και μετά απωθήθηκε πάλι πίσω στην Κροατία και τη Σλοβενία. Από τον Νοέμβριο, η Γερμανία, η Αυστρία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιταλία η Ισπανία και η Σουηδία, όλες άρχισαν να επανεισάγουν προσωρινούς συνοριακούς ελέγχους. Διακηρύξεις ότι η συμφωνία του Σένγκεν ήταν ουσιαστικά «νεκρή» έγιναν κοινός τόπος16.

Την ίδια στιγμή,το φρικιαστικό θέαμα της “τρομοκρατίας” στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου 2015, αποτέλεσε το καταλυτικό γεγονός για την εκ νέου αναπαραγωγή της γνωστής θεαματικής ρητορικής του “ισλαμικού εξτρεμισμού”. Διακοσμημένη με ένα (πλαστό) συριακό διαβατήριο, βολικά τοποθετημένο στη τοποθεσία μιας από τις βομβιστικές επιθέσεις, το τρομακτικό λουτρό αίματος στην καρδία της “ευγενούς” Ευρώπης, γρήγορα μετατράπηκε σε υπόθεση ότι το ανεξέλεγκτο κύμα προσφύγων είναι απλά κάλυψη μιας ειδεχθούς ενέδρας των υποτιθέμενων “εχθρών του πολιτισμού” μας, και συνεπώς η “προσφυγική” ή “μεταναστευτική” κρίση αποτελεί πραγματική απειλή για την ‘ασφάλεια”17. Άμεσα, στην επαύριο των γεγονότων στο Παρίσι, μέσα σε λίγες ώρες-και μετά από ημέρες που προβάλλονταν ήδη ως “άνομες παραγκούπολεις” που αποτελούν κίνδυνο για την “παρείσφρηση εξτρεμιστών”-οι καταυλισμοί μεταναστών και προσφύγων στο Καλάι, θα δεχτούν εμπρηστικές επιθέσεις.18

Τις επόμενες ημέρες, ανάμεσα στην προβλέψιμη (και όντως αναπόφευκτη) υπόθεση περί ενός φαντάσματος “χίμαιρας” και ‘ξένων μαχητών” αλλά και “ντόπιων εξτρεμιστών” που ταξιδεύουν ανεμπόδιστα μεταξύ των πολεμικών μετώπων στη Συρία και τις δυτικές Ευρωπαϊκές χώρες, η Γαλλία – μια από τις πιο επιφανείς χώρες που επιχειρηματολογούσε υπέρ της Ευρωπαϊκής ενοποίησης- , άρχισε να καλεί υστερικά σε μια άνευ προηγουμένου αστυνόμευση των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης της ζώνης Σέγκεν και της “ελεύθερης μετακίνησης”. Μέσα σε μια εβδομάδα από τα γεγονότα, μεταξύ επιδρομών της αστυνομίας σε “μουσουλμάνους υπόπτους” σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες ταυτόχρονα με εκκλήσεις για μαζικούς εγκλεισμούς, απελάσεις και ηλεκτρονική παρακολούθηση των υπόπτων, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι υπουργοί δικαιοσύνης, συνήλθαν σε “επείγουσα συνάντηση” και εισηγήθηκαν τη θεσμοθέτηση αυστηρότερων συνοριακών εξωτερικών ελέγχων, και εκτεταμένη παρακολούθηση της ανθρώπινης κινητικότητας, για πολίτες και μη-πολίτες εξίσου. Η άμεση ανάγκη να δημιουργηθούν νέες εγκαταστάσεις “hotspot” για την υποδοχή και διεκπεραίωση των υποθέσεων των μεταναστών και προσφύγων (δηλαδή στρατόπεδα εγκλεισμού) σε τοποθεσίες όπου η παρανομοποιημένη διάβαση συνόρων λαμβάνει χώρα, επίσης, άρχισε να επανανοηματοδοτείται ως “αμυντικός μηχανισμός” ενάντια στην διείσδυση “τρομοκρατών”, και τα σύνορα έγιναν εκ νέου αντιληπτά ως στρατηγικά σημεία ζωτικής σημασίας για να “ξεχωρίσουν τον τρομοκράτη λύκο μέσα από το προσφυγικό κοπάδι”.19

Παρά το γεγονός ότι το σύνολο των φερόμενων ως δραστών των επιθέσεων του Παρισιού ήταν (φυλετικοποιημένοι ως μειονότητα) Ευρωπαίοι, το θέαμα του τρόμου χρησίμευσε αποτελεσματικά ως ένα οπτικά αδιαμφισβήτητο πρόσχημα για την δραστική επανεπιβολή της συνοριακής αστυνόμευσης. Σύντομα, μετά τα γεγονότα στο Παρίσι καθώς και αναρίθμητα άλλα γεγονότα στο 2015 που κατέστησαν τον “μουσουλμάνο” ως τον ριζικά “Άλλο” της Ευρώπης με όρους δημόσιας ασφάλειας, (ως απειλή του “θρησκευτικού φονταμενταλισμού”, “φανατισμού” και “τρομοκρατίας”), ακολούθησε ένα ξέσπασμα πανικού τον Ιανουάριο του 2016 λόγω πολλαπλών σεξουαλικών επιθέσεων κατά τη διάρκεια των γιορτών της πρωτοχρονιάς στη Κολωνία. Υπήρχε ο γενικός ισχυρισμός ότι οι επιθέσεις έγιναν από έναν “απείθαρχο όχλο” νεαρών που τυπικά περιγράφονταν να έχουν χαρακτηριστικά “από την βόρεια Αφρική ή την Μέση Ανατολή” (φυσικά υπονοούταν ότι περιελάμβαναν και πρόσφατα αφιχθέντες “αιτούντες ασύλου”), αυτή η υστερία ισχυροποίησε τη φυλεκτικοποίηση της μουσουλμανικής ταυτότητας. Αντιμετωπίζοντας αυτές τις επιθέσεις, η φυλετικοποίηση των “Αράβων/Μουσουλμάνων” μπορούσε τώρα να παρουσιαστεί ως φαινόμενο που σχετίζεται με “πολιτισμικές διαφορές”, που πρέπει να ποινικοποιηθούν και να τιμωρηθούν ως εμφανώς επιζήμιες στις υποτιθέμενες “Ευρωπαϊκές αξίες”. Συνεπώς, αντιμέτωποι με την χειροπιαστή παρουσία νεοαφιχθέντων “μουσουλμάνων” μεταναστών και προσφύγων, ο προφανής κίνδυνος της “τρομοκρατίας” ακολουθήθηκε με μια ευρύτερη αναπαράσταση τους ως έμφυλης και σεξουαλικοποιημένης απειλής, και γενικότερα “εγκληματικότητας”. Ακόμα και η τραγική φιγούρα του 3 χρονου Aylan Kurdi —το νεκρό αγόρι από τη Συρία που πνίγηκε σε ναυάγιο και η εικόνα του έπαιξε τόσο καταλυτικό ρόλο τον Σεπτέμβρη —τον Ιανουάριο (με΄τα τα γεγονότα στην Κολωνία) συνδέθηκε άμεσα από τους αντι-ισλαμιστές ρατσιστές του Charlie Hebdo με την γκροτέσκα όψη του πιθηκόμορφου (μουσουλμάνου άνδρα) σεξουαλικού “αρπακτικού”. Ενώ η “αντιτρομοκρατική” υποψία προϋποθέτει μια μάλλον επιλεκτική λογική που κινητοποιείται με σκοπό την αυστηρότερη (εξωτερική) αστυνόμευση και έλεγχο των συνόρων, η διάδοση της ιδέας περί “απολίτιστων” μουσουλμάνων λόγω πολιτιστικών διαφορών, γρήγορα αναδιαμόρφωθηκε σε ένα πιο ευρύ πρόβλημα (εσωτερικής) αστυνόμευσης. Κυριότερα, τα συγκεκριμένα περιστατικά και οι συνθήκες των σεξουαλικών επιθέσεων, άμεσα και εμφατικά συγχωνεύτηκαν με μια επιχειρηματολογία υπέρ νέων πολιτικών δυνάμεων που θα επιτάχυναν τις διαδικασίες απέλασης κάθε “εγκληματία” αιτούντα άσυλου. Συνεπώς, ακόμα και οι πρόσφυγες, που πριν (αν και προσωρινά) θεωρούνταν “άξιοι” συμπόνιας και προστασίας, πολύ γρήγορα άρχισαν να γίνονται αντιληπτοί ως πιθανοί “τρομοκράτες” που εισέρχονται στον ευρωπαϊκό χώρο, και εν συνεχεία έγιναν αντιληπτοί ως εν δυνάμει “εγκληματίες” ή βιαστές που διαβρώνουν τον κοινωνικό και αξιακό ιστό της “Ευρώπης” εκ των έσω.

Αγώνες στα σύνορα

Αξίζει να σημειωθεί ότι, το βάναυσο συνοριακό θέαμα του «αποκλεισμού» έχει συχνά δείξει τη δική του τεράστια δυναμική της (παρανομοποιημένης) μεταναστευτικής “ένταξης”20. Η εκτεταμένη χρήση και ανάπτυξη στρατευμάτων ή αστυνομικών δυνάμεων εναντίων των μεταναστών και των προσφύγων, η ανέγερση φραχτών με αγκαθωτά συρματοπλέγματα και οι επιθέσεις εναντίων των προσφυγικών και μεταναστευτικών οικογενειών με δακρυγόνα, χειροβομβίδες κρότου και γκλοπ, κατά διαστήματα, όλα αυτά, εναλλάσσονται με την ίδια την διευκόλυνση των μεταναστών στην κίνηση τους με λεωφορεία και τρένα τα οποία επιτάχυναν τη μετακίνηση τους στις επόμενες χώρες. Συνεπώς, οι κρατικές στρατηγικές διαχείρισης των συνόρων, έχουν δείξει σαφώς ότι αποτελούν αντανακλαστικές αντιδράσεις στην κατά κύριο λόγο αυτόνομη μεταναστευτική κίνηση21.

Αυτό μάλλον δεν φάνηκε πουθενά με πιο δραματικά ξεκάθαρο τρόπο από την αυτόνομη κινητοποίηση μεταναστών και προσφύγων στις 4 Σεπτεμβρίου του 2015, που είχαν κατασκηνώσει στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης. Η ουγγρική αστυνομία είχε αρχίσει να αρνείται στους μετανάστες και τους πρόσφυγες την πρόσβαση τους στα τρένα, τα οποία είχαν σαν προορισμό την Αυστρία και την Γερμανία, και είχαν προσπαθήσει δια της βίας να εκκενώσουν μερικά από αυτά. Μετά από διάφορες συγκρούσεις με την αστυνομία στον αυτοσχέδιο καταυλισμό στο σταθμό, και μια παραπλανητική ανακατεύθυνση των τρένων προς στρατόπεδα εγκλεισμού έξω από την πόλη, τουλάχιστον 1000 μετανάστες και πρόσφυγες, φωνάζοντας “ελευθερία”, αυθόρμητα συνενώθηκαν σε μια ad-hoc πορεία (που σύντομα χαρακτηρίστηκε ως “πορεία της ελπίδας”). Ακολουθώντας τις οδηγίες ενός αποφασισμένου άνδρα με αναπηρία, κινήθηκαν στην εθνική οδό, και οδηγήθηκαν εκτός της χώρας. Η δράση αυτή κορυφώθηκε αμέσως όταν το κράτος της Ουγγαρίας και οι αρχές συμβιβάστηκαν και συμφώνησαν, αν και κυνικά και με σκοπό τα ιδιαίτερα συμφέροντα τους, με τον επείγοντα χαρακτήρα της μετακίνησης των προσφύγων και την αποφασιστικότητα για να κινούνται ελεύθερα προς τους επιλεγμένους προορισμούς τους. Η πορεία είχε αστυνομική συνοδεία και στη συνέχεια, λεωφορεία μετέφεραν τους ανυπάκουους ατίθασα πρόσφυγες και μετανάστες προς τα επόμενα σύνορα. Ομοίως η Γερμανία και η Αυστρία επιβεβαίωσαν άμεσα ότι τα σύνορα τους είναι ανοιχτά22.

Ακριβώς τη προηγούμενη ημέρα, ο δεξιός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Viktor Orbán είχε ισχυριστεί ότι η υποτιθέμενη μεγαλοψυχία της Ευρώπης απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες ήταν «τρέλα» και υποστήριξε ότι οι προσπάθειές του για να κλείσει τα σύνορα με τη Σερβία με ένα φράχτη από αγκαθωτό σύρμα ήταν ζήτημα υπεράσπισης των «χριστιανικών αξιών» της Ευρώπης εναντίον της μουσουλμανικής απειλής23. Ο Orbán είχε επανειλημμένα διακηρύξει ότι η Ουγγαρία δεν βλέπει θετικά το ενδεχόμενο να δώσει άδειες παραμονής σε μετανάστες και ειδικά σε μουσουλμάνους μετανάστες. Νωρίτερα το καλοκαίρι, η Ουγγαρία είχε ήδη ανακοινώσει την άρνηση της να συμμορφωθεί με τη συμφωνία του Δουβλίνου (σύμφωνα με την οποία άλλα ευρωπαϊκά κράτη μπορούσαν να απελάσουν μετανάστες στην Ουγγαρία αν είχαν εξ αρχής καταγραφεί ως αιτούντες ασύλου εκεί). Ουσιαστικά, όπως και η Ιταλία, η Μάλτα η Ελλάδα και η Βουλγαρία πριν, η Ουγγαρία, — τώρα πλέον ως πρώτη γραμμή υπεράσπισης των συνόρων της ΕΕ — είχε αρχίσει να αντιστέκεται στην επιτακτική προσταγή να κάνει την “βρώμικη δουλειά» της θωράκισης των πλουσιότερων κρατών μελών της ΕΕ από τις κινητικότητες των μεταναστών και προσφύγων που αναζητούν τελικά να μετεγκατασταθούν, όπου θα έχουν καλύτερες προοπτικές.

Τέτοιοι νέοι εταίροι στο κατακερματισμένο και εξωτερικευμένο σύνορο της «Ευρώπης»- συμπεριλαμβανομένων κρατών της ΕΕ (όπως η Ουγγαρία), εκτός ΕΕ ευρωπαϊκά κράτη (όπως αρκετές βαλκανικές χώρες) και «μη-ευρωπαϊκά» κράτη, τα οποία έχουν συνάψει “εργολαβικές σχέσεις” ώστε να αναχαιτίσουν τα μεταναστευτικά κινήματα πριν φτάσουν στο ευρωπαϊκό έδαφος (από την Τουρκία μέσω της Βόρειας Αφρικής, ακόμα και με αρκετές επιμέρους χώρες της υποσαχάριας Αφρικής) – έχουν εύστοχα περιγραφεί ως «φύλακες του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος».24 Πράγματι, όπως στην περίπτωση της Ουγγαρίας, οι πιο επιθετικές τακτικές σε όλες τις εκτεταμένες παραμεθόριες συνοριακές περιοχές της Ευρώπης, έχουν μερικές φορές προληπτικά (και κυνικά) εξυπηρετήσει την εκ νέου άμεση ανθρώπινη κινητικότητα και την ανακατεύθυνση της προς άλλα σύνορα και εντός της δικαιοδοσίας των άλλων κρατών. Τότε τον Σεπτέμβριο, η Ουγγαρία θεσμοθέτησε έκτακτο νομικό συνοριακό καθεστώς, το οποίο απειλούσε με φυλάκιση μέχρι και τρία χρόνια για όποιον διέσχιζε τα σύνορα, σε μια κατάφωρη περιφρόνηση οποιαδήποτε αίτησης για το άσυλο – σε μια υπερβολική χειρονομία ανανέωσης της δέσμευσης για τον καθορισμένο ρόλο της στην επιβολή των συνόρων της «Ευρώπης». «Παραδόξως», όπως υποστηρίζουν οι Bernd Kasparek και Marc Speer, «η Ουγγαρία τώρα γελοιοποιήθηκε για την ανάλγητη προσπάθεια της στη διατήρηση των κανόνων φύλαξης των Ευρωπαϊκών συνόρων και του μεταναστευτικού καθεστώτος, ενώ η Γερμανία, ανεξάρτητα από το ρόλο της ως αρχιτέκτονας και η κινητήρια δύναμη αυτού ακριβώς του καθεστώτος , κερδίζει παγκόσμια αναγνώριση για την ανθρωπιστική στάση της25

Όντως, αφού είχαν αρχικά ανοίξει τα σύνορα τους στο μαζικό κύμα προσφύγων και μεταναστών, η Αυστρία και η Γερμανία αναγκάστηκαν μετά να επανεισάγουν τους δικούς τους συνοριακούς έλεγχους μπροστά στον τεράστιο όγκο και βεληνεκές της ανθρώπινης κινητοποίησης μέσω της Ουγγαρίας, με σκοπό να ‘διαχειριστούν’ καλύτερα την “κρίση”. Κυριότερα, παρά τα δρακόντεια μέτρα τους, οι Ουγγρικές αρχές, αναγκάστηκαν να μην κάνουν ουσιαστικά τίποτα μπροστά στο τεράστιο κύμα μεταναστών πέρα από το να τους συνοδέψουν μέχρι τα σύνορα με την Αυστρία. Συνεπώς, το παράδειγμα της Ουγγαρίας, είναι απλά η πιο δραματική στιγμή των διάφορων αμφιταλαντεύσεων μεταξύ του φαύλου κύκλου της βίας και της απρόθυμης συμμόρφωσης και αποδοχής από μέρους των αρχών που προσπαθούσαν να διατηρήσουν το συνοριακό Ευρωπαϊκό καθεστώς. Η «κρίση» του ελέγχου των συνόρων συνεπώς και της «διαχείρισης της μετανάστευσης» μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μια κρίση της κρατικής κυριαρχίας και διαχείρισης που έχει επανειλημμένα υποκινηθεί και διαρραγεί εξίσου, πρώτα και κύρια, από τις ποικίλες εκδηλώσεις της αυτόνομης υποκειμενικότητας της ίδιας της ανθρώπινης κινητικότητας.

Αυτό που είναι ουσιώδες για το αδιέξοδο κυβερνησιμότητας επί του παρόντος — εν συντομία, η κρίση της εδαφικά προσδιορισμένης κρατικής εξουσίας, ενάντια στην διακρατική, και διασυνοριακή ανθρώπινη κινητικότητα — είναι να κινητοποιηθεί και στρατηγικά να αναπτυχθεί ως «κρίση» για την αναδιαμόρφωση της τακτικών και των τεχνικών αστυνόμευσης των συνόρων και της μετανάστευσης και της επιβολής του νόμου ασύλου. Η άνιση γεωπολιτική της συνοριακής αστυνόμευσης της Ευρώπης και οι ετερογενείς πολιτικές διάφορων εθνικών κρατών για να διαχειριστούν την “κρίση” που έχει προκύψει, όπως έχουμε δει, έχουν κατακερματίσει το σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της ομαλοποίησης των συνοριακών πολιτικών, στις εσωτερικές του ασυμβίβαστες αντιφάσεις. Εν τω μεταξύ, πολίτες της ΕΕ έχουν κινητοποιηθεί σε καμπάνιες αλληλεγγύης υπό το σύνθημα “Refugees Welcome” και ακόμα αποτελεσματικά οργάνωσαν αυτοκινούμενα τροχόσπιτα για να παρέχουν ανοιχτά υλική και πρακτική βοήθεια προς τους πρόσφυγες, κατά την ολοκλήρωση των διασυνοριακών μετακινήσεων τους από την Ουγγαρία στην Αυστρία και τη Γερμανία, σε μια κατάφωρη περιφρόνηση των νομικών απαγορεύσεων που θεωρούν τέτοιες πράξεις συμπόνιας και αλληλεγγύης ως “εμπορία» ή «λαθρεμπόριο » των «παράνομων» μεταναστών, και ως εκ τούτου ως ποινικά αδικήματα. Αυτές οι ενέργειες έχουν οδηγήσει στην ενίσχυση του χάσματος μεταξύ της εξουσίας των ευρωπαϊκών κρατών και μερίδας των ίδιων τους των πολιτών που συντάχθηκαν με τους αγώνες των μεταναστών και των προσφύγων26. Με άλλα λόγια, τέτοια κινήματα αλληλεγγύης βοηθούν να υπογραμμιστεί η ρήξη μεταξύ των δεδομένων κυρίαρχων κρατικών εξουσιών και των κοινοτήτων αυτών που σε άλλες συνθήκες θα γίνονταν κατανοητές ακριβώς ως οιπολιτικές κοινότητες” από τις οποίες οι εν λόγω αιτιάσεις της κρατικής εξουσίας φιλοδοξούν να είναι «δημοκρατικά» θεμελιωμένες. Έτσι, οι μεγαλύτερες συγκρουσιακές διαδικασίες που αφορούν την συνοριακή πολιτική της «Ευρώπης» έχουν δημιουργήσει μια ακόμη μεγαλύτερη πολιτική κρίση για την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα. Από αυτή την άποψη, είναι η αδιόρθωτη αυτονομία της μετανάστευσης που έχει υποκινήσει μια κρίση για την «Ευρώπη» ως τέτοια.

Το ζήτημα της “Ευρώπης”

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος ότι οι μέθοδοι και οι τακτικές φύλαξης των συνόρων, ακόμα και όταν είναι προληπτικές και ρυθμιστικές — δηλαδή, είτε αποσκοπούν στο να αποτρέψουν ή εναλλακτικά να διευκολύνουν ή και ανοιχτά να διοχετεύσουν την κινητικότητα στο ένα ή το άλλο συνοριακό πέρασμα — είναι πάντα εμμενή κομμάτια ενός ευρύτερου σχηματισμού “αντιδράσεων” και αντανακλαστικών. Με άλλα λόγια, οι τακτικές φύλαξης και διαχείρισης των συνόρων μπορούν να γίνουν κατανοητές ως αντιδράσεις γιατί είναι ακριβώς “απαντήσεις” στην ήδη δεδομένη ανθρώπινη κινητικότητα σε παγκόσμια κλίμακα, και συνεπώς υποστασιοποιούνται ως αντίδραση στην απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη διάσταση της βασικής υποκειμενικότητας και αυτονομίας της μετανάστευσης. Η βαθύτερη πηγή της δυσεπίλυτης «κρίσης» μετανάστευσης στην Ευρώπη, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ως μια πραγματική πάλη μεταναστών και προσφύγων επί των συνόρων της Ευρώπης- ως μορφές πάλης για την υλοποίηση των ετερογενών μεταναστευτικών σχεδίων, μέσω της άσκησης της στοιχειώδους ελευθερίας μετακίνησης τους, εφαρμόζοντας έτσι την κινητικότητα, παραβαίνοντας το συνοριακό καθεστώτος, καθώς και την προσπάθεια των ευρωπαϊκών κρατικών εξουσιών να υποτάξουν και να πειθαρχήσουν την αυτονομία της μετανάστευσης27.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι, η “ευρωπαϊκή συνοριακή κρίση” έχει συνήθως απεικονιστεί στον αποπολιτικοποιημένο δημόσιο λόγο ως «ανθρωπιστική» κρίση με τα αίτια της πάντα να αποδίδονται σε προβλήματα «άλλων», συνήθως σε απελπιστικές και χαοτικές καταστάσεις σε μέρη φαινομενικά «εκτός» της Ευρώπης. Αυτές οι υποθετικές «άλλες περιοχές,» πέρα από τα σύνορα της Ευρώπης, συστηματικά παρουσιάζονται ως ιστορικά αποστειρωμένες, δηλαδή, απογυμνωμένες από τη βαθιά ευρωπαϊκή / (μετα)αποικιακή ιστορία τους, καθώς και αποσυνδεδεμένες από τα ευρωπαϊκά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που εμπλέκονται στην παραγωγή και την διατήρηση του κατακερματισμένου παρόντος του. Η κινητικότητα των μεταναστών και των προσφύγων μπορεί να γίνει κατανοητή ότι παραγωγικά οικειοποιείται τον “Ευρωπαϊκό χώρο” παρόλα αυτά τις περισσότερες φορές προέρχεται από περιοχές απομακρυσμένες, την Μέση Ανατολή, την Ασία και περιοχές που υπήρξαν στο παρελθόν επίσημα ή de facto αποικίες της Ευρώπης28. Ως αποτέλεσμα, οι μετανάστες που έρχονται σήμερα στην Ευρώπη, κάτι το οποίο είναι αλήθεια εδώ και δεκαετίες, προέρχονται από μέρη που ήταν ουσιαστικά οργανωμένα σαν στρατόπεδα εργασίας μεγάλης κλίμακας. Όπου οι πρόγονοι τους συνέβαλλαν ιστορικά στο να παράγουν το μεγαλύτερο μέρους του πλούτου της Ευρώπης. Πρακτικά όλοι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες που αναζητούν σήμερα την ζωή τους στην Ευρώπη, προέρχονται από ένα αδιαμφισβήτητα ευρωπαϊκά(αποικιακά) διαμορφωμένο παρελθόν. Επιπρόσθετα, ειδικά όσοι βίωσαν τον τρόμο του πολέμου και της στρατιωτικής κατοχής ή του εμφυλίου πολέμου και προσπαθούν να διαφύγουν από αυτές τις καταστάσεις (περιοχές όπως το Αφγανιστάν, η Συρία, το Ιράκ, η Λιβύη, η Σομαλία και το Μαλί-για να αναφέρω μόνο μερικές) είναι οι εκτεταμένες συνέπειες αυτού που ο Derek Gregory γλαφυρά περιγράψει ως (επικυριαρχόυμενο από τις ΗΠΑ ) “αποικιακό παρόν” είναι αναπόσπαστες από την εδραιωμένη και διαρκή μετά-αποικιακή ευρωπαϊκή εμπλοκή29. Συνεπώς, με την επιβολή, ενίσχυση και συνεχή επανοριοθέτηση του “ευρωπαϊκού συνόρου” τις τελευταίες δεκαετίες, μια “σπουδαία νέα Ευρώπη”, είναι ιδιαίτερα απασχολημένη με το να σχεδιάζει διαρκώς το αποικιακό σύνορο μεταξύ ενός ευρωπαϊκού χώρου “αποκλειστικά για Ευρωπαίους” και του μετα-αποικιακού σιτοβολώνα που εδώ και αιώνες είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και υποδούλωσης30. Είναι μια νέα Ευρώπη οχυρωμένη από πολύ παλιές και νοσηρές ωμότητες.

Η χωρική στεγανοποίηση της «Ευρώπης» από το υποτιθέμενο «έξω», αρχίζει ουσιαστικά μέσα στην ίδια την Ευρώπη, όπου τα σύνορα της «Ευρώπης» και τα όρια της «ευρωπαϊκότητας” έχουν κατ ‘επανάληψη εκ νέου συσταθεί στις δύσκολες παραμεθόριες περιοχές που εκτείνονται προς τα ανατολικά. Η κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου έχει διασφαλίσει ότι κάποιες περιοχές της “Ανατολικής” Ευρώπης, ήταν και σε μεγάλο βαθμό παραμένουν, ένα κρίσιμο αποθεματικό εργατικής δύναμης μεταναστών, τόσο εντός όσο και πέρα από τα σύνορα της ΕΕ31. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε σχέση με τα Βαλκάνια, καθώς η Ευρώπη εκτείνεται ανατολικά προς την Τουρκία η οποία είναι ίσως το πιο διαρκές και απομακρυσμένο “οριενταλιστικό” [Orientalised] σύνορο της. Ως εκ τούτου, η πρόσφατη ανάδειξη της «βαλκανικής οδού» για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες κατά την κινητικότητα τους έχει στοιχειώθει από το κάπως παράδοξο γεγονός ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν ακόμα ενταχθεί στον κύκλο χωρών της “σωστής ευρωπαϊκότητας”. Επιπλέον, ενώ υπάρχουν νύξεις ότι μερικά από αυτά τα παρανομοποιημένα μεταναστευτικά υποκείμενα (Σύριοι κυρίως) μπορεί τελικά να αναγνωριστούν ως αξιόπιστοι και άξιοι δικαιούχοι του τίτλου «πρόσφυγας», υπάρχουν όμως ταυτόχρονες και επίμονες φωνές από διάφορες ευρωπαϊκές αρχές που βεβαιώνουν ότι η ταχεία απέλαση θα είναι η δέουσα μοίρα για εκείνους τους άλλους που μπορεί να απορριφθούν ως απλοί «μετανάστες», κυρίως συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προέρχονται από χώρες των Βαλκανίων32. Το υποκριτικό υπονοούμενο εδώ είναι ότι οι καταστροφικές συνέπειες της αιματηρής βίας του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου πολέμου μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι έχουν ξεπεραστεί, και, κατά συνέπεια, ότι η ανθρώπινες κινητικότητες από την περιοχή των Βαλκανίων έχουν καθαρά «οικονομικά” κίνητρα. Επιπλέον, θα πρέπει επίσης να είμαστε σε επιφυλακή για τη συστηματική απεικόνιση των «Βαλκανίων» και της»Ανατολικής Ευρώπης» και άλλων περιοχών περιφερειακής ή εθνικής καταγωγής, ως συνώνυμες κατηγοριοποιήσεις και υπεκφυγές για τις Ρομά («Gypsy») ταυτότητες33. Ως οι θεμελιώδεις και συστατικοί «εσωτερικοί» φυλετικοί Άλλοι της Ευρώπης, οι Ρομά πλέον έχουν ανακατασκευαστεί εκ νέου ως μια κινητή (φυλετικοποιημένη/ποινικοποιημένη) απειλή για τη σταθερότητα και την ακεραιότητα του (δυτικού) Ευρωπαϊκού «πολιτισμού», η προσπάθεια φυγής των οποίων από τη παρατεταμένη φτώχεια και τη παγιωμένη περιθωριοποίηση δεν γίνεται καν θεωρητικά αντιληπτή ως φυγή «προσφύγων» από θεσμοθετημένες διώξεις και δομική βία σε διάφορα μέρη της Ευρώπης34.Συνεπώς, η «κρίση» των ευρωπαϊκών συνόρων είναι κατ ‘εξοχήν πολιτική, με ποικίλους τρόπους. Το πιο σημαντικό, είναι ότι αυτοί οι αγώνες εκθέτουν το γεγονός ότι τα σύνορα της «Ευρώπης» δεν είναι ποτέ κάτι αμετάβλητο ή σταθερό, αναπόσπαστο, με εσωτερική συνοχή ή όρια που αντιστοιχούν σε ένα αυτονόητο «φυσικό» γεγονός της γεωγραφίας. Ούτε αυτά τα ευρωπαϊκά σύνορα μπορεί να είναι αντιληπτά ως απλά οι έξω οριοθετήσεις ενός σταθερού και συνεκτικού κέντρου, όπου η κοινωνικο-πολιτική, «πολιτιστική» ή «πολιτισμική» ταυτότητα και χωρική ακεραιότητα της «Ευρώπης» μπορεί να συγκροτηθεί σε αντιδιαστολή με μια ποικιλία από “εξωτερικούς Άλλους” πέρα από τα υποτιθέμενα σταθερά όρια που την ορίζουν. Αντ ‘αυτού, τα σύνορα της Ευρώπης, όπως και όλα τα σύνορα, είναι οι υλικές υποστασιοποιήσεις των κοινωνικό-πολιτικών σχέσεων που διαμεσολαβούν τη συνεχή παραγωγή της διάκρισης μεταξύ του υποτιθέμενου «μέσα» και «έξω», και επίσης μεσολαβούν τις διάφορες κινητικότητες που ενορχηστρώθηκαν και πειθαρχήθηκαν μέσα από την παραγωγή του χωρικού χάσματος. Έτσι, σε άμεση συσχέτιση με τις άφθονες ανισότητες της ανθρώπινης κινητικότητας, τα σύνορα της «Ευρώπης» έχουν ταυτόχρονα εμπλακεί με μια παγκόσμια (μετά-αποικιακή) πολιτική της φυλετικοποίησης που εκ νέου χαράζει την χρωματιστή διαχωριστική γραμμή και εκ νέου οχυρώνει «την ευρωπαϊκότητα» ως φυλετικό σχηματισμό λευκότητας, και μιας ουσιαστικά παγκόσμιας (νεοφιλελεύθερης) πολιτικής διαχείρισης της διακρατικής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού και της καπιταλιστικής πειθάρχησης της εργασίας που παράγει μια τέτοια χωρική (και φυλετικοποιημένη) διαφορά πάνω στην οποία αυτο-αξιοποιείται35.

Στο βαθμό που η Ευρωπαϊκή Ένωση υποδηλώνει έναν δια-εθνικό και σε κάποιο βαθμό ύπερεθνικό νομικό και πολιτικό σχηματισμό, παρόλα αυτά, με ένα αρκετά μεγάλο εσωτερικό φάσμα ποικίλων, διαβαθμισμένων και (ποτέ πλήρως εναρμονισμένων) διαφορικών σχέσεων και κανονισμών που ρυθμίζουν και τροποποιούν τις εσωτερικές και εξωτερικές σχέσεις μεταξύ τους, ένας μεγάλος βαθμός αστάθειας και κινητικότητας είναι συνυφασμένος με την ίδια την ύπαρξη εξωτερικευμένων και εικονικών συνόρων που μπορεί να μη χαρακτηριστούν ως αμιγώς «ευρωπαϊκά». Συνεπώς, η “Ευρώπη” αποτελεί σήμερα ένα δια-εθνικό και δια-ηπειρώτικο εργαστήριο της νεοφιλελευθεροποίησης των καθεστώτων και της υποταγής των ανθρώπινων δυνάμεων και ελευθεριών σε όλο το γεωγραφικό πλάτος και μήκος.

Για πολλούς παρανομοποιημένους “αιτούντες άσυλο,” το να υπομείνουν τη φρίκη του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος έρχεται δεύτερα μόνο αφού έχουν διαφύγει από κάθε είδους αγριότητες, διώξεις και τη δυστυχία στις χώρες καταγωγής τους, και συνήθως, και σε πολλές άλλες χώρες «διέλευσης», που διασχίζουν καθ ‘οδόν προς την Ευρώπη, οι οποίες έχουν ουσιωδώς και πρακτικά ενσωματωθεί σε διάφορους βαθμούς στο καθεστώς εξωτερικής ανάθεσης αστυνόμευσης των συνόρων της «Ευρώπης». Για τους περισσότερους από τους ίδιους τους πρόσφυγες, καθώς και πολλούς άλλους που μεταναστεύουν σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής για τους ίδιους και τους αγαπημένους τους, οι φαύλες κακουχίες αυτών των εκτεταμένων ευρωπαϊκών συνόρων αποτελεί ένα άγριο τεστ αντοχής, μια προκαταρκτική μαθητεία σε ό,τι διαφαίνεται να είναι μια περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένη σταδιοδρομία των μεταναστών στην «παρανομία», την επισφαλής εργασία και και την διαρκή πιθανότητα απέλασης36. Ωστόσο, αν αυτά τα κινούμενα υποκείμενα τελικά θα τα μεταχειριστούν ως «πρόσφυγες» ή «μετανάστες», οι ανάγκες τους, οι επιθυμίες και οι φιλοδοξίες τους υπερισχύουν πάντα αυτής της θανατηφόρας πορείας-πρόκλησης/εμπόδιο και μερικές φορές, με το κόστος της ζωής τους. Μικρή έκπληξη λοιπόν αποτελεί, ότι ένας τρόπος κριτικής απάντησης στην απόλυτη ευθύνη του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος για το ναυάγιο του Απριλίου ήταν να χρησιμοποιηθεί μια αναλογία με το κορυφαίο σύνθημα των αγώνων για πολιτικά δικαιώματα των αφροαμερικανών στις Ηνωμένες Πολιτείες: το “Black Lives Matter” μετατράπηκε σε “Migrant Lives matter”. Εδώ, μας υπενθυμίζεται ότι στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, η ίδια η εικόνα της μετανάστευσης αποτελεί φυλετική ταυτότητα, ακόμη και αν ο κυρίαρχος λόγος περί μετανάστευσης στην Ευρώπη συστηματικά αποκηρύττει και συγκαλύπτει τη φυλή καθ’ αυτή με την παραδοσιακή έννοια37. Τα σύνορα της Ευρώπης στοιχειώνονται από την τρομακτική εξάπλωση των (σχεδόν αποκλειστικά μη Ευρωπαίων /μη λευκών) θανάτων μεταναστών και προσφύγων, καθώς και από άλλες μορφές δομικής βίας. Όσοι ενδιαφέρονται για την πολιτική της τάξης και της φυλής σήμερα δεν μπορούν να αποφύγουν να έρθουν αντιμέτωποι με το επείγον ζήτημα των συνόρων της Ευρώπης, και ως εκ τούτου, πρέπει αναπόφευκτα να αναγνωρίσουν ότι το ζήτημα της ίδιας της Ευρώπης έχει γίνει αναπόσπαστο από το ζήτημα της μετανάστευσης38.

Μια πραγματικά κριτική εξέταση των συνόρων και της μετανάστευσης στην Ευρώπη διαταράσσει και αποσταθεροποιεί την έννοια της «Ευρώπης» ως αυτονόητη παραδοχή, και μας οδηγεί να αναλογιστούμε το πρόβλημα της Ευρώπης καθ’ αυτό39. Όσο και αν τα σύνορα της Ευρώπης έχουν συσταθεί και συνεχώς αστυνομεύονται για χάρη της σταθεροποίησης και υποτίθεται της «προστασίας» του χώρου της «Ευρώπης» – πρώτα απ ‘όλα και πάνω απ’ όλα, ως θύλακας προστασίας των αναφαίρετων δικαιωμάτων των “Ευρωπαίων”- η αδυσώπητη μάχη για την αυτόνομη κινητικότητα των «μη Ευρωπαίων «σε όλα αυτά τα συμβολικά και υλικά μέτωπα συνεχώς υποκινεί τον διαρκή εκ νέου ορισμό των συνόρων της «Ευρώπης» ως τόπους με τις δικές τους ανατροπές και ταυτόχρονα, ως σκηνικό για τη θεματική από-ποίηση της «Ευρώπης» καθ’ αυτής. Ως εκ τούτου, τα σύνορα της Ευρώπης αποτελούν ένα προνομιακό πεδίο για να τεθεί και απαντηθεί το ίδιο το ερώτημα της έννοιας περί «Ευρώπης»: το ζήτημα της «Ευρώπης» καθ’ αυτό έχει γίνει αναπόσπαστο από το ζήτημα της μετανάστευσης.

Θεωρητικοποιώντας την προσφυγική-μεταναστευτική συνοριακή κρίση στην Ευρώπη.

Στα προηγούμενα, έχω ήδη αρχίσει να εισαγάγω μια σειρά από βασικές έννοιες που μπορεί να εξυπηρετήσουν τη συγκρότηση μιας βιώσιμης κριτικής. Τώρα, θα ήθελα να προσεγγίσουμε το θέμα μας εκ νέου μέσα από μια σειρά από πιο άμεσες, ρητές και κατηγορηματικές θεωρητικές χειρονομίες.

Τα σύνορα δεν είναι αδρανή, σταθερά ή συνεκτικά «πράγματα». Μάλλον, όπως στην ανάλυση του Μαρξ για το Κεφάλαιο, τα σύνορα είναι καλύτερα να θεωρητικοποιηθούν ως κοινωνικό-πολιτικές σχέσεις. Αυτό που διακυβεύεται σε αυτές τις σχέσεις, οι οποίες είναι πράγματι σχέσεις πάλης, είναι η συγκρότηση των συνόρων σε ένα φαινομενικά σταθερό “αντικείμενο” με μια επίφαση αντικειμενικότητας, αντοχής και εγγενούς δύναμης. Έτσι, η αγωνιστική συνοχή και η φαινομενική στερεότητα των συνόρων –τα πραγμοποιημένα χαρακτηριστικά τους -προκύπτουν μόνο ως αποτέλεσμα των ενεργών διεργασιών με τις οποίες τα σύνορα εμφανίζονται ως “πραγμοποιημένες” κατηγορίες.

Με άλλα λόγια, πρέπει συνεχώς αντικειμενοποιούνται μέσω επαναλαμβανόμενων πρακτικών και λόγων (discourses). Αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι που στην πραγματικότητα παραμένει πάντα μια εκκρεμής κοινωνική σχέση στην εικόνα μιας ανθεκτικής “αντικειμενικής πραγματικότητας”, εντούτοις, υπονοεί ότι η πραγμοποίηση των συνόρων είναι εγγενώς ασταθής και ανταγωνιστική. Οι αγώνες στα σύνορα και γύρω από αυτά, είναι είναι αγώνες επί της διαρκούς “ανοιχτής” διαδικασίας καθορισμού και πραγμοποίησης των συνόρων (η διαδικασία που ορίζει τα σύνορα ως αντικείμενα, ή ως αντικειμενικά γεγονότα), και με αυτόν τον τρόπο δίνει την ιδιότητα της αναμφισβήτητης πραγματικότητας με δύναμη επί των ίδιων των εμπλεκόμενων φορέων.

Η πραγμοποίηση και η φετιχοποίηση των συνόρων, επομένως, μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα εάν εκτιμήσουμε ότι η “συνοριοποίηση” είναι πράγματι μα λέξη, και επισημαίνει μια διαδικασία συγκρότησης συνόρου. Με απλά λόγια, η συνοριοποίηση περιλαμβάνει παραγωγική δραστηριότητα, εργασία, ένα είδος εργασίας. Οι ίδιες οι πράξεις και οι διαδικασίες που παράγουν τα σύνορα, εντούτοις, είναι οι ίδιες ακριβώς κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητες που έρχονται στη συνέχεια να εμφανίσουν τα σύνορα ως κάποιο είδος φυσικού και αναπόφευκτου αποτελέσματος. Με άλλα λόγια, αντί να κατανούμε τα σύνορα ως αθροιστική επίδραση των διαφορετικών πράξεων της συνοριοποίησης (όπως οι έλεγχοι διαβατηρίων, η αστυνόμευση, οι φράκτες, κ.λπ.),αντί να γίνονται αντιληπτά «τα σύνορα» ως το προϊόν όλης αυτής της εργασίας, οδηγούμαστε να δούμε όλες αυτές τις ετερογενείς ανθρώπινες δραστηριότητες  μόνο ως παρελκόμενα ή παράγωγα που προέρχονται από την “προφανή ήδη υπάρχουσα” πραγματικότητα και την αντικειμενικότητα των συνόρων ως τέτοια.

Αφού εμφανιστούν ως αντικείμενα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα σύνορα ως διαρκώς παραγωγικά. Τα σύνορα, υπό αυτή την έννοια, μπορούν να θεωρηθούν ένα είδος μέσων παραγωγής: για την παραγωγή του χώρου, ή ακόμα καλύτερα, τη παραγωγή της διαφοράς σε ένα χώρο40. Αφού εδραιωθούν στον χώρο και επί του χώρου, όπως οποιοδήποτε μέσο παραγωγής, τα σύνορα πρέπει τα ίδια να παραχθούν και να αναπαράγονται συνεχώς. Ακόμα, ως μέσο παραγωγής, τα σύνορα είναι παραγωγικά μεγαλύτερων χώρων, που διαφοροποιούνται μέσω των σχέσεων που οργανώνουν και θεσμοποιούν, διευκολύνουν ή εμποδίζουν.

Συνήθως, ίσως συλλαμβάνουμε αυτές τις χωρικές διαφορές ως διαφοροποίηση των χωρικοτήτων των εθνών κρατών, αλλά όπως εμφανώς καταδεικνύει ο υπερεθνικός χώρος της ΕΕ ή οι ιστορικοί χώροι των αυτοκρατοριών, οι εδαφικά-καθορισμένες χωρικότητες του κρατικού σχηματισμού είναι πάντα ιστορικά συγκεκριμένες, εν δυνάμει και ετερογενείς. Εν τούτοις, οι διαφορές που τα σύνορα φαίνεται να φυσικοποιούν, μεταξύ «ημών» και «αυτών» μεταξύ του «εδώ» και «εκεί», παράγονται στην πραγματικότητα ακριβώς από την πραγματική ανικανότητα των συνόρων για να στηρίξουν και να επιβάλουν οποιουσδήποτε άκαμπτους και αξιόπιστους δια-χωρισμούς.

Τα σύνορα φαίνεται σήμερα να γίνονται αδιαχώριστα από τη μετανάστευση, και εμφανίζονται παραδόξως να είναι και «το πρόβλημα» και «η λύση» ταυτόχρονα. Τα σύνορα, γίνονται αντιληπτά ως πάντα ήδη παραβιασμένα, και έτσι μονίμως ανεπαρκή ή δυσλειτουργικά, εάν όχι πραγματικά κατακερματισμένα. Και αυτό ισχύει παρά τη συνεχώς αυξανόμενη ασφάλεια και φύλαξη των συνόρων. Η ασφάλεια των συνόρων εντείνει μόνο την αντίληψη ότι είναι στην πραγματικότητα πάντα επισφαλή, παρέχοντας το προνομιακό πεδίο για την οργάνωση και τη διαρκή απαίτηση για περισσότερο φύλαξη και ασφάλεια41. Κανένας αριθμός συλλήψεων ή εκτοπίσεων από τις συνοριακές ζώνες δεν θα μπορούσε πάντα να είναι επαρκής για να στηρίξει την εικόνα «της ασφάλειας» αλλά μάλλον μόνο την επαλήθευση ενός δίχως αξία και ανηλεούς στόχου, μια εργασία που δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί.

Εδώ, όπως έχω υποστηρίξει ήδη, η ανθρώπινη κινητικότητα έχει πάντα τα πρωτεία. Ακριβώς όπως και η υποκειμενική (δημιουργική και παραγωγική) δύναμη της εργασίας απαραιτήτως πάντα προηγείται της πραγμοποίησης της ως κεφάλαιο, η πρωτοκαθεδρία της αυτονομίας και της υποκειμενικότητας της ανθρώπινης ελευθερίας κινήσεων είναι μια απειθής και εκκωφαντική δύναμη που προηγείται και υπερβαίνει τις ικανότητες οποιασδήποτε συνοριακής αρχής για την αποτελεσματική συστηματική οργάνωση και έλεγχο. Μόλις οριοθετηθεί, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο που υπόκειται-[ΣτΜ-subjected-δηλαδή που γίνεται υποκείμενο και ταυτόχρονα υπόκειται σε μια δύναμη, και μέσω αυτής υποκειμενοποιείται] στη μία ή την άλλη τακτική συνοριακής οριοθέτησης. Κατά συνέπεια, η αυτονομία και η υποκειμενικότητα της ανθρώπινης κινητικότητας που εμφανίζονται ως κινήσεις που διαπερνούν τα σύνορα, γίνεται αντιληπτή ως “μετανάστευση”. Συνεπώς αυτή η αυτονομία της υποκειμενικότητας υποκινεί πάντα διάφορες μεθόδους αντίδρασης της διαδικασίας συνοριοποίησης που μετατρέπουν τις ιδιαίτερες μορφές ανθρώπινης κινητικότητας στους συνοριοποιημένους κοινωνικούς σχηματισμούς που ξέρουμε (μόνο αναδρομικά) ως «μετανάστευση». Ως εκ τούτου, εάν δεν υπήρχε κανένα σύνορο, δεν θα υπήρχε κανένας μετανάστης παρά μόνο κινητικότητα. Δεδομένου ότι έχουμε δει επανειλημμένα την πρόσφατη μετάφραση της υποθετικής «κρίσης» του ευρωπαϊκού καθεστώτος ασύλου και μετανάστευσης σε μια πραγματική επαν-οριοθέτηση της ζώνης του Schengen της ΕΕ, της «ελεύθερης κινητικότητας» μέσω της ξαναθέσπισης των σημείων ελέγχου συνόρων στο όνομα της ενίσχυσης «του ελέγχου,» η πανταχού παρούσα  κινητικοτήτα έρχεται πρώτη ενώ η πανταχού παρούσες διαδικασίες των συνόρων και των διάφορων νέων τεχνικών και τεχνολογιών της αστυνόμευσης συνόρων έρχονται πάντα ως απάντηση σε δεύτερο χρόνο εκ μέρους του κράτους. Πράγματι, τα καθεστώτα μετανάστευσης δηλώνουν ακριβώς την πολιτικοποίηση της στοιχειώδους ανθρώπινης ελευθερίας κίνησης με την υπαγωγή των ανθρώπινων κινητικοτήτων στην κρατική εξουσία.

Αυτές οι διαδικασίες υπαγωγής των ανθρώπινων κινητικότητων στην κυρίαρχη δύναμη των κρατών και των συνοριακών καθεστώτων εμπλέκονται στη μεγαλύτερη παραγωγή της χωρικής διαφοράς που έχω προσδιορίσει ως “σύνορο”. Δηλαδή, η οριοθέτηση των κινητικοτήτων είναι επίσης μια διαδικασία για την παραγωγή της διαφοράς, και τα αποτελέσματά της διανέμονται διαφορικά. Επομένως, αν και τα σύνορα κατασκευάζονται ιδεολογικά και γίνονται αντιληπτά σαν ο πραγματικός σκοπός τους να ήταν απλά ο «αποκλεισμός» λειτουργώντας ως εμπόδιο που «προστατεύει» το “μέσα” με να το αποκλείσει το “εξωτερικό” λειτουργούν στην πραγματικότητα με τρόπους που είναι πιο διφορούμενοι, ως άμορφες ζώνες που μπορούν να διαπεραστούν και να παραβιαστούν, και έτσι, ως περιοχές σύγκρουσης και ανταλλαγής. Παρά την εικόνα της ανεπάρκειας ή της δυσλειτουργίας, που τα σύνορα εμφανίζονται να είναι υπό κρίση επειδή διαρκώς παραβιάζονται ή υπερβαίνονται, τα σύνορα εν τούτοις εξυπηρετούν αρκετά αποτελεσματικά και προβλέψιμα ως φίλτρα για την άνιση ανταλλαγή των διάφορων μορφών αξίας.42 Ο εκλεκτικός χαρακτήρας των συνόρων είναι ιδιαίτερα ορατός σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου η ένταση της αστυνόμευσης στέλνει τις κινητικότητες σε ζώνες μεγαλύτερης δυσκολίας και ενδεχομένως θανατηφόρας μετάβασης, δεδομένου όσων έχουμε δει με τη μετατροπή της Μεσογείου σε χώρο μαζικού θανάτου. Σε μια de facto διαδικασία τεχνητής επιλογής, αυτές οι θανάσιμες πορείες εμποδίων χρησιμεύουν να ταξινομήσουν τον πιο αρτιμελή, ευνοώντας δυσανάλογα τον νεώτερο, ισχυρότερο και υγιέστερο μεταξύ των ενδεχόμενων (εργατών) μεταναστών, και ευνοώντας δυσανάλογα τους άνδρες επί των γυναικών. Η στρατιωτικοποίηση και η φαινομενική οχύρωση των συνόρων, επιπλέον, αποδεικνύονται πιο αξιόπιστες για τη θέσπιση μιας στρατηγικής της σύλληψης [capture] απ’ό,τι μόνες οι τεχνολογίες αποκλεισμού. Μόλις πλοηγηθούν επιτυχώς οι μετανάστες σε τέτοια σύνορα, οι επιζήμιοι κίνδυνοι και οι δαπάνες του να διασχίσουν αργότερα σύνορα εκ νέου γίνονται υπέρμετρα απαγορευτικοί.

Όσο πιο εντατική γίνεται η αστυνόμευση των συνόρων, τόσο περισσότερο στην πραγματικότητα μετέχει σε αυτό που έχω αποκαλέσει θέαμα συνόρων, διαρκώς και κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο εμπλέκει την υλικότητα των πρακτικών του συνόρου με τη συμβολική και ιδεολογική παραγωγή μιας εικόνας «αποκλεισμού» που είναι πάντα στην πραγματικότητα αδιαχώριστη από το γεγονός της υποτιμημένης (παρανομοποιημένης) ένταξης που υπάρχει πάντα ως συνθήκη στο backround της43. Κατά συνέπεια, στις προσπάθειές μας ως ακτιβιστές να καταγγείλουμε τις ακρότητες των σκληρών τρόπων αποκλεισμού, διακινδυνεύουμε να χάσουμε την κρίσιμη ευθύνη του να κατανοήσουμε επίσης πώς τα καθεστώτα ρύθμισης παράγουν κανονικότητες44. Πράγματι, διακινδυνεύουμε να μη δούμε ότι η μεταστευτική «παρατυπία» («παρανομία») είναι η ίδια ένα πολύ συνηθισμένο και προβλέψιμο χαρακτηριστικό γνώρισμα της στερεότυπης και συστηματικής λειτουργίας των καθεστώτων επιβολής συνόρων και μετανάστευσης, και έτσι, διακινδυνεύουμε μια χωρίς πρόθεση συνενοχή στον κυρίαρχο μονόλογο του θεάματος των συνόρων, με την ανακύκλωση του κυρίαρχου θέματος «αποκλεισμού». Ως εκ τούτου, αντί της υιοθέτησης των πολιτικών θέσεων που μεταχειρίζονται τα σύνορα ως καθαρά διαδικασίες αποκλεισμού και συνεπώς προωθούν τέτοια συνθήματα όπως «ανοικτά σύνορα!» στο (φιλελεύθερο) πνεύμα να υποστηρίξει μεγαλύτερη «ένταξη» πρέπει πραγματικά να προωθήσουμε αντ’ αυτού τη κατάργηση όλων των συνόρων ως ουσιαστικό και χαρακτηριστικό γνώρισμα καθορισμού του καπιταλιστικού κράτους. Μέσω των συνόρων, τα κράτη νόμιμα και πολιτικά παράγουν και μεσολαβούν τις κοινωνικές και χωρικές διαφορές επάνω στις οποίες το κεφάλαιο μπορεί έπειτα να αξιοποιηθεί.

Ένα μεγάλο μέρος της προηγούμενης δουλειάς μου έχει αφιερωθεί στην προβληματοποίηση κάθε απλοϊκής δυαδικής σύλληψης «της ένταξης» και «του αποκλεισμού,» εν μέρει μέσω της επεξεργασίας των εννοιών «της ένταξης μέσω της παρανομοποίησης»45 και «της ένταξης μέσω του αποκλεισμού» 46 Εδώ, είναι σημαντικό να υπογραμμίσει ότι τη παρανομοποίηση ή η αποκανικοποίηση των μεταναστών-ως εργατική δύναμη- είναι πάντα ένα είδος υποτιμημένης ενσωμάτωσης. Αυτό το είδος ενσωμάτωσης μπορεί να θεωρηθεί αισχρό ακριβώς επειδή όχι μόνο κρύβεται, αλλά και αποκαλύπτεται επιλεκτικά. Κατά συνέπεια, το θέαμα της αστυνόμευσης των συνόρων παράγει το ρυθμιστικό καθεστώς του ελέγχου της μετανάστευσης ως “πάντα περικυκλωμένο” από μια αδυσώπητη «εισβολή» ή «κατακλυσμό» των «παράνομων» μεταναστών, και κατά αυτόν τον τρόπο συνήθως χρησιμεύει στο να ελέγξει ακριβώς την τακτικότητα των «ανώμαλιων» της ένταξης τους και την καθαρή κοινοτοπία της υποτιμημένης παρουσίας τους μέσα στο χώρο του κράτους.47

Εάν τα σύνορα είναι παραγωγικά των διαφορών με υλικούς και πρακτικούς τρόπους, κατόπιν είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι όχι μόνο περιλαμβάνουν μια φυσική (μέσω της κινητοποίησης των διάφορων πρακτικών και των υλικών τεχνολογιών της οριοθέτησης) αλλά και στηρίζουν μια καθορισμένη μεταφυσική. Η μεταφυσική των συνόρων υπονοείται σαφώς στη συγκεκριμενοποίηση του πολιτικού (ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της οικουμενικής σχέσης της εργασίας και του κεφαλαίου). Η πολιτική γίνεται έτσι συγκεκριμένη σύμφωνα με τις ιστορίες αγώνων σε συγκεκριμένα σημεία. Αλλά η γενικευμένη κυρίαρχη μορφή αυτής της οικουμενικής πολιτικής σχέσης περιλαμβάνει μια καθολικοποίηση και μια κανονικοποίηση της «εθνικής» κρατικής μορφής. Η «εθνική» (εδαφικά καθορισμένη και οριοθετημένη) μορφή του κράτους επομένως έχει γίνει το τυποποιημένο πλαίσιο «της πολιτικής» σε μια εθνική παγκόσμια τάξη. Με απλά λόγια, τα σύνορα ενισχύουν συνεχώς την ιδεολογική εικόνα ενός κόσμου που αποτελείται από «έθνη» και «εθνικά» κράτη, στα οποία όλο το έδαφος- και κυριότερα, όλοι οι άνθρωποι -πρέπει να εντάσσονται και να αντιστοιχούν. Αυτή η μεταφυσική των συνόρων διαδραματίζει έναν καθοριστικό ρόλο σε μια παγκόσμια κλίμακα. Πράγματι, μπορούμε να υπενθυμιστούμε εδώ την αξιοσημείωτη απεικόνιση της Hannah Arendt (μετά από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο) «της νέας παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης» ως «πλήρως οργανωμένης ανθρωπότητας»που μοιάζει με “λαβύρινθο από αγκυλωτό σύρμα”48. Τα σύνορα, πλέον τα κατανοούμε, όχι μόνο ως αυτό που ορίζει τα επίσημα εξωτερικά όρια του κρατικού εδάφους και καθιερώνει το τμήμα μεταξύ του ενός ή του άλλου χώρου άσκησης εξουαίας, αλλά και υποδιαιρούν τον πλανήτη συνολικά. Με αυτές τις ενέργειες, τα σύνορα υποδιαιρούν επίσης την ανθρωπότητα ως ολότητα49. Συνεπώς, σε έναν κόσμο όπου οι εργάτες δεν έχουν αληθινά καμία πατρίδα, εν τούτοις εμφανίζονται να είναι πρώτα απ’ όλα «υπήκοοι» (ή «πολίτες») του ενός ή του άλλου κράτους.

Τα σύνορα διασχίζουν την καθεμιά και τον καθένα, συμπεριλαμβανομένων ακόμα εκείνων που δεν διασχίζουν ποτέ τα σύνορα.[…]

Υποσημειώσεις

1Σε αυτό το άρθρο έχουν συνεισφέρει τα κρίσιμα σχόλια και οι θεωρητικέςπροτάσεις του Ruben Andersson, της Glenda Garelli, της Fiorenza Picozza, του Maurice Stierl και της Martina Tazzioli, όπου ο καθένας αποκρίθηκε σε ένα προηγούμενο προσχέδιο του κειμένου. Επιπλέον, αυτό το κείμενο έχει εμπνευστεί από το διάλογο και τη συζήτηση μέσα στο ερευνητικό δίκτυο “για το ευρωπαϊκό ζήτημα”: Μετα-αποικιακές προοπτικές στη μετανάστευση, το έθνος, και τη φυλή. Είμαι επίσης ευγνώμων σε όλους εκείνους που μοιράστηκαν τις ιδέες και τις κριτικές τους κατά τη διάρκεια των διάφορων δημόσιων παρουσιάσεων, ιδιαίτερα ο Alex Callinicos, Charles Heller, Sandi Hilal, Στάθης Κουβελάκης, Simon Parker, Alessandro Petti, Lucia Pradella και Eyal Weizman

2De Genova and Tazzioli, 2016.

3De Genova, 2013.

4 Η περιεκτικότερη βάση δεδομένων για τους θανάτους μεταναστών και προσφύγων κατά τη διάρκεια των προσπαθειών να διαβούν τα σύνορα της Ευρώπης είναι «τα αρχεία των μεταναστών», ένα πρόγραμμα δεδομενων που συντονίζεται από το Journalism++, το οποίο υπολογίζει το συνολικό αριθμό των θανάτων των ευρωπαϊκών συνόρων σε περισσότερο από 30.000 από το έτος 2000 – http://www.themigrantsfiles.com

5Andersson, 2014

6Ataç and others, 2015; De Genova, 2015b.

8Garelli and Tazzioli, 2016, and Traynor, 2015a.

9Για διάφορες συζητήσεις περί των λόγων για τους “δουλέμπορους” και τη σύγχρονη δουλεία –www.opendemocracy.net/beyondslavery.

10Garelli and Tazzioli, 2016; Tazzioli, 2014; 2015a; see also Agier, 2011; Walters, 2011

11Garelli and Tazzioli, 2013; Tazzioli, 2013 and 2014.

12De Genova, 2013 and 2016a.

13De Genova and Tazzioli, 2016.

14Millner, 2011; Reinisch, 2015; Rigby and Schlembach, 2013; Tazzioli, 2015b.

15Elgot and Taylor, 2015.

16Η συμφωνία του Schengen είχε καθιερώσει έναν ευρωπαϊκό χώρο χωρίς συνοριακούς ελέγχους ή ελέγχους διαβατηρίων για τους πολίτες από τις 26 συμβαλλόμενες χώρες. Η συμφωνία του Schengen προηγήθηκε χρονικώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά ενσωματώθηκε στη Συνθήκη του Άμστερνταμ της ΕΕ του 1997, με παροχές για μερικά κράτη μέλη ώστε να αποχωρήσουν. Η περιοχή του Schengen περιλαμβάνει 22 εκ των 28 κρατών μελών της ΕΕ, συν τέσσερις χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ.

17Για μια συζήτηση περί “ισλαμικού τρόμου” δες De Genova, 2007, 2010a and c, 2011, and 2015b; for a discussion of the Charlie Hebdo shootings in Paris in January 2015, see De Genova, 2016b, and De Genova and Tazzioli, 2015

18Campbell, 2015.

19Lyman, 2015.

20De Genova, 2013

21Για συνεισφορές στην επεξεργασία της κρίσιμης έννοιας της «αυτονομίας της μετανάστευσης,» δες Mezzadra, το 2011 Mezzadra και Neilson, 2013 Moulier Boutang, 1998 Moulier Boutang και Grelet, 2001. Δείτε επίσης Bojadžijev και Karakayali, το 2010 De Γένοβα, 2010d Karakayali και Rigo, 2010 Mitropoulos, 2006 Παπαδόπουλος, Stephenson και Tsianos, 2008 Tsianos και Karakayali, 2010.

22Hartocollis, 2015. See also Kasparek and Speer, 2015.

23Traynor, 2015b

24Περί της εξωτερικοποίησης των συνόρων της ΕΕ Andersson, 2014; Bialasiewicz, 2012; Casas-Cortes, Cobarrubias, and Pickles, 2011; Tsianos and Karakayali, 2010; Walters, 2009

25Kasparek και Speer, 2015. Ήταν πράγματι η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ της Γερμανίας που επανεκκίνησε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας που επιδίωξαν να ανταμείψουν την Τουρκία με τουλάχιστον €3 δισεκατομμύριο σε αντάλλαγμα ενός επεκταμένου ρόλου στην αστυνόμευση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και της αποτελεσματικότερης συγκράτησης περισσότερων από δύο εκατομμύριο Συρίων και άλλων προσφύγων και μεταναστών. Τέτοια μέτρα θα βοηθούσαν «να κρατήσουν τους ανθρώπους στην περιοχή», που πάει να πει, να τους κρατήσει έξω από την Ευρώπη. Επιπλέον, η ΕΕ άνοιξε πάλι τις καθυστεριμενες διαπραγματεύσεις σχετικά με μια επέκταση των προνομίων ταξιδιού των τούρκων πολιτών (όντας κατάλληλοι), καθώς επίσης και το μεγαλύτερο θέμα της ενδεχόμενης αποδοχής της Τουρκίας στην ΕΕ με την ιδιότητα μέλους-Kanter και Higgins, το 2015

26Ataç and others, 2015; Doppler, 2015; Kasparek and Speer. 2015; Stierl, 2015.

27Ataç and others, 2015; Garelli and Tazzioli, 2013; Karakayali and Rigo, 2010; Kasparek and Speer, 2015; Tazzioli, 2015b

28De Genova, 2016a; Garelli and Tazzioli, 2013; Garelli, Sossi, and Tazzioli, 2013; Mezzadra, 2006; Tazzioli, 2015b

29Gregory, 2004. See De Genova, 2010a

30De Genova, 2010c, and 2016a; see also van Houtum, 2010; and van Houtum and Pijpers, 2007.

31Dzenovska, 2013

32Πράγματι, στις 18 Νοεμβρίου 2015, τα κράτη μέλη της ΕΕ, Σλοβενία και Κροατία, που ακολουθήσαν τις εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης χώρες Σερβία και Μακεδονία, και έκλεισαν απότομα τα σύνορά τους σε όλους τους δυνάμει «αιτόντες άσυλο» πουδεν μπορούσαν να παρέχουν τα έγγραφα ταυτότητας επιβεβαιώνοντας ότι προήλθαν από τη Συρία, το Ιράκ ή Αφγανιστάν-με αποτέλεσμα το διαχωρισμό των προσφύγων σύμφωνα με την εθνική προέλευση

33Fox, 2013; Grill, 2012; Hepworth, 2012

34Fekete, 2014; Hepworth, 2015; van Baar, 2011.

35De Genova, 2016a; De Genova and Tazzioli, 2015

36De Genova, 2015a; see also De Genova, 2002 and 2010b

37Balibar, 1991a, b and c, 1992, and 2004b; De Genova, 2010c; 2016a and b; Goldberg, 2006.

38Ataç et al, 2015; Balibar, 1991a,b and c, 2002, 2004a and b; De Genova, 2016a; Karakayali and Rigo, 2010; Mezzadra, 2006; Tazzioli, 2015b; Walters, 2009

39De Genova, 2016a

40Lefebvre, 1991

41De Genova, 2011.

42Kearney, 2004

43De Genova, 2013; και De Genova, 2002, και 2005, pp242-249

44De Genova, 2015a

45De Genova, 2002, p439, και 2005, p234.

46De Genova, 2010b and c

47De Genova, 2013

48Arendt, 1968, pp297, 292.

49De Genova, 2010b.

Συζήτηση

2 σκέψεις σχετικά με το “Η «κρίση» του Ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος: Προς μια μαρξιστική θεωρία των Συνόρων

  1. Έχει δημοσιευτεί εδώ και κανένα μήνα και ένα ακόμα, πιο θεωρητικό κείμενο του De Genova στο βιβλίο Vogelfrei. Τρία κείμενα για τη μετανάστευση, τις απελάσεις, το κεφάλαιο και το κράτος του από το εγχείρημα Αντίθεση (http://antithesi.gr/?p=72), που περιλαμβάνει επίσης πρόλογο του εγχειρήματος για τη μετανάστευση στα πλαίσια του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και το κείμενο των Wildcat.

    Posted by Rugekugel | 22 Ιουλίου, 2016, 07:40

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρχείο

Αρέσει σε %d bloggers: